Ο νεαρός Gregor εργάζεται εδώ και πέντε χρόνια ως πλασιέ για μία εταιρεία πετσετών. Δεν του αρέσει, αλλά δεν έχει απουσιάσει μέχρι στιγμής ούτε μια μέρα. Στη θέση αυτή ξεκίνησε να δουλεύει, όταν κατέρρευσε το μαγαζί του πατέρα του. Έκτοτε θρέφει με το μισθό του τους γονείς και την αδερφή και ξεπληρώνει τα χρέη. Ο πατέρας του δεν ανέλαβε έκτοτε καμία δουλειά πλέον. Η μητέρα πάσχει από Άσθμα και το να διασχίζει το διαμέρισμα της είναι ήδη αρκετά κουραστικό. Τη 17χρονη αδερφή του, Greta, θεωρεί ο Gregor πως είναι ακόμη ένα παιδί, συνηθισμένο να "ντύνεται όμορφα, να κοιμάται πολύ, να βοηθά στην οικονομία, να συμμετέχει σε ολίγες μικρές απολαύσεις και πάνω από όλα να παίζει βιολί". Ο Gregor πρόκειται σε λίγο καιρό να της πληρώσει την επίσκεψη στο ωδείο.
Αλλά τώρα κείτεται ο Gregor Samsa σαν ένα σκαθάρι στην πλάτη του. Η πρώτη του σκέψη είναι να κοιμηθεί λίγο ακόμη.
... αλλά αυτό ήταν παντελώς αδύνατο, καθώς είχε συνηθίσει να κοιμάται στο πλάι προς τα δεξιά, δε μπορούσε όμως στην παρούσα του κατάσταση να έρθει σε αυτή τη θέση. Με όση δύναμη και να έσπρωχνε το εαυτό του στη δεξιά πλευρά, πάντα επέστρεφε στα ανάσκελα.
Ακόμη ελπίζει, πως απλώς φαντάζεται τη μεταμόρφωσή του.
Θυμάται πως συχνά ένοιωθε στο κρεβάτι έναν αμυδρό πόνο, ίσως λόγω άτσαλης στάσης, τον οποίο στη συνέχεια όταν σηκωνόταν συνειδητοποιούσε πως απλώς τον φανταζόταν. Και ήταν περίεργος να δει πως θα εξαφανίζονταν σταδιακά οι σημερινές του ιδέες.
Το τρένο του φεύγει στις 5 η ώρα. Ξαφνικά πέφτει η ματιά του Gregor πάνω στο ξυπνητήρι. Είναι 6:30! Το ξυπνητήρι έπρεπε να χτυπήσει στις 4. Δεν το άκουσε; Στις 6:45 χτυπάει η μητέρα προσεκτικά στην πόρτα. Απορεί γιατί ο γιός της δεν έχει σηκωθεί ακόμα. Ο Gregor το προσπαθεί, αλλά για ένα στην πλάτη ξαπλωμένο σκαθάρι δεν είναι εύκολο να βγει από το κρεβάτι.
Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν για η σκέψη του δυνατού θορύβου που θα έπρεπε να γίνει και ο οποίος πιθανότατα θα προκαλούσε πίσω από κάθε πόρτα αν όχι τρόμο, τότε τουλάχιστον ανησυχία.
Ακούγεται το κουδούνι της κεντρικής πόρτας. Η υπηρέτρια ανοίγει. Ο Gregor αναγνωρίζει κατευθείαν από τη φωνή τον εξουσιοδοτημένο άνθρωπο της εταιρείας. Έρχεται για να ρωτήσει για τον ίδιο. Το δωμάτιο του Gregor συγκοινωνεί μέσω τριών πορτών με τα άλλα δωμάτια του διαμερίσματος: με το δωμάτιο της αδερφής του, το υπνοδωμάτιο των γονιών και με το σαλόνι, στο οποίο διαδραματίζεται η οικογενειακή ζωή. Από τις πολλές του διαμονές σε ξενοδοχεία έχει συνηθίσει να κλειδώνει τη νύχτα όλες τις πόρτες. Για αυτό δε μπορεί αυτό το πρωί κανείς να μπει στο δωμάτιο του Gregor, όσο εκείνος δεν ανοίγει από μέσα.
Ο εξουσιοδοτημένος άνθρωπος συμπεριφέρεται όλο και πιο εκνευρισμένος και υποψιάζεται πως η άρνηση του Gregor να εμφανιστεί, θα μπορούσε να έχει να κάνει με υπεξαίρεση εσόδων. Κατακρίνει τις μη ικανοποιητικές επιδόσεις του τον τελευταίο καιρό και τον απειλεί με την απώλεια της θέσης του. Ενόσω η υπηρέτρια τρέχει να βρει έναν γιατρό και έναν κλειδαρά, σπρώχνει ο Gregor μια καρέκλα προς την πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι, προσπαθεί να ανασηκωθεί λίγο, πετάγεται προς την πόρτα και γυρίζει με μεγάλο κόπο το κλειδί με το στόμα.
Όταν ο εξουσιοδοτημένος άνθρωπος της εταιρείας βλέπει το ζωύφιο, φεύγει τρέχοντας. Ο Gregor θέλει επανειλημμένα να τον σταματήσει, αλλά ο πατέρας τον σπρώχνει πίσω.
... τώρα πραγματικά δεν ήταν πλέον αστείο και ο Gregor πιέστηκε - και ας γινόταν ότι ήταν να γίνει - στην πόρτα Η μία πλευρά του σώματός του σηκώθηκε, στεκόταν στραβά στο άνοιγμα της πόρτας. Η μία του πλευρά ήταν παντελώς τραυματισμένη από το τρίψιμο, στην άσπρη πόρτα έμειναν απαίσιοι λεκέδες. Εντός ολίγου είχε φρακάρει και δε μπορούσε πλέον να κουνηθεί από μόνος του, τα ποδαράκια της μίας πλευράς έστεκαν τρεμάμενα πάνω στον αέρα, τα άλλα στην άλλη πλευρά πιέζονταν επίπονα στο πάτωμα - τότε του έδωσε ο πατέρας από πίσω μία πραγματικά απελευθερωτική σπρωξιά και πετάχτηκε, σοβαρά ματωμένος, μακριά μέσα στο δωμάτιό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου