6 Μαρτίου 2014

Franz Kafka: Η μεταμόρφωση (Μέρος 2)

Όταν η οικογένεια, λόγω της χρεοκοπίας του πατέρα, βρίσκεται οικονομικά σε κατάσταση ανάγκης, θυσιάζεται ο υιός για να θρέψει τη μικρότερη αδερφή του, τους γονείς του και να ξεπληρώσει τα χρέη. Ένα πρωί, όταν σηκώνει από το κρεβάτι το κεφάλι και κοιτά την κοιλιά του, συνειδητοποιεί πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα σκαθάρι.

Η Grete του βάζει μία γαβάθα με γάλα και ψωμί. Κάτι τέτοιο έτρωγε έως τώρα ευχαρίστως, αλλά πλέον του προκαλεί αηδία. Όταν η αδερφή του αντιλαμβάνεται πως δεν το αγγίζει καν, απλώνει το επόμενο πρωί διάφορα αποφάγια και σκουπίδια πάνω σε μία εφημερίδα. Τα φρέσκα πράγματα δεν αρέσουν στον Gregor, αλλά βρίσκει νόστιμα τα ελαφρώς σάπια. Το πρωί, προτού σηκωθούν οι γονείς και η υπηρέτρια, και το μεσημέρι, όταν οι γονείς κοιμούνται και η υπηρέτρια πηγαίνει για προμήθειες, φέρνει η Grete στον αδερφό της κάτι για να φάει. Μόλις την ακούει να έρχεται, κρύβεται όσο καλύτερα γίνεται κάτω από τον καναπέ. Στην αρχή ανοίγει πάντα γρήγορα το παράθυρο, λες και πνίγεται.

Για ποικιλία δεν σέρνεται μόνο στο πάτωμα, αλλά και κατά μήκος των τοίχων και του ταβανιού του δωματίου. Του αρέσει να κρέμεται από το ταβάνι, καθώς εκεί μπορεί να αναπνέει πιο ελεύθερα από ότι στο πάτωμα. 

Οι γονείς δε μπαίνουν στο δωμάτιό του. Για πρώτη φορά μετά από δύο βδομάδες, όταν η Grete αποφάσισε να το συμμαζέψει, για να μπορεί ο Gregor να σέρνεται πιο ανεμπόδιστα, την βοηθά η μητέρα στη μετακίνηση των ντουλαπών. Αρχικά αρέσει στον Gregor η ιδέα, αλλά τότε συνειδητοποιεί, ότι ο τρόπος που ήταν τοποθετημένα τα έπιπλα του θυμίζουν πως ήταν όταν ήταν άνθρωπος και θέλει να τον διατηρήσει έτσι. Γοργά σέρνεται στον τοίχο προς τα πάνω προς μία φωτογραφία, την οποία είχε κόψει από ένα περιοδικό και είχε κολλήσει σε μία κορνίζα.

Παρουσίαζε μία κυρία, η οποία καθόταν φορώντας ένα γούνινο καπέλο και ένα γούνινο κασκόλ και έδειχνε προς το θεατή μία βαριά γούνινη τσάντα, μέσα στην οποία είχε εξαφανιστεί ολόκληρο το κάτω μέρος του χεριού της.

O Gregor σέρνεται πάνω στην εικόνα και πιέζει την καυτή κοιλιά του στο γυαλί. Βλέποντάς τον πέφτει η μητέρα λιπόθυμη Όταν η Grete ενημερώνει τον πατέρα για το συμβάν, εκείνος θυμώνει: "Το περίμενα, πάντα το έλεγα, αλλά εσείς οι γυναίκες δε θέλετε να ακούσετε." Βομβαρδίζει τον υιό του με μήλα. Συνήθως αστοχεί, αλλά ένα μήλο διεισδύει στο κέλυφος της πλάτης του Gregor και παραμένει χωμένο εκεί μέσα.

Ο πατέρας φορά τώρα τελευταία μία μπλε στολή με χρυσά κουμπιά, την οποία δε βγάζει ούτε στο σπίτι, παρόλο που σταδιακά βρωμίζει. Για την ακρίβεια βρήκε μία θέση ως υπάλληλος σε μία τράπεζα. Μετά το απογευματινό φαγητό αποκοιμάται κατά κανόνα στην πολυθρόνα του. Οι δύο γυναίκες συμπεριφέρονται τότε εντελώς αθόρυβα. Η μητέρα του Gregor βελτιώνει το οικογενειακό εισόδημα, πλέκοντας εκλεπτισμένα ρούχα για ένα κατάστημα μόδας. Και η Grete, η οποία στο μεταξύ έχει ξεκινήσει να δουλεύει ως πωλήτρια, μαθαίνει τα απογεύματα στενογραφία και γαλλικά, για να εξελιχθεί επαγγελματικά.

Η Grete δεν αφιερώνει πλέον πολύ χρόνο για τον αδερφό της. Τα πρωινά και τα μεσημέρια, προτού τρέξει στο γραφείο, του σπρώχνει με το πόδι ένα οποιοδήποτε φαγητό στο δωμάτιο. Τα απογεύματα βγάζει το μπολ πάλι έξω, χωρίς να νοιάζεται αν εκείνος πήρε κάτι από αυτό ή όχι.

Για την υπηρέτρια που έφυγε από αποστροφή έρχεται αντικαταστάτης στο σπίτι, μία ηλικιωμένη άφοβη και περίεργη χήρα. Μένει έκπληκτη στην πόρτα του δωματίου του Gregor, όταν τον βλέπει.

Βρίσκονται τρεις υποενοικιαστές, στους οποίους η Grete και η μητέρα σερβίρουν στο σαλόνι το φαγητό. Η οικογένεια αναγκαστικά βολεύεται με την κουζίνα. Οι τρεις κύριοι εκτιμούν υπερβολικά την τάξη και την καθαριότητα. Ότι τους εμποδίζει και τους φαίνεται περιττό, πετιέται απρόσεχτα στο δωμάτιο του Gregor, το οποίο έτσι ξεπέφτει σε έναν αποθηκευτικό χώρο και γίνεται όλο και πιο βρώμικο. Δεν αποτελεί έκπληξη, πως και η εμφάνιση του Gregor πλήττεται εξ αυτού.

Κλωστές, τρίχες, αποφάγια κουβαλάει μαζί του στην πλάτη και στα πλευρά του. Η αδιαφορία του απέναντι στα πάντα ήταν τόσο μεγάλη, που δεν ξάπλωνε πλέον στην πλάτη και δεν καθαριζόταν στο χαλί, όπως έκανε πρωτύτερα. 

Ένα απόγευμα έπαιζε η Grete στο βιολί της. Ο πατέρας απολογείται στους υποενοικιαστές για την ενόχληση, αλλά εκείνοι χαίρονται για την αλλαγή και παρακαλούν το κορίτσι να συνεχίσει να παίζει στο σαλόνι. Ο Gregor ακούει συγκινημένος τη μουσική και βγαίνει σερνόμενος από το δωμάτιο του προς το σαλόνι και όλο και πιο κοντά στην αδερφή του για να κρυφακούσει το παίξιμό της. Ονειρεύται, η αδερφή του να έρθει στο δωμάτιο και να κάτσει δίπλα του. Τότε ανακαλύπτει ένας από τους ενοικιαστές το ζωύφιο, φτύνει στο πάτωμα, παραιτείται επιτόπου λόγω της "αηδιαστικής κατάστασης" από το συμβόλαιο ενοικίασης και επιφυλάσσεται περαιτέρω απαιτήσεων. Οι άλλοι δύο κύριοι συμφωνούν.

Η Grete επισημαίνει στους γονείς της, ότι δε μπορεί να συνεχιστεί έτσι η κατάσταση: "Πρέπει να προσπαθήσουμε να το ξεφορτωθούμε."

Δεν είχε καλά-καλά προλάβει να συρθεί πίσω στο δωμάτιό του ο Gregor, ορμάει από πίσω του και κλειδώνει την πόρτα.

Όταν η υπηρέτρια το άλλο πρωί ρίχνει ως συνήθως μια ματιά στο δωμάτιο του Gregor, φωνάζει την οικογένεια να έρθει: "Δείτε, έχει πεθάνει. Εκεί κείτεται, εντελώς πεθαμένο!" Η αδερφή του Gregor, ο πατέρα και η μητέρα αναπνέουν βαθιά ανακουφιστικά.

Μετακομίζουν σε ένα μικρότερο, φθηνότερο, πρακτικότερο και σε καλύτερη τοποθεσία διαμέρισμα. Οι γονείς συνειδητοποιούν πως η κόρη τους εξελίχθηκε σε ένα όμορφο κομψό κορίτσι και πως είναι ώρα, να ψάξουν έναν άντρα για εκείνη...








yle="text-align: center;">

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου