Κατ' αρχήν κάθε τράπεζα πρέπει να έχει τη δυνατότητα σε κάθε περίπτωση να καλύπτει τις υποχρεώσεις της, που λήγουν άμεσα ή μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, από απαιτήσεις (ή και ρευστά διαθέσιμα) που λήγουν την αντίστοιχη περίοδο. Τι γίνεται όμως όταν αυτό δεν συμβαίνει;
Ειδικότερα, με βάση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα στοιχεία απαιτήσεων και υποχρεώσεων κάθε τράπεζας κατατάσσονται σε χρονικές ζώνες ανάλογα με τη λήξη τους. Για παράδειγμα:
Τα µετρητά (στοιχείο ενεργητικού) κατατάσσονται στη ζώνη άµεσης λήξης.
Τα τοκοχρεολυτικά δάνεια (απαιτήσεις της τράπεζας) κατατάσσονται ανάλογα µε το χρονοδιάγραµµα αποπληρωµής τους. Τα δάνεια ανοιχτών αλληλόχρεων λογαριασµών (απαιτήσεις της τράπεζας): Υπάρχει η δυνατότητα να κατατάσσονται κατά 50% του συνολικού υπολοίπου τους στη ζώνη των 8-30 ηµερών και κατά 50% στη ζώνη άνω του έτους.
Οι καταθέσεις όψεως και ταµιευτηρίου (υποχρεώσεις της τράπεζας): Το 15% του συνολικού υπολοίπου τους κατατάσσεται στη ζώνη άµεσης λήξης ενώ το υπόλοιπο 85% στη ζώνη άνω του έτους. Οι καταθέσεις προθεσµίας (υποχρεώσεις της τράπεζας): Κατατάσσονται ανάλογα µε την εναποµένουσα διάρκεια µέχρι τη λήξη τους...
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καθορίσει υποχρεωτικούς δείκτες ρευστότητας, µε τη µορφή ελάχιστων ορίων, τους οποίους οι τράπεζες οφείλουν να τηρούν. Επίσης τα πιστωτικά ιδρύµατα πρέπει να διαθέτουν συστήµατα, πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας. Σημειώνεται ότι με την Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2614/7.4.2009 όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση ΕΤΠΘ 285/8/09.07.2009 και την ΠΔ/ΤΕ 2626/29.7.2010 μεταβλήθηκε, συμπληρώθηκε και ενισχύθηκε το πλαίσιο και οι αρχές διαχείρισης της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η κύρια πηγή από την οποία αντλούν ρευστότητα οι τράπεζες, σε κανονικές συνθήκες, είναι οι καταθέσεις. Δευτερευόντως, αντλούν ρευστότητα μέσω της διατραπεζικής αγοράς, δανείζονται δηλαδή από τις άλλες τράπεζες. Ωστόσο υπάρχουν περίοδοι, όπως η τωρινή, που η μεγάλη οικονομική κρίση οδηγεί τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα σε κρίση ρευστότητας, καθώς λόγω της επικρατούσας αβεβαιότητας σημειώνεται μαζική φυγή καταθέσεων ενώ «κλείνει» η διατραπεζική αγορά. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) η οποία χορηγεί στις ελληνικές τράπεζες την αναγκαία ρευστότητα.
Κάποιες απαντήσεις, σχετικά με την αντιμετώπιση του του προβλήματος ρευστότητας που ανέκυψε στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, από σχετικό δημοσίευμα της Καθημερινής*, στη συνέχεια:
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χορηγεί ρευστότητα μόνο σε τράπεζες χωρών-μελών της Ευρωζώνης και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ΕΚΤ χορηγεί τη βασική ρευστότητα με επιτόκιο 0,05%, ενώ για ειδικές καταστάσεις ενεργοποιείται ο έκτακτος μηχανισμός ρευστότητας, το γνωστό ELA (Emergency Liquidity Assistance), το οποίο δίνεται με την έγκριση της ΕΚΤ και την ευθύνη της εθνικής κεντρικής τράπεζας. Το ELA βαρύνεται με υψηλότερο κόστος περίπου 1,55%. Στο τέλος του περασμένου Νοεμβρίου οι εγχώριες τράπεζες είχαν μηδενίσει την εξάρτηση από το ΕLA, ενώ είχαν αντλήσει από τη βασική χρηματοδότηση της ΕΚΤ 45 δισ. ευρώ.
Οσο η Ελλάδα είναι μέρος του ευρωσυστήματος δεν υπάρχει κίνδυνος να διακοπεί η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Ωστόσο με βάση την τρέχουσα πολιτική της ΕΚΤ σε περίπτωση που η νέα ελληνική κυβέρνηση αποτύχει να συμφωνήσει για τη συνέχιση του προγράμματος με την ΕΚΤ ή πολύ περισσότερο προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες (κάτι που τα μεγάλα κόμματα αποκλείουν) τότε οι εγχώριες τράπεζες θα χάσουν την πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ κάτι που θα προκαλούσε σοκ στην τραπεζική αγορά.
Από το περασμένο φθινόπωρο οι συνθήκες ρευστότητας σταδιακά επιδεινώθηκαν λόγω της δυστοκίας στη διαπραγμάτευση κυβέρνησης - τρόικας και του φάσματος των πρόωρων εκλογών ενόψει της προεδρικής εκλογής. Τέσσερις είναι οι βασικοί λόγοι: Η Ελλάδα δεν έχει λάβει τις δόσεις του μηχανισμού στήριξης ύψους 7,2 δισ. ευρώ, επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος της τρόικας. Η εξέλιξη των φορολογικών εσόδων είναι κάκιστη. Οι ξένοι επενδυτές αποχωρούν από τα έντοκα γραμμάτια και τη θέση τους παίρνουν οι ελληνικές τράπεζες. Στο τρίμηνο Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου οι καταθέσεις επιχειρήσεων - νοικοκυριών έχουν μειωθεί περίπου 3,5 δισ. ευρώ λόγω της ανησυχίας που προκαλούν οι πρόωρες εκλογές αλλά και η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα.
Η ρευστότητα που μπορούν να αντλήσουν οι Ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ δεν παρέχεται αυτόματα, αλλά πρέπει πρώτα να εγκριθεί από αυτή, βάσει συγκεκριμένων προϋποθέσων αλλά και παροχής εγγυήσεων (κρατικά ομόλογα, εταιρικά ομόλογα, χαρτοφυλάκια δανείων κλπ). Με άλλα λόγια, για να αντλούν ρευστότητα οι τράπεζες από το ευρωσύστημα εκτός της ύπαρξης προγράμματος θα πρέπει να διαθέτουν και επαρκείς εγγυήσεις, οι οποίες να γίνονται αποδεκτές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ειδικότερα, με βάση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα στοιχεία απαιτήσεων και υποχρεώσεων κάθε τράπεζας κατατάσσονται σε χρονικές ζώνες ανάλογα με τη λήξη τους. Για παράδειγμα:
Τα µετρητά (στοιχείο ενεργητικού) κατατάσσονται στη ζώνη άµεσης λήξης.
Τα τοκοχρεολυτικά δάνεια (απαιτήσεις της τράπεζας) κατατάσσονται ανάλογα µε το χρονοδιάγραµµα αποπληρωµής τους. Τα δάνεια ανοιχτών αλληλόχρεων λογαριασµών (απαιτήσεις της τράπεζας): Υπάρχει η δυνατότητα να κατατάσσονται κατά 50% του συνολικού υπολοίπου τους στη ζώνη των 8-30 ηµερών και κατά 50% στη ζώνη άνω του έτους.
Οι καταθέσεις όψεως και ταµιευτηρίου (υποχρεώσεις της τράπεζας): Το 15% του συνολικού υπολοίπου τους κατατάσσεται στη ζώνη άµεσης λήξης ενώ το υπόλοιπο 85% στη ζώνη άνω του έτους. Οι καταθέσεις προθεσµίας (υποχρεώσεις της τράπεζας): Κατατάσσονται ανάλογα µε την εναποµένουσα διάρκεια µέχρι τη λήξη τους...
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καθορίσει υποχρεωτικούς δείκτες ρευστότητας, µε τη µορφή ελάχιστων ορίων, τους οποίους οι τράπεζες οφείλουν να τηρούν. Επίσης τα πιστωτικά ιδρύµατα πρέπει να διαθέτουν συστήµατα, πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας. Σημειώνεται ότι με την Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2614/7.4.2009 όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση ΕΤΠΘ 285/8/09.07.2009 και την ΠΔ/ΤΕ 2626/29.7.2010 μεταβλήθηκε, συμπληρώθηκε και ενισχύθηκε το πλαίσιο και οι αρχές διαχείρισης της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η κύρια πηγή από την οποία αντλούν ρευστότητα οι τράπεζες, σε κανονικές συνθήκες, είναι οι καταθέσεις. Δευτερευόντως, αντλούν ρευστότητα μέσω της διατραπεζικής αγοράς, δανείζονται δηλαδή από τις άλλες τράπεζες. Ωστόσο υπάρχουν περίοδοι, όπως η τωρινή, που η μεγάλη οικονομική κρίση οδηγεί τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα σε κρίση ρευστότητας, καθώς λόγω της επικρατούσας αβεβαιότητας σημειώνεται μαζική φυγή καταθέσεων ενώ «κλείνει» η διατραπεζική αγορά. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) η οποία χορηγεί στις ελληνικές τράπεζες την αναγκαία ρευστότητα.
Κάποιες απαντήσεις, σχετικά με την αντιμετώπιση του του προβλήματος ρευστότητας που ανέκυψε στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, από σχετικό δημοσίευμα της Καθημερινής*, στη συνέχεια:
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χορηγεί ρευστότητα μόνο σε τράπεζες χωρών-μελών της Ευρωζώνης και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ΕΚΤ χορηγεί τη βασική ρευστότητα με επιτόκιο 0,05%, ενώ για ειδικές καταστάσεις ενεργοποιείται ο έκτακτος μηχανισμός ρευστότητας, το γνωστό ELA (Emergency Liquidity Assistance), το οποίο δίνεται με την έγκριση της ΕΚΤ και την ευθύνη της εθνικής κεντρικής τράπεζας. Το ELA βαρύνεται με υψηλότερο κόστος περίπου 1,55%. Στο τέλος του περασμένου Νοεμβρίου οι εγχώριες τράπεζες είχαν μηδενίσει την εξάρτηση από το ΕLA, ενώ είχαν αντλήσει από τη βασική χρηματοδότηση της ΕΚΤ 45 δισ. ευρώ.
Οσο η Ελλάδα είναι μέρος του ευρωσυστήματος δεν υπάρχει κίνδυνος να διακοπεί η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Ωστόσο με βάση την τρέχουσα πολιτική της ΕΚΤ σε περίπτωση που η νέα ελληνική κυβέρνηση αποτύχει να συμφωνήσει για τη συνέχιση του προγράμματος με την ΕΚΤ ή πολύ περισσότερο προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες (κάτι που τα μεγάλα κόμματα αποκλείουν) τότε οι εγχώριες τράπεζες θα χάσουν την πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ κάτι που θα προκαλούσε σοκ στην τραπεζική αγορά.
Από το περασμένο φθινόπωρο οι συνθήκες ρευστότητας σταδιακά επιδεινώθηκαν λόγω της δυστοκίας στη διαπραγμάτευση κυβέρνησης - τρόικας και του φάσματος των πρόωρων εκλογών ενόψει της προεδρικής εκλογής. Τέσσερις είναι οι βασικοί λόγοι: Η Ελλάδα δεν έχει λάβει τις δόσεις του μηχανισμού στήριξης ύψους 7,2 δισ. ευρώ, επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος της τρόικας. Η εξέλιξη των φορολογικών εσόδων είναι κάκιστη. Οι ξένοι επενδυτές αποχωρούν από τα έντοκα γραμμάτια και τη θέση τους παίρνουν οι ελληνικές τράπεζες. Στο τρίμηνο Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου οι καταθέσεις επιχειρήσεων - νοικοκυριών έχουν μειωθεί περίπου 3,5 δισ. ευρώ λόγω της ανησυχίας που προκαλούν οι πρόωρες εκλογές αλλά και η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα.
Η ρευστότητα που μπορούν να αντλήσουν οι Ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ δεν παρέχεται αυτόματα, αλλά πρέπει πρώτα να εγκριθεί από αυτή, βάσει συγκεκριμένων προϋποθέσων αλλά και παροχής εγγυήσεων (κρατικά ομόλογα, εταιρικά ομόλογα, χαρτοφυλάκια δανείων κλπ). Με άλλα λόγια, για να αντλούν ρευστότητα οι τράπεζες από το ευρωσύστημα εκτός της ύπαρξης προγράμματος θα πρέπει να διαθέτουν και επαρκείς εγγυήσεις, οι οποίες να γίνονται αποδεκτές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Takis Ant / afirimeno.com
Με στοιχεία από www.bankofgreece.gr και www.kathimerini.gr
Με στοιχεία από www.bankofgreece.gr και www.kathimerini.gr
* http://www.kathimerini.gr/799819/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/51-erwthseis-kai-apanthseis-gia-th-reystothta-sthn-oikonomia
Σχετική ανάρτηση:
Αίτημα για ένταξη στον ΕLA και από τις 4 συστημικές τράπεζες
Σχετική ανάρτηση:
Αίτημα για ένταξη στον ΕLA και από τις 4 συστημικές τράπεζες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου