kathimerini, ΑΠΕ-ΜΠΕ, Le Monde
Κάτι έχει αλλάξει ανάμεσα στους διανοούμενους και τη «στρογγυλή θεά», ανάμεσα στην κριτική Αριστερά και τον κόσμο του ποδοσφαίρου.
Εξακολουθεί φυσικά να υπάρχει η αντιπαράθεση ανάμεσα στην πολιτική κοινωνιολογία που θεωρεί το σπορ «όπιο του λαού» και άλλους κλάδους αυτής της επιστήμης που το θεωρούν ένα μέρος της κουλτούρας. Το αποδεικνύει η πρόσφατη δουλειά των γάλλων κοινωνιολόγων Ζαν-Μαρί Μπρομ και Μαρκ Περελμάν, που χαρακτηρίζουν το ποδόσφαιρο «συναισθηματική πανώλη». Το αποδεικνύει επίσης η σημασία που έχουν λάβει τα έργα του γερμανού κοινωνιολόγου Νόρμπερτ Ελίας, ο οποίος θεωρεί τον αθλητισμό όχι συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα, αλλά το «πολιτισμένο θέαμα της ελεγχόμενης βίας».
Το γεγονός όμως ότι ένα ακροαριστερό γαλλικό έντυπο όπως το "Mouvements" αναρωτιέται στο τελευταίο του τεύχος σε ποιο βαθμό μπορεί να μας αρέσει το ποδόσφαιρο αποτελεί μια ένδειξη αλλαγής στάσης. Ναι, γράφουν οι συντονιστές αυτού του αφιερώματος, το ποδόσφαιρο αποτελεί ένα από τα θεμέλια του σεξισμού, του ρατσισμού, της «φαλλοκρατίας», της ομοφοβίας, του ατομισμού, του εθνικισμού και του ιμπεριαλισμού. Ναι, οι οπαδοί χρησιμεύουν ως «πειραματόζωα» του κοινωνικού ελέγχου. Ναι, η ολιγαρχική FIFA επιβάλλει τους όρους της σε δημοκρατικές χώρες. Παρ' όλα αυτά, όμως, το ποδόσφαιρο διατηρεί φορές μια δυναμική απελευθέρωσης και συλλογικής δημιουργίας. Δεν μπορούμε λοιπόν να το παραδώσουμε στις αλυσίδες των δορυφορικών καναλιών ή στις διεφθαρμένες ομοσπονδίες. Ακόμη κι αν οι παίκτες κυκλοφορούν όπως τα κεφάλαια, ακόμη κι αν η Βραζιλία καλλωπίζει τις παραγκουπόλεις της μόνο για το συγκεκριμένο Μουντιάλ, «μπορεί κανείς να είναι αριστερός και να του αρέσει το ποδόσφαιρο».
Στο βιβλίο του «Το πιο ωραίο γκολ ήταν μια πάσα», ο φιλόσοφος Ζαν-Κλοντ Μισεά υπερασπίζεται το ποδόσφαιρο ως μια συλλογική δραστηριότητα όπου δεσπόζει η αλληλοβοήθεια. Πριν από αυτόν, ο ιταλός κομμουνιστής φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι θεωρούσε το ποδόσφαιρο «βασίλειο της ανθρώπινης τιμιότητας» και ο βρετανός μαρξιστής ιστορικός Ερικ Χόμπσμπομ μιλούσε για τη «λαϊκή θρησκεία του προλεταριάτου».
Ο Μισεά εκφράζει την προτίμησή του στο passing game του λαού, όπου κυριαρχεί η τέχνη της πάσας, έναντι του dribbling game της αριστοκρατίας, όπου κυριαρχεί η ντρίμπλα με προσωπικούς στόχους. Ο τίτλος του βιβλίου του προέρχεται από μια ταινία του Κεν Λόουτς, το Looking for Eric (2009), όπου ρωτούν τον Ερίκ Καντονά ποιο ήταν το ωραιότερο γκολ της καριέρας του. Κι εκείνος απαντά: «Το ωραιότερο γκολ μου ήταν μια πάσα!»
Ο Μισεά νοσταλγεί τη χρυσή εποχή του «σοσιαλιστικού ποδοσφαίρου» που έπαιζε η Εθνική Ουγγαρίας, επισημαίνοντας ότι η αθλητική ευφυΐα είναι το αντίθετο της καρικατούρας των «αναλφάβητων με σορτσάκι». Η σεμνότητα και η αίσθηση αλληλεγγύης που είχε όμως ένας παίκτης σαν τον Γκαρίντσα (1933-1983), ο οποίος πέθανε φτωχός, απέχουν έτη φωτός από τα χαρακτηριστικά των σημερινών golden boys που πληρώνονται από τους σπόνσορες. Και οι συνέπειες αυτής της κυριαρχίας της οικονομίας στο ποδόσφαιρο είναι αισθητές.
Το σημείο καμπής ήταν για πολλούς η υπόθεση Μποσμάν, του βέλγου παίκτη που προσέφυγε το 1990 εναντίον της διάταξης η οποία επέβαλλε ποσοστώσεις στους ξένους παίκτες. Η απόφαση που έλαβε πέντε χρόνια αργότερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έθεσε τέλος στον ποδοσφαιρικό προστατευτισμό και επιτρέπει πλέον σε μια ποδοσφαιρική ομάδα της Ευρώπης να αποτελείται κατά 100% από ξένους παίκτες. Έτσι, τα μικρά ολιγοπώλια μπορούν πλέον να επιβάλλουν τους νόμους τους. Και οι παίκτες «κτίζονται» για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου.
«Όποιος δοξάζει τους δυστυχισμένους φτωχοδιάβολους δοξάζει το σύστημα που τους έκανε αυτό που είναι», έγραφε ο Αντόρνο. Όλο και περισσότεροι διανοούμενοι, όμως, ακολουθούν σήμερα έναν άλλο δρόμο.
Πηγή: από το kathimerini.gr (16.06.2014):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου