3 Σεπτεμβρίου 2012

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο επικός ποιητής

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, (την 1 Σεπτεμβρίου 1824 σύμφωνα με την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα), από πατέρα ηπειρωτικής καταγωγής. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Σπούδασε νομικά στη Γαλλία και στην Ιταλία, αλλά δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.

Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του 1821.

Παράλληλα με την ποίηση επιδόθηκε και στην πολιτική. Ως βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» επτά ολόκληρα χρόνια αγωνίστηκε για τα δίκαια των επτά νησιών. Μετά την ένωση των Επτανήσων, έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα. Οι αγορεύσεις του είχαν ποιητικό χαρακτήρα και η ρητορική του δεινότητα έμεινε αλησμόνητη. Τέλος αποτραβήχτηκε από την πολιτική, για να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία. Από τα έργα του σπουδαιότερα θεωρούνται τα εξής: Στιχουργήματα, Μνημόσυνα, Κυρά Φροσύνη, Θανάσης Διάκος, Φωτεινός, Αστραπόγιαννος κλπ.

Πέθανε από καρδιακή πάθηση το 1879 στη Λευκάδα. Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα.


Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του:

Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστρέφεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ’χυσα, σταλαματιά δε μένει. [...]
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.

«Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του», 1-4, 15-17. Μνημόσυνα, 1857. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 22.


Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατ’ είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος, και μνήμα το κρεβάτι
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.

Η Κυρά Φροσύνη, άσμα πρώτον: «Το Μυστήριον», 1-7. 1859. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 44


«Μέριασε βράχε να διαβώ» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.

«Ο βράχος και το κύμα», 1-2. 1863. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 81.

Πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ’ αγκαλιάσματά του.
Κι όταν το δέντρο ξεραθεί και γείρει τ’ αντιστύλι,
Θανάση Διάκε, κι ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει.

«Αθανάσης Διάκος», άσμα πέμπτον: «Ομέρ Βριόνης», 73-75. 1867. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 143.


Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;...

«Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», 1-4. 1872. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 43.


Έμεν’ ο Γέροντας βουβός. Το φλογερό του μάτι
έγινε μόνο της ψυχής απόκρυφο παλάτι,
κι εκείθ’ αστράφτει όλ’ η φωτιά που καίει τα σωθικά του.
Λες κι έβλεπες το Γένος του, μ’ όλη τη δυστυχιά του,
τη φτώχεια, τα γεράματα, την καταφρόνεσή του,
ολόρθο ν’ αντρειεύεται, και με τη δύναμή του
τη μαγική, την άμετρη, γυμνό, κατακομμένο,
να δείχνει πάντ’ ανίκητο το μέτωπο στον Ξένο.

«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 154-161. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 225.


Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.
Και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.

«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 190-195. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 226-227.


Εγώ... ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τονε πάρεις.
Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίζω
με κλήματα που δεν τρυγώ, και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδο, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη.
Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. Τ’ άψυχο το κουφάρι
αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...

«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 198-213. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 227.

Βαθιά κοιμάται πάντα ο νιος, γιατί δεν τον τρομάζει
του τάφου ο ύπνος ο στερνός που κάθε γέρο σκιάζει...

«Φωτεινός», άσμα τρίτον, 291-292. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 263.

[...] Έχει χιλιάδες μάτια
ο ήλιος ο αδιάντροπος και τρέχει μονοπάτια
π’ άλλος κανείς δεν έτρεξε... [...]

«Φωτεινός», άσμα τρίτον, 373-375. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 266.

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός π’ αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει,
ούτ’ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι·
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό·
νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.

«Η προς την Πατρίδα αγάπη μου». Ποιήματα, 1891. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 271.

__________________________
Πηγές:
Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού http://www.snhell.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου