Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
Οι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα B, (1.)
Μεσολόγγι, τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν πλέον έχουν εξαντληθεί και τα τελευταία ίχνη τροφίμων. Η πόλη είναι βέβαιο ότι θα πέσει. Και είναι Άνοιξη.
Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Οι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα B, (2.)
Η φύση, στις πιο ώραίες στιγμές τις, γεννά στους πολιορκιμένους την επιθυμία για ζωή, αλλά και τον πόνο που θα χάσουν την όμορφη γη τους. Ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
«Η ζωή που ανασταίνεται με όλες τις τες χάρες αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα, η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή, θάλασσα γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα την χάσουν».
Και είναι Άνοιξη. Αρχές Απρίλη.
Το Μεσολόγγι έπεσε στις 10 Απρίλη του 1826, την Κυριακή των Βαΐων.
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
«Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες;»
«Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».
(Οι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Γ, (6 ο πειρασμός)
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι δεν είναι μόνο ένα από τα κορυφαία ποιητικά έργα του Διονύσιου Σολωμού, αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Ο δημιουργός του ασχολήθηκε με τη σύνθεσή του σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της λεγόμενης ώριμης ποιητικής περιόδου της ζωής του (από το 1834 έως το 1847), γεγονός που αποτυπώνει και την εξέλιξη των ιδεών του ποιητή.
Είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της Πολιορκίας (που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο) και της Ηρωικής Εξόδου (10 Απριλίου 1826) του Μεσολογγίου. Ο ποιητής επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών, που με στόχο την κατάκτηση της πνευματικής τους ελευθερίας, συνειδητά οδηγούνται στη θυσία.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ένα από τα πιο αποσπασματικά έργα του. Παραδόθηκε με τη μορφή τριών σχεδιασμάτων, ύστερα από προσεκτική μελέτη των αρχείων του ποιητή από τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος το εξέδωσε για πρώτη φορά.
Και λόγα λόγια για τον εθνικό μας ποιητή:
Ο Διονύσιος Σολωμός, καθιερώθηκε ως "ο εθνικός μας ποιητής", όχι μόνον γιατί έγραψε τον “Εθνικό Ύμνο”, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798, στο διάστημα μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη.
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821.
Μερικά ακόμη από τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Διάλογος για τη γλώσσα (1824), Λάμπρος (1826), Η Γυναίκα της Ζάκυνθος (1829), Ο Κρητικός (1833), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (έως το 1847), Ο Πόρφυρας (1847).
Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του Δ. Σολωμού, είναι η αποσπασματική τους μορφή. Κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο.
Άφησε την τελαυταία του πνοή, τον Φεβρουάριο του 1857.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
http://el.wikisource.org
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
Οι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα B, (1.)
Μεσολόγγι, τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν πλέον έχουν εξαντληθεί και τα τελευταία ίχνη τροφίμων. Η πόλη είναι βέβαιο ότι θα πέσει. Και είναι Άνοιξη.
Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Οι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα B, (2.)
Η φύση, στις πιο ώραίες στιγμές τις, γεννά στους πολιορκιμένους την επιθυμία για ζωή, αλλά και τον πόνο που θα χάσουν την όμορφη γη τους. Ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
«Η ζωή που ανασταίνεται με όλες τις τες χάρες αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα, η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή, θάλασσα γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα την χάσουν».
Και είναι Άνοιξη. Αρχές Απρίλη.
Το Μεσολόγγι έπεσε στις 10 Απρίλη του 1826, την Κυριακή των Βαΐων.
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
«Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες;»
«Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».
(Οι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Γ, (6 ο πειρασμός)
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι δεν είναι μόνο ένα από τα κορυφαία ποιητικά έργα του Διονύσιου Σολωμού, αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Ο δημιουργός του ασχολήθηκε με τη σύνθεσή του σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της λεγόμενης ώριμης ποιητικής περιόδου της ζωής του (από το 1834 έως το 1847), γεγονός που αποτυπώνει και την εξέλιξη των ιδεών του ποιητή.
Είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της Πολιορκίας (που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο) και της Ηρωικής Εξόδου (10 Απριλίου 1826) του Μεσολογγίου. Ο ποιητής επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών, που με στόχο την κατάκτηση της πνευματικής τους ελευθερίας, συνειδητά οδηγούνται στη θυσία.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ένα από τα πιο αποσπασματικά έργα του. Παραδόθηκε με τη μορφή τριών σχεδιασμάτων, ύστερα από προσεκτική μελέτη των αρχείων του ποιητή από τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος το εξέδωσε για πρώτη φορά.
Και λόγα λόγια για τον εθνικό μας ποιητή:
Ο Διονύσιος Σολωμός, καθιερώθηκε ως "ο εθνικός μας ποιητής", όχι μόνον γιατί έγραψε τον “Εθνικό Ύμνο”, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798, στο διάστημα μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη.
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821.
Μερικά ακόμη από τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Διάλογος για τη γλώσσα (1824), Λάμπρος (1826), Η Γυναίκα της Ζάκυνθος (1829), Ο Κρητικός (1833), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (έως το 1847), Ο Πόρφυρας (1847).
Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του Δ. Σολωμού, είναι η αποσπασματική τους μορφή. Κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο.
Άφησε την τελαυταία του πνοή, τον Φεβρουάριο του 1857.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
http://el.wikisource.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου