"Το σημερινό πρόβλημα της χώρας μπορεί να συνοψιστεί στη σύντομη διαπίστωση ότι πορεύεται χωρίς σχέδιο και συγκεκριμένες επιδιώξεις, ευκαιριακά, με συνεχείς αντιπαλότητες, με φαντασιώσεις και ανερμάτιστα ιδεολογήματα" αναφέρει σε άρθρο του στην Καθημερινή ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Και ο έμπειρος πολιτικός συνεχίζει λέγοντας, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Από την αρχή της κρίσης η χώρα συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωζώνη χωρίς δικό της σχέδιο αποκατάστασης μιας πορείας σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Οι θέσεις της καθορίζονταν σε συνάρτηση με τις προτάσεις των δανειστών, την εγχώρια πολιτική κατάσταση, τις αντιδράσεις διαφόρων κοινωνικών ομάδων και την προσπάθεια περιορισμού του πολιτικού κόστους. Ηταν σε μεγάλο βαθμό βραχυπρόθεσμες και ευκαιριακές. Το ελληνικό πρόγραμμα χειρισμού της κρίσης ήταν και είναι ακόμη ασαφές. Ταυτίζουμε λογικές και παράλογες απαιτήσεις των δανειστών, προβάλλουμε «κόκκινες» γραμμές ακόμη και εκεί που μπορεί να υπάρξει συνεννόηση. Κυρίως έχουμε φόβο να προωθήσουμε τις αλλαγές που είναι αναγκαίες για να τελειώνουμε με την οικονομική σπατάλη, τις πελατειακές και συντεχνιακές πρακτικές. Δεν είναι κατανοητό γιατί η κυβέρνηση έχει συνδυάσει το μέλλον της χώρας με τον χαμηλό ΦΠΑ που πληρώνουν οι επιχειρηματίες της Μυκόνου ή με τη διατήρηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Οι δυσκολίες για να πραγματοποιηθεί μια ορθολογική διαπραγμάτευση είναι γι’ αυτό μεγάλες.
Η σημερινή κυβέρνηση αρνήθηκε την αναγκαιότητα ενός προγράμματος. «Οι τεκμηριωμένες και κοστολογημένες» προτάσεις της είναι γενικότητες, επανάληψη εξαγγελιών σχεδόν όλων των προηγουμένων κυβερνήσεων. Μας βεβαιώνει ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό και η λύση πρέπει να είναι πολιτική. Δεν χρειάζονται τεχνοκρατικές προσεγγίσεις, «τεχνικές διαπραγματεύσεις». Θεωρεί ότι η δραστική μείωση του χρέους και η άρση των περιορισμών που επέβαλε η Ευρωζώνη αποτελούν την εύκολη και σίγουρη λύση. Αποτελούν όμως και τη σίγουρη επανάληψη των δεκάδων χιλιάδων προσλήψεων, της αποδοχής των «δικαίων» αιτημάτων των φαρμακοποιών, των δικηγόρων, των φορτηγατζήδων, των ασύμβατων με την κοινοτική πολιτικών αγροτικών επιδοτήσεων, της αγοράς εξοπλισμών και οποιασδήποτε άλλης δαπάνης που εξυπηρετεί την ψηφοθηρία.
Ο τρόπος χειρισμού της διαπραγμάτευσης από την ελληνική πλευρά δημιουργεί το ερώτημα, αν η κυβέρνηση θέλει ή όχι μία λύση σε συνεργασία με την Ευρωζώνη. Μήπως προτιμά ένα αδιέξοδο που θα της επιτρέψει να χαράξει τη δική της διέξοδο; Καθεστώς το οποίο θα επιτρέπει σε μια χώρα να έχει νόμισμα το ευρώ αλλά να μην υπόκειται στις υποχρεώσεις της Ευρωζώνης αποτελεί ουτοπία. Η συνέπεια μιας αδυναμίας πληρωμών θα είναι η χρεοκοπία και μετά η δραχμή και στη συνέχεια η χρόνια καταστροφική φτώχεια. Η σημερινή ασάφεια βλάπτει τη χώρα, την οικονομία, τους πολίτες. Ανάκαμψη σε αβεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρξει.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο:
Αρθρο Κ. Σημίτη στην «Κ»: Μήπως η κυβέρνηση προτιμά ένα αδιέξοδο;
...Ζούμε με όρια και δεσμεύσεις που δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι με τις πρωτοβουλίες μας αλλά και φίλοι, εταίροι και αντίπαλοι που υπήρχαν και πάντα επηρεάζουν το οικονομικό, πολιτικό και γεωπολιτικό περιβάλλον μας.
Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν ήταν τυχαία ή αυθαίρετη επιλογή. Πραγματοποιήθηκε με τη θέληση του ελληνικού λαού και χάρη στις σκληρές προσπάθειές του...
Εχουμε περιορισμούς που προκύπτουν από τις ικανότητές μας, τις παραγωγικές μας δυνάμεις, τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας όπως διαμορφώθηκαν επί πολλές γενιές... Παραβλέπουμε συνειδητά ότι όσο πιο πίσω οδηγούμαστε με οικονομικές κρίσεις, πολιτικές διαμάχες και ανόητους πειραματισμούς τόσο περισσότερος καιρός θα απαιτηθεί για να ξεπεράσουμε την υστέρησή μας.
Αλλαγή πολιτικής σημαίνει επέμβαση σε κοινωνικές δομές για να επιτύχουμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα...
Αλλαγές και νέοι στόχοι προϋποθέτουν να εξετάσουμε τα μέσα που διαθέτουμε και τι αποδίδουν. Αν ο πλούτος που παράγουμε είναι διακόσια δισ. τον χρόνο, οι εισπράξεις του κράτους με τη φορολογία, οι δυνατότητες επενδύσεων των επιχειρήσεων, οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, τις ένοπλες δυνάμεις, τις κοινωνικές παροχές, οι επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα, στα σχεδιαζόμενα δημόσια έργα πρέπει να συναρτηθούν με τις περιορισμένες και όχι απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει το ποσό αυτό. Την αυτονόητη και βαρετή αυτή αλήθεια ξεχνάμε πολύ συχνά. Η ρήση «λεφτά υπάρχουν» είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας να συνδυάσουμε σχεδιασμούς και πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι η κρίση που ζούμε. Ομως ακόμη και σήμερα η πρακτική του λεφτά υπάρχουν συνεχίζεται. Αγοράζονται όπλα, πραγματοποιούνται χιλιάδες προσλήψεις, λαμβάνονται αποφάσεις που μας κοστίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια πρόστιμα από την Ενωση.
Η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, η στάση της Ευρωζώνης, τα Μνημόνια αποτέλεσαν τα τελευταία πέντε χρόνια το επίκεντρο μιας έντονης διαμάχης και ανταλλαγής κατηγοριών ακόμη και ύβρεων μεταξύ των ελληνικών κομμάτων...
Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν ήταν τυχαία ή αυθαίρετη επιλογή. Πραγματοποιήθηκε με τη θέληση του ελληνικού λαού και χάρη στις σκληρές προσπάθειές του...
Εχουμε περιορισμούς που προκύπτουν από τις ικανότητές μας, τις παραγωγικές μας δυνάμεις, τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας όπως διαμορφώθηκαν επί πολλές γενιές... Παραβλέπουμε συνειδητά ότι όσο πιο πίσω οδηγούμαστε με οικονομικές κρίσεις, πολιτικές διαμάχες και ανόητους πειραματισμούς τόσο περισσότερος καιρός θα απαιτηθεί για να ξεπεράσουμε την υστέρησή μας.
Αλλαγή πολιτικής σημαίνει επέμβαση σε κοινωνικές δομές για να επιτύχουμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα...
Αλλαγές και νέοι στόχοι προϋποθέτουν να εξετάσουμε τα μέσα που διαθέτουμε και τι αποδίδουν. Αν ο πλούτος που παράγουμε είναι διακόσια δισ. τον χρόνο, οι εισπράξεις του κράτους με τη φορολογία, οι δυνατότητες επενδύσεων των επιχειρήσεων, οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, τις ένοπλες δυνάμεις, τις κοινωνικές παροχές, οι επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα, στα σχεδιαζόμενα δημόσια έργα πρέπει να συναρτηθούν με τις περιορισμένες και όχι απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει το ποσό αυτό. Την αυτονόητη και βαρετή αυτή αλήθεια ξεχνάμε πολύ συχνά. Η ρήση «λεφτά υπάρχουν» είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας να συνδυάσουμε σχεδιασμούς και πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι η κρίση που ζούμε. Ομως ακόμη και σήμερα η πρακτική του λεφτά υπάρχουν συνεχίζεται. Αγοράζονται όπλα, πραγματοποιούνται χιλιάδες προσλήψεις, λαμβάνονται αποφάσεις που μας κοστίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια πρόστιμα από την Ενωση.
Η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, η στάση της Ευρωζώνης, τα Μνημόνια αποτέλεσαν τα τελευταία πέντε χρόνια το επίκεντρο μιας έντονης διαμάχης και ανταλλαγής κατηγοριών ακόμη και ύβρεων μεταξύ των ελληνικών κομμάτων...
Από την αρχή της κρίσης η χώρα συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωζώνη χωρίς δικό της σχέδιο αποκατάστασης μιας πορείας σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Οι θέσεις της καθορίζονταν σε συνάρτηση με τις προτάσεις των δανειστών, την εγχώρια πολιτική κατάσταση, τις αντιδράσεις διαφόρων κοινωνικών ομάδων και την προσπάθεια περιορισμού του πολιτικού κόστους. Ηταν σε μεγάλο βαθμό βραχυπρόθεσμες και ευκαιριακές. Το ελληνικό πρόγραμμα χειρισμού της κρίσης ήταν και είναι ακόμη ασαφές. Ταυτίζουμε λογικές και παράλογες απαιτήσεις των δανειστών, προβάλλουμε «κόκκινες» γραμμές ακόμη και εκεί που μπορεί να υπάρξει συνεννόηση. Κυρίως έχουμε φόβο να προωθήσουμε τις αλλαγές που είναι αναγκαίες για να τελειώνουμε με την οικονομική σπατάλη, τις πελατειακές και συντεχνιακές πρακτικές. Δεν είναι κατανοητό γιατί η κυβέρνηση έχει συνδυάσει το μέλλον της χώρας με τον χαμηλό ΦΠΑ που πληρώνουν οι επιχειρηματίες της Μυκόνου ή με τη διατήρηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Οι δυσκολίες για να πραγματοποιηθεί μια ορθολογική διαπραγμάτευση είναι γι’ αυτό μεγάλες.
Η σημερινή κυβέρνηση αρνήθηκε την αναγκαιότητα ενός προγράμματος. «Οι τεκμηριωμένες και κοστολογημένες» προτάσεις της είναι γενικότητες, επανάληψη εξαγγελιών σχεδόν όλων των προηγουμένων κυβερνήσεων. Μας βεβαιώνει ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό και η λύση πρέπει να είναι πολιτική. Δεν χρειάζονται τεχνοκρατικές προσεγγίσεις, «τεχνικές διαπραγματεύσεις». Θεωρεί ότι η δραστική μείωση του χρέους και η άρση των περιορισμών που επέβαλε η Ευρωζώνη αποτελούν την εύκολη και σίγουρη λύση. Αποτελούν όμως και τη σίγουρη επανάληψη των δεκάδων χιλιάδων προσλήψεων, της αποδοχής των «δικαίων» αιτημάτων των φαρμακοποιών, των δικηγόρων, των φορτηγατζήδων, των ασύμβατων με την κοινοτική πολιτικών αγροτικών επιδοτήσεων, της αγοράς εξοπλισμών και οποιασδήποτε άλλης δαπάνης που εξυπηρετεί την ψηφοθηρία.
Ο τρόπος χειρισμού της διαπραγμάτευσης από την ελληνική πλευρά δημιουργεί το ερώτημα, αν η κυβέρνηση θέλει ή όχι μία λύση σε συνεργασία με την Ευρωζώνη. Μήπως προτιμά ένα αδιέξοδο που θα της επιτρέψει να χαράξει τη δική της διέξοδο; Καθεστώς το οποίο θα επιτρέπει σε μια χώρα να έχει νόμισμα το ευρώ αλλά να μην υπόκειται στις υποχρεώσεις της Ευρωζώνης αποτελεί ουτοπία. Η συνέπεια μιας αδυναμίας πληρωμών θα είναι η χρεοκοπία και μετά η δραχμή και στη συνέχεια η χρόνια καταστροφική φτώχεια. Η σημερινή ασάφεια βλάπτει τη χώρα, την οικονομία, τους πολίτες. Ανάκαμψη σε αβεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρξει.
Και ο πρώην πρωθυπουργός ολοκληρώνει το άρθρο του αναφέροντας, μεταξύ άλλων:
Η λύση μπορεί να προκύψει με τη βαθμιαία προσαρμογή προς τους στόχους που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας μας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης... Οι δανειστές θα επιμείνουν η όποια αλλαγή των δανειακών συμβάσεων να είναι βαθμιαία. Θα υποχωρούν στο μέτρο που θα αποκτούν τη βεβαιότητα ότι θα τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας... Οι ιδεολογικές επικλήσεις, οι θορυβώδεις αρνήσεις και οι θεατρικοί θυμοί είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά δεν βοηθούν.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο:
Αρθρο Κ. Σημίτη στην «Κ»: Μήπως η κυβέρνηση προτιμά ένα αδιέξοδο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου