Η επιτυχία της Γερμανίας αποτελεί την απόλυτη εγγύηση για την ευρωστία της ευρωζώνης. Όμως, εάν η χώρα δεν λύσει τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της, δεν θα είναι σε θέση να δώσει κατεύθυνση στην Ευρώπη, όπως αναφέρουν οι Financial Times, σύμφωνα με το euro2day.
Από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου έρχονται συστάσεις προς το Βερολίνο, ως προς το πώς να ενεργήσει για το θέμα της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης:
"Δημιουργείστε ένα σχέδιο Μάρσαλ για τη Μεσόγειο, φτιάξτε μια τραπεζική ένωση, αφήστε τους εγχώριους μισθούς να αυξηθούν, προωθείστε τη δημοσιονομική τόνωση αντί να φωνάζετε για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς". Κάποιες από αυτές τις προτάσεις είναι στον σωστό δρόμο και ορισμένες άλλες είναι λανθασμένες. Όμως, όλοι παραβλέπουν ότι μία από τις πιο χρήσιμες συνεισφορές της Γερμανίας θα ήταν να μεταρρυθμίσει και να εκσυγχρονίσει την ίδια της την οικονομία.
Η χώρα παρουσιάζεται τυπικά ως ο οικονομικός γίγαντας της Ευρώπης και το Βερολίνο ως η πρωτεύουσα στην οποία στρέφονται οι Αμερικανοί και οι Ασιάτες για να δουν αποφασιστικές ενέργειες με στόχο να ξεπεραστεί η κρίση.
Ωστόσο, τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι μη Ευρωπαίοι βλέπουν τη Γερμανία ως έναν ολιγόλογο γίγαντα, ως ένα κράτος η απροθυμία του οποίου να ηγηθεί αντανακλά το βάρος ιστορικών εγκλημάτων καθώς και του σε βάθος επαρχιωτισμού της πολιτικής του κουλτούρας. Το λιγότερο κατανοητό είναι ότι η Γερμανία, παρά το γεγονός πως αποτελεί την "άγκυρα" της ευρωζώνης, αντιμετωπίζει μια σειρά μακροπρόθεσμων προκλήσεων που, εάν δεν διευθετηθούν, θα περιορίσουν την ικανότητά της να δώσει την όποια κατεύθυνση στην Ευρώπη.
Στην έκθεση "Looking to 2060" για τις παγκόσμιες προοπτικές ανάπτυξης, ο ΟΟΣΑ προέβλεψε πέρυσι πως η Γερμανία θα επιτύχει μέση ετήσια ανάπτυξη 1,1% από το 2011 μέχρι το 2060. Αυτό τη φέρνει δίπλα στο Λουξεμβούργο, στις τελευταίες θέσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ σε 42 χώρες.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως η πιθανή ανάπτυξη της Γερμανίας είναι 1,25%. Κράτη όπως η Ελλάδα, της οποίας η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ολέθριο 25% στη διάρκεια της κρίσης, ή η Ιταλία, της οποίας η οικονομία έχει συρρικνωθεί για οκτώ συνεχόμενα τρίμηνα, με μεγάλη τους ευχαρίστηση θα αντάλλασσαν τις υφέσεις τους με την ισχνή ανάπτυξη της Γερμανίας. Όμως, η επιμήκυνση επί 50 χρόνια μιας σχεδόν αόρατης οικονομικής επέκτασης δεν θα δώσει στη χώρα δύναμη και εμπιστοσύνη για να ηγηθεί στην Ευρώπη.
Ένα πρόβλημα που σχετίζεται με αυτό είναι η μείωση του πληθυσμού, ή αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Schrumpfnation Deutschland – δηλαδή «συρρικνούμενη Γερμανία». Με περισσότερα από 81 εκατομμύρια ανθρώπους, η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη από τις 28 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τους δημογράφους της Ε.Ε., όμως, ο γερμανικός πληθυσμός θα μειωθεί έως το 2060 στα 71 περίπου εκατ. Θα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο -εάν υποθέσουμε ότι δεν θα αποσχιστεί η Σκοτία- όσο και στη Γαλλία.
Οι αιτίες της μείωσης, σύμφωνα πάντα με το άρθρο, συμπεριλαμβάνουν τον πολύ αργό ρυθμό γεννήσεων (με 1,36 γέννηση για κάθε γυναίκα, η Γερμανία έχει έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων στην Ευρώπη) και τα μέτρια επίπεδα καθαρής μετανάστευσης (το μεταναστευτικό σύστημα της Γερμανίας παραμένει υπερβολικά περιοριστικό: οι μη Ευρωπαίοι κάτοικοι τείνουν να παραμένουν εκτός Γερμανίας, εκτός και αν είναι εξειδικευμένοι υποψήφιοι για καλοπληρωμένες δουλειές).
Οι δημογραφικές πιέσεις της χώρας καθιστούν απαραίτητο για την Άγκελα Μέρκελ, ή για οποιονδήποτε γίνει καγκελάριος μετά τις βουλευτικές εκλογές του επόμενου μήνα, να προωθήσει μεταρρυθμίσεις σε ένα τεράστιο μέτωπο. Αν και η εγχώρια ζήτηση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, χάρη κυρίως στη χαμηλή ανεργία, η οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προϊόντων για τη δημιουργία ανάπτυξης. Η εξαγωγική επιτυχία χρειάζεται να συνοδεύεται από πιο ανοιχτές αγορές προϊόντων και από πιο ανταγωνιστικό τομέα υπηρεσιών, μέρη του οποίου -όπως το λιανικό εμπόριο- είναι καταφανώς ανεπαρκή με βάση τα πρότυπα των προηγμένων οικονομιών.
Τρεις άλλοι τομείς που ζητούν απεγνωσμένα βελτίωση είναι οι υποδομές, η παιδεία και η έρευνα & ανάπτυξη. Η Γερμανία δαπανά λιγότερα από οποιαδήποτε μεγάλη χώρα της Ε.Ε. στην αναβάθμιση των οδικών, των σιδηροδρομικών και των υδάτινων έργων. Η γηράσκουσα υποδομή επιβαρύνει τις οικονομικές επιδόσεις της. Ως ποσοστό της οικονομικής παραγωγής, δαπανά λιγότερα στην παιδεία και στην έρευνα & ανάπτυξη απ' ό,τι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γαλλία και η Ολλανδία.
Οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας διότι η γερμανική οικονομική επιτυχία είναι η απόλυτη εγγύηση ότι η ευρωζώνη θα επιβιώσει και θα ανθήσει. Η Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Όμως, δεν είναι αρκετά ισχυρή.
_____________________
Πηγή: Η ανάρτηση αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος άρθρου του Tony Barber στους Financial Times, που δημοσίευσε το euro2day στις 13.08. 2013.
Από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου έρχονται συστάσεις προς το Βερολίνο, ως προς το πώς να ενεργήσει για το θέμα της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης:
"Δημιουργείστε ένα σχέδιο Μάρσαλ για τη Μεσόγειο, φτιάξτε μια τραπεζική ένωση, αφήστε τους εγχώριους μισθούς να αυξηθούν, προωθείστε τη δημοσιονομική τόνωση αντί να φωνάζετε για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς". Κάποιες από αυτές τις προτάσεις είναι στον σωστό δρόμο και ορισμένες άλλες είναι λανθασμένες. Όμως, όλοι παραβλέπουν ότι μία από τις πιο χρήσιμες συνεισφορές της Γερμανίας θα ήταν να μεταρρυθμίσει και να εκσυγχρονίσει την ίδια της την οικονομία.
Η χώρα παρουσιάζεται τυπικά ως ο οικονομικός γίγαντας της Ευρώπης και το Βερολίνο ως η πρωτεύουσα στην οποία στρέφονται οι Αμερικανοί και οι Ασιάτες για να δουν αποφασιστικές ενέργειες με στόχο να ξεπεραστεί η κρίση.
Ωστόσο, τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι μη Ευρωπαίοι βλέπουν τη Γερμανία ως έναν ολιγόλογο γίγαντα, ως ένα κράτος η απροθυμία του οποίου να ηγηθεί αντανακλά το βάρος ιστορικών εγκλημάτων καθώς και του σε βάθος επαρχιωτισμού της πολιτικής του κουλτούρας. Το λιγότερο κατανοητό είναι ότι η Γερμανία, παρά το γεγονός πως αποτελεί την "άγκυρα" της ευρωζώνης, αντιμετωπίζει μια σειρά μακροπρόθεσμων προκλήσεων που, εάν δεν διευθετηθούν, θα περιορίσουν την ικανότητά της να δώσει την όποια κατεύθυνση στην Ευρώπη.
Στην έκθεση "Looking to 2060" για τις παγκόσμιες προοπτικές ανάπτυξης, ο ΟΟΣΑ προέβλεψε πέρυσι πως η Γερμανία θα επιτύχει μέση ετήσια ανάπτυξη 1,1% από το 2011 μέχρι το 2060. Αυτό τη φέρνει δίπλα στο Λουξεμβούργο, στις τελευταίες θέσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ σε 42 χώρες.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως η πιθανή ανάπτυξη της Γερμανίας είναι 1,25%. Κράτη όπως η Ελλάδα, της οποίας η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ολέθριο 25% στη διάρκεια της κρίσης, ή η Ιταλία, της οποίας η οικονομία έχει συρρικνωθεί για οκτώ συνεχόμενα τρίμηνα, με μεγάλη τους ευχαρίστηση θα αντάλλασσαν τις υφέσεις τους με την ισχνή ανάπτυξη της Γερμανίας. Όμως, η επιμήκυνση επί 50 χρόνια μιας σχεδόν αόρατης οικονομικής επέκτασης δεν θα δώσει στη χώρα δύναμη και εμπιστοσύνη για να ηγηθεί στην Ευρώπη.
Ένα πρόβλημα που σχετίζεται με αυτό είναι η μείωση του πληθυσμού, ή αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Schrumpfnation Deutschland – δηλαδή «συρρικνούμενη Γερμανία». Με περισσότερα από 81 εκατομμύρια ανθρώπους, η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη από τις 28 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τους δημογράφους της Ε.Ε., όμως, ο γερμανικός πληθυσμός θα μειωθεί έως το 2060 στα 71 περίπου εκατ. Θα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο -εάν υποθέσουμε ότι δεν θα αποσχιστεί η Σκοτία- όσο και στη Γαλλία.
Οι αιτίες της μείωσης, σύμφωνα πάντα με το άρθρο, συμπεριλαμβάνουν τον πολύ αργό ρυθμό γεννήσεων (με 1,36 γέννηση για κάθε γυναίκα, η Γερμανία έχει έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων στην Ευρώπη) και τα μέτρια επίπεδα καθαρής μετανάστευσης (το μεταναστευτικό σύστημα της Γερμανίας παραμένει υπερβολικά περιοριστικό: οι μη Ευρωπαίοι κάτοικοι τείνουν να παραμένουν εκτός Γερμανίας, εκτός και αν είναι εξειδικευμένοι υποψήφιοι για καλοπληρωμένες δουλειές).
Οι δημογραφικές πιέσεις της χώρας καθιστούν απαραίτητο για την Άγκελα Μέρκελ, ή για οποιονδήποτε γίνει καγκελάριος μετά τις βουλευτικές εκλογές του επόμενου μήνα, να προωθήσει μεταρρυθμίσεις σε ένα τεράστιο μέτωπο. Αν και η εγχώρια ζήτηση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, χάρη κυρίως στη χαμηλή ανεργία, η οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προϊόντων για τη δημιουργία ανάπτυξης. Η εξαγωγική επιτυχία χρειάζεται να συνοδεύεται από πιο ανοιχτές αγορές προϊόντων και από πιο ανταγωνιστικό τομέα υπηρεσιών, μέρη του οποίου -όπως το λιανικό εμπόριο- είναι καταφανώς ανεπαρκή με βάση τα πρότυπα των προηγμένων οικονομιών.
Τρεις άλλοι τομείς που ζητούν απεγνωσμένα βελτίωση είναι οι υποδομές, η παιδεία και η έρευνα & ανάπτυξη. Η Γερμανία δαπανά λιγότερα από οποιαδήποτε μεγάλη χώρα της Ε.Ε. στην αναβάθμιση των οδικών, των σιδηροδρομικών και των υδάτινων έργων. Η γηράσκουσα υποδομή επιβαρύνει τις οικονομικές επιδόσεις της. Ως ποσοστό της οικονομικής παραγωγής, δαπανά λιγότερα στην παιδεία και στην έρευνα & ανάπτυξη απ' ό,τι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γαλλία και η Ολλανδία.
Οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας διότι η γερμανική οικονομική επιτυχία είναι η απόλυτη εγγύηση ότι η ευρωζώνη θα επιβιώσει και θα ανθήσει. Η Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Όμως, δεν είναι αρκετά ισχυρή.
_____________________
Πηγή: Η ανάρτηση αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος άρθρου του Tony Barber στους Financial Times, που δημοσίευσε το euro2day στις 13.08. 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου