Πήγε ένας βαρύς μάγκας με μουστάκι, χωρικός πατατοπαραγωγός στο μπαρ να πιεί ένα ποτό. Τον πλησιάζει μια κοπέλλα του μπαρ (καλαμαρού*) και τον πιάνει κουβέντα.
Του λέει: "θα με κεράσεις ένα ποτό;"
"Ό(χ)ι" της λέει.
"Μα γιατί" του λέει και συνεχίζει να τον πολιορκεί με λόγια. Καλαμαρού είπαμε.
Αυτός δεν αναταποκρίνεται, αλλά στην επιμονή της να του πει λάδι, τελικά για να την απαλλαγεί της λέει, "λάα(δ)ι".
Αμέσως αυτή του απαντά: "Σου πηδάω το μουστάκι".
Την κοίταξε μεν, με λίγο άγριο ύφος, αλλά του άρεσε δε. Της κερνάει ένα ποτό, ελπίζοντας να τον αφήσει ήσυχο.
Βλέποντας η καλαμαρού ότι ο τύπος άρχισε να χαλαρώνει, γίνεται ακόμη πιο ναζάρα, συνεχίζει να του ζητά να της πει λάδι ακόμη μερικές φορές, αυτός δείχνει αδιάφορος, οπότε σε κάποια στιγμή της λέει "πες μου λά(δ)ι".
"Λάδι", του λέει η κοπέλα.
"Γ..ώ τον κώλο σου" της λέει.
"Α, δεν πάει, δεν πάει" του απαντάει όλο νάζι και χάρη η καλαμαρού.
Οπότε αυτός της απαντάει με την βαριά του φωνή:
"Άμα βάλεις λά(δ)ι, πάει τζιαί καλό πάει"...
Σημείωση: Το "βάλαμε" όπως κυκλοφορεί στην Κύπρο, από όπου και μας το έστειλαν.
*"Καλαμαράδες" λένε οι Κύπριοι του Ελλαδίτες (:τους Έλληνες της Ελλάδας).
*"Καλαμαράδες" λένε οι Κύπριοι του Ελλαδίτες (:τους Έλληνες της Ελλάδας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου