30 Αυγούστου 2014

Η διαδρομή των αρχαιοκάπηλων στην περιοχή της Αμφίπολης

«Οι αρχαιοκάπηλοι, όπως τους λένε, πάνε πρώτοι, οι αρχαιολόγοι φτάνουν μετά» λέει στο πρακτορείο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κ.Ε., 82 χρονών σήμερα, ξετυλίγοντας κάποιες πτυχές μιας διαδρομής που διανύουν χρόνια τώρα τις νύχτες σε κάμπους και βουνά χιλιάδες «συνάδελφοί» του κατακυριευμένοι, όπως κι αυτός, από το πάθος του σκαψίματος. «Εδώ (στην Αμφίπολη) έσκαβαν όλοι... Εγώ άρχισα από τους πρώτους... Εμείς δείξαμε τον Λαζαρίδη που ήταν η Νεκρόπολη» θα πει ο Κ.Α., ο άνθρωπος που έφτασε για να σκάψει από τις Σέρρες μέχρι και στις Μυκήνες, ενώ -όπως λέει, γελώντας- στη Βεργίνα έσκαψε πριν από τον Μανόλη Ανδρόνικό... Αποσπάσματα από τη ζωή του, που μοιάζει με μυθιστόρημα, όπως ο ίδιος την εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στη συνέχεια:

«...Στην Αμφίπολη ήρθαμε με την οικογένειά μου, όταν ήμουν επτά ετών» θυμάται. Παιδί πάμφτωχης προσφυγικής οικογένειας, άφησε μαζί με τους δικούς του, το 1927, τη Δράμα, με τα πολλά κουνούπια και την ελονοσία και κατέφυγαν νοτιότερα, στην Αμφίπολη. «Τα πολλά κουνούπια της λίμνης και η ελονοσία ανάγκασαν τότε τους πρόσφυγες να φύγουν από εκεί. Άφησαν τότε τα ζώα τους ελεύθερα να τους οδηγήσουν- όπου εκείνα θα ησύχαζαν. Έτσι διάλεξαν και εγκαταστάθηκαν στον σημερινό οικισμό της Αμφίπολης που τότε τού δώσανε το όνομα Νεοχώρι (Γενίκιοη)» εξιστορεί ο 82χρονος.

«Η οικογένειά μου ήρθε από τη Δράμα το 1944. Ήμασταν κτηνοτρόφοι. Θυμάμαι που πήγαιναν τα γίδια να βοσκήσουν ψηλά εκεί, στον λόφο Καστά, είχε πολύ αέρα και μου άρεσε να ανεβαίνω στην κορυφή... Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολύ φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και «τούντσια» και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε... ήταν τάφοι. Έτσι άρχισαν όλα» λέει ο Κ.Ε., «ξεδιπλώνοντας» τις μνήμες του στις πρώτες εκσκαφές των τυμβωρύχων και τις θεαματικές ανακαλύψεις τους.

«Εδώ έσκαβαν όλοι» θα πει, για να προσθέσει: «ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα 'καλά μνήματα', έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό τους. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές».

Το 1955 -συνεχίζει- «ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια "αλεπές" και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή... Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη».
«Εμείς δείξαμε τον Λαζαρίδη που ήταν η Νεκρόπολη» θα πει ο 82χρονος Κ.Ε. 

 Ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης

«Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ» σημειώνει ο Κ.Ε., η δράση του οποίου θα «φτάσει» μακριά και πέρα πλέον από την Αμφίπολη.

Φωτογραφία τραβηγμένη στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης Σερρών, το 1979, από τον Δημήτρη Λαζαρίδη, με την ομάδα αρχαιολόγων που δούλευαν μαζί του. Η δεύτερη από αριστερά είναι η κ. Κατερίνα Περιστέρη. 

«Εγώ άρχισα από τους πρώτους» θα ομολογήσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα συμπληρώσει: «πήγα παντού -μέχρι τις Μυκήνες- πηγαίναμε δύο- τρία άτομα, ξέραμε πού ήταν, ψάχνοντας τα έβρισκες. Πήγα στη Βεργίνα πριν από τον Ανδρόνικο. Ήμασταν τέσσερα άτομα και πήγαμε τρία μέτρα βάθος, βρήκαμε ένα φτυάρι σπασμένο, πήγαν άλλοι πριν από εμάς» θα πει απογοητευμένος και θα τονίσει: «πρώτα πάνε οι αρχαιοκάπηλοι σε έναν αρχαιολογικό χώρο και μετά οι αρχαιολόγοι... αυτοί διαβάζουν μόνο στα βιβλία...».

«Στην Ορμύλια της Χαλκιδικής με συνέλαβαν. Αλλά δεν ήμουν εκεί, το κάνανε συνωμοσία ο διοικητής Ασφαλείας, ο Οικ., με άλλα 'κοπρόσκυλα' της δουλειάς, τρώγανε μαζί φαίνεται, πλήρωσα 1.700.000 δραχμές, για να μην μείνω φυλακή, για μένα και τον αδερφό μου, είπαν πως οδηγούσα μπουλντόζα: εγώ δίπλωμα δεν είχα... Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1977 ήμασταν στο Μελισσουργό της Ν. Απολωνίας, κάτω στον δρόμο -Παζαρούδα λέγεται το χωριό- εκεί ψάχναμε, κάποιος μας πρόδωσε και ήρθε η αστυνομία, μας έπιασε και μας πήγε στα Λαγκαδίκια. Εγώ ήμουν τολμηρός, θαρραλέος. Εγώ θα την κοπανήσω, είπα στον αδερφό μου, βγαίνω από την πόρτα και τρέχω, δύο τη νύχτα, πάω στον ταξιτζή στον γιο του προέδρου. Ήταν μια γριά Πόντια, δικιά μας. 'πάντον, όπου θέλει, μπορεί να έχει άρρωστο' λέει του γιου της. Τού λέω Θεσσαλονίκη πρέπει να πάω, έχω άρρωστο στο νοσοκομείο- ψέματα τού είπα. Το πρωί παίρνει ο διοικητής και μου λέει: την κοπάνησες, έτσι;. Τι να κάνω, τού είπα... Έτσι, ένα βράδυ έφυγα και από τη Ζίχνη. Δικαστήκαμε, έφαγα πενήντα μέρες φυλακή, πληρώσαμε... Τώρα είναι κακούργημα, τότε ήταν πλημμέλημα. Δεν πλήρωναν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, δεν υπήρχε ούτε φύλακας, ούτε τίποτα, ούτε ήταν χαρακτηρισμένα αρχαιολογικά. Πολλή φτώχεια. Με αυτά ίσα ίσα που συντηρούνταν ο κόσμος... άλλοι έπαιρναν τα λεφτά» λέει ο Κ.Ε., χωρίς, ωστόσο, να αποκαλύπτει ποιοι τα έπαιρναν.

«Μετά το 1980, όλοι στην Αμφίπολη πήραν μηχανήματα ανιχνευτές. Τριάντα άτομα κάνανε όλη τη δουλειά- ήταν και Διοικητές μέσα και αυτοί μπερδεύονταν με τα αρχαία. Το 1994 παρέδωσα κάποια αντικείμενα στην αρχαιολογική υπηρεσία, τα εκτίμησαν με ένα ποσό, αλλά ακόμη δεν μου τα πλήρωσαν. Το 2006 τους παρέδωσα πέντε χάλκινα και δύο ασημένια νομίσματα ρωμαϊκών χρόνων, ένα χάλκινο νόμισμα βυζαντινών χρόνων, ένα στάθμιο και μία χάλκινη αιχμή βέλους. Τα κοστολόγησαν περίπου 900 ευρώ, αλλά δεν μου τα πληρώσανε ακόμη» συμπληρώνει και δείχνει και αποδεικτικά στοιχεία των όσων υποστηρίζει.

«Τώρα τα παράτησα, γέρασα... Στις τελευταίες ανασκαφές στον Τύμβο Καστά, εγώ έδειξα στον αρχιφύλακα της Περιστέρη την είσοδο του Τύμβου. Τού έδωσα και σχεδιάγραμμα, το έχουν» θα πει, με έκδηλη την υπερηφάνεια στο βλέμμα και τη φωνή, προτού αποχαιρετήσει.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ. Η ανάρτηση αποτελεί μέρος από δημοσίευμα στο www.tovima.gr και στο www.ethnos.gr στις 30.08.2014. 
Περισσότερα στα:
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=626637
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=64056304

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου