Το πλήρες κείμενο του ποιήματος της Φαϊζέ Οζντεμιρτζιλέρ, που δραματοποίησε και ανέβασε ο Γιασάρ Ερσόι, παραθέτει το philenews. Το κείμενο της παράστασης «Κύπρος: πικράθηκα στα ελληνικά, πληγώθηκα στα τούρκικα», που παρακολούθησαν χθες βράδυ οι Νίκος Αναστασιάδης και Μουσταφά Ακιντζί, απαγγέλθηκε ως έχει στα τούρκικα από τον Τουρκοκύπριο καλλιτέχνη με υπέρτιτλους στα ελληνικά.
Στη φωτογραφία Ο Γ. Ερσόι σε σκηνή από την παράσταση.
Η μετάφραση έγινε από ομάδα φοιτητών του Πανεπιστημίου Κύπρου υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Νιαζί Κιζίλγκιουρέκ.
Το ποίημα, όπως και η παράσταση, καταπιάνεται με τα γεγονότα που συνέβηκαν στην Κύπρο τα τελευταία 60 χρόνια.
«Κύπρος: Πικράθηκα στην Ελληνική, πληγώθηκα στην Τουρκική» της Φαϊζέ Οζντεμιρτζιλέρ
yle="text-align: center;">
-α-
Δίπλα στα παιδικά μου χρόνια στέκονται
τα νιάτα των γονιών μου, που δόλια πήρες απ’ τα χέρια μου.
Να τα φας, να τα μασήσεις, να τα καταπιείς, Κύπρος,
μαζί κι εμάς, να σκάσεις.
Σκόρπισέ μας σαν ροδιού σπόρους σε ξένους χάρτες,
και να ζήσει ο κόσμος π’ ανάθεμά σε, ω νησί!
Κοίτα από μακριά εσύ την ειρήνη και η ειρήνη εσένα.
Με τη μύτη σου που μεγάλωσε απ’ το ψέμα,
εσύ είσαι ένας ου τόπος κι εμείς ένα τίποτα.
Δε γλίτωσες ούτε από εγγυήτριες, ούτε από σημαίες.
Μείναμε δίχως γιορτή στην ίδια μας την πατρίδα.
Εσύ με ξένες γιορτές ανατράφηκες, Κύπρος, ησύχασε.
Για όλα φταίει ο ποιητής και η θεά…
Χαραγμένα στα βουνά σου τ’ αποτυπώματα
του «πούστη του Ρεμπώ», της «πόρνης Αφροδίτης».
-β-
Μια φορά πεθαίνουμε, μα εσύ πέθανες πολλές.
Πολλές φορές σκοτώθηκες, πολλές φορές σκότωσες, Κύπρος.
Σκοτωθήκαμε κι εμείς κι εσύ. Ούτε χαΐρι είδαμε,
ούτε «hayır» είπαμε ποτέ μας.
Είσαι ο φονιάς είσαι κι ο δήμιος σ’ αυτό το έγκλημα.
Ό,τι φάρμακο κι αν με ποτίσεις οξύνει τις βρισιές μου.
Τώρα, μετά χαράς, όλα τα κράτη που ιδρύθηκαν στο σώμα σου
πάρτα και χώσ’ τα στον κώλο σου.
Σου επιστρέφω όλα τα διαβατήρια και τις ταυτότητες που μου χάρισες.
Στην Τουρκική να γράψουν τον θάνατό μου,
και στην Ελληνική την κηδεία σου.
Αν θέλουν ας σε πλύνουν, αν θέλουν ας σε κάψουν,
κι ας αλληλοτρώγονται πάνω από τον τάφο σου.
Ακόμα αν θέλουν, ας βράσουν την ιστορία σου
να πιούνε το ζουμί της.
Πότε θα γίνεις άνθρωπος; Πότε θα γίνεις νησί,
νησί μου; Αυτό να μου πεις.
Τα χώματά σου ποτίστηκαν με αίμα, για σκοπούς ακατανόητους.
Στον Ρωμιό έριξαν το φταίξιμο οι Τούρκοι που σκότωσαν τον Τούρκο,
και στον Τούρκο οι Ρωμιοί που σκότωσαν Ρωμιό.
Θύματα έπεσαν και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ενώ σαν ήρωες ζουν και βασιλεύουν οι εντολοδόχοι.
Πότε θα τιμήσεις τους πατριώτες σου,
τα θύματα από σφαίρες οικείες;
Πότε θα δικάσεις τους φονιάδες σου;
Πότε επιτέλους θ’ αγκαλιάσεις τους αγνοούμενούς σου;
Πότε θα δώσεις λόγο για τους πολέμους σου;
Δε σε ρωτάω καν…
Πολλές οι ατυχίες στην ιστορία σου,
στη γεωγραφία σου αδικήθηκαν τα ηλιοβασιλέματα,
και στα βιβλία στήνουν χορό σου τα ψέματα.
Πότε επιτέλους θα καταγράψεις τη μνήμη σου;
Πότε θα τιμήσεις τις σιωπηλές γυναίκες σου που όταν αγάπησαν πληγώθηκαν
κι όταν πληγώθηκαν διχάστηκαν;
Πότε θα ντρέπονται οι ποιητές σου να δηλώνουν
πως είναι ευτυχισμένοι;
Πότε οι συγγραφείς σου θα σταματήσουν να πουλούν τυφλές ελπίδες;
Πότε θα μας δείξεις, Κύπρος, τις πληγές σου
Αυτές που πήρες από τις χρήσιμες συζητήσεις;
Πότε θα γυμνωθείς να κάνεις έρωτα μαζί μας,
και πότε τα παιδιά μας θα γεννήσεις;
Πες μου, πότε!
Βαρέθηκα τα παιχνίδια που έπαιξαν στις πλάτες σου,
και τα παιχνίδια σου σε μένα.
Η αππωμάρα σου παράγινε
κι οι αππωμένοι σου το παρακάνουν.
Ναι, είσαι το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» της Μεσογείου,
αλλά πότε θα σταματήσεις να κοιτάς αφ’ υψηλού την Αφρική;
Πότε θα βρίσεις την Αμερική;
Πότε θα πετάξεις τους γαιόσακους απ’ την κοιλιά σου στη θάλασσα;
Πότε επιτέλους θα ωριμάσεις;
Πες μου Κύπρος, πότε;
-γ-
Οι μανάδες φύλαγαν τους ανθούς της πορτοκαλιάς,
οι πατεράδες πάγωναν τα ποτά στα κρύα νερά των πηγαδιών
και τα παιδιά σου έδιναν ονόματα στα περιστέρια.
Όλοι αυτοί έφυγαν.
Παίζοντας με την τουρκικότητα και την ελληνικότητά μας,
έφτιαξαν τον σκύλο και τον γάτο.
Μαγείρευαν καυγάδες, μαζικές σφαγές,
κι εμείς ψήναμε την προσφυγιά.
Και όλα αυτά μας τα ‘δειχναν για νίκες,
κι εμείς τα χάψαμε.
Για χρόνια ο ταχυδρόμος δε μας έφερνε τα γράμματα
από τους τόπους που μας χώρισαν.
Σαν άνοιξαν οι πόρτες,
οι οροφές των σπιτιών μας ήταν από καιρό γκρεμισμένες,
και στα δωμάτια που γεννηθήκαμε
είχαν από καιρό φωλιάσει τα περιστέρια.
Ψάχναμε τον Νώε μας, την κιβωτό μας,
τη θάλασσά μας ψάχναμε,
τον εαυτό μας στις ακτές μας,
και δε βρήκαμε τίποτα.
Η οργή μας ενάντια στα οδοφράγματα,
ήταν ανίκανη να ρίξει τη τείχη.
Πεθαίναμε και δεν μπορούσαμε να λουστούμε
στα δικά μας νερά.
Κατακομματιαστήκαμε, Κύπρος. Να, το βλέπεις.
Δε βρέθηκαν ποιητές-βελόνια και ποιήματα-κλωστές
να ράψουν τα κομμάτια σου.
Κι ούτε ένας ράφτης δεν γεννήθηκε στα χώματά σου,
να ράψει τους Ιουλίους σου.
-δ-
Πικράθηκα στην Ελληνική, πληγώθηκα στην Τουρκική,
διχάστηκα στην Ελληνική, διχοτομήθηκα στην Τουρκική, Κύπρος.
Κατάλαβέ το, επιτέλους.
Πολύ βαρέθηκα εγώ, Κύπρος.
Δεν τους μπορώ τους δεξιούς και τους αριστερούς σου,
να το ξέρεις αυτό.
Με σπάραξαν οι μουχλιασμένες γλώσσες,
με αγανάκτησε το μπαγιάτικο που σερβίρουν για καινούριο.
Δεν μπόρεσες καν να κρατήσεις τις δυο σου γλώσσες,
ούτε τις δυο θρησκείες να βιώσεις.
Δεν είδες προκοπή, Κύπρος,
ούτε από τα τζαμιά ούτε από τις εκκλησιές σου.
Να θαφτεί στη γη ο ήχος των καμπάνων σου,
και η προσευχή του Ιμάμη σου.
Ούτε barış έχεις, ούτε ειρήνη εσύ.
Επιμένουν στο «peace» για σένα,
επιμένουν να σε ππισέψουν…
Με το κουρελιασμένο χάλι σου
κάτω από τόσες σημαίες,
μόνο για αυτοκτονία όρεξη έχω,
όμως εσύ χωρίς ντροπή προσπέρασες την απομόνωσή μου.
-ε-
Ένα λάθος στην ανατολή της Μεσογείου,
ένα αδιόρθωτο λάθος είμαστε,
μια επαρχία που νομίζαμε πως ήμασταν νησί,
και στην κίτρινη μας αγκαλιά μισοκοιμόντουσαν τα φίδια,
καρτερώντας τον καλό λόγο να τα βγάλει απ’ τις τρύπες τους.
Πέρασαν από μπροστά μας ένα ένα όλα του έρωτα,
έφυγαν και χάθηκαν μια μοβ πίκρα.
Σαν βαθυγάλαζο όραμα κύλησε
το μακρινό εκείνο καλοκαίρι αφήνοντας πίσω του
συνειδητά στ’ αυλάκι τη μυρωδιά και τον τρόμο του.
Ήταν θετές εκείνες οι χαρές στην εποχή των πουλιών,
τα πουκάμισα του πατέρα μου είχαν τσέπες πολλές,
να ζευγαρώνουν άνετα τα περιστέρια.
Λίγο λιλά τα φουστάνια της μητέρας μου,
λίγο πολύχρωμα, μα πιο πολύ γαλάζια.
Αντικρίζουν τη ζωή σαν ντροπή
και στα τρία χωρίζουν τώρα τους ανθρώπους.
Αυτούς που ζουν στις αναμνήσεις.
Εκείνους που πέθαναν στις αναμνήσεις.
Τους τρίτους ας τους βρουν οι ιστορικοί.
Δικός μου ο πιο βαρύς πόνος της δικαίωσης,
αυτός που μου γκρεμίζει το πιο ασυμβίβαστο και γιασεμένιο είναι μου.
Να λοιπόν γιατί κι εγώ γίνομαι φονιάς των λησμονημένων.
Αν ήταν να χαρίσω σ’ ένα καλοκαίρι τα γραπτά μου,
στα περασμένα καλοκαίρια θα τα χάριζα,
σίγουρα όχι σ’ αυτά που θα ‘ρθουν.
-στ-
Είναι που δεν έχω να χάσω τίποτα,
που χάνω τον εαυτό μου κι όλο φεύγω.
Αν έχω ένα ποίημα, αν είμαι ποιητής μιγάς,
την τρέλα του Ιουλίου τη δείχνω στον Ιούνιο,
κι έτσι αναχωρώ.
Αν έχω ένα ποίημα,
κι αν εσείς ταξιδιώτες βυθισμένου πλοίου έχετε θέση σε αυτό,
κι αν έζησε πραγματικά η Annabell Lee,
αν στ’ αλήθεια έζησε η Fahriye Abla κι αν ζει ακόμα,
κι αν όντως τίποτα δεν έχω πια να χάσω,
μη με αγαπάτε!
Μη μ’ αγαπά κανείς εκτός από τη μάνα μου.
Δεν είχα σκοπό να γεννηθώ, ούτε η μάνα μου να με γεννήσει.
Να λοιπόν γιατί ξεκίνησα τη ζωή ως ένα ατύχημα.
Αν με ρωτούσαν θα έμενα στον κόλπο της μητέρας μου,
ακόμα και στο σπέρμα του πατέρα μου.
Θα τους επέστρεφα τα πάντα, όσα μου άρπαξαν
με δόλο μέσα απ’ τα χέρια μου.
Στη μητέρα μου τ’ αμπέλια, στον πατέρα μου το αλκοόλ,
τα γλέντια με τη σουλτανίνα και στους δυο.
Γυναίκα με γέννησε και μένα, όπως εσάς.
Μη με αγαπάτε!
Μη μ’ αγαπήσει κανείς εκτός από τη μάνα μου.
«Αν έχεις ανάγκη να οργιστείς έλα», λέει η βρομερή μανόλια
«Αν έχεις ανάγκη να αγαπήσεις έλα», λέει η τρελή μανόλια
«Συνέχισε να μ’ αγαπάς», λέει η μανόλια του έρωτα.
Δεν έχεις από πού να πιαστείς σ’ αυτό το σώμα.
Τι λογής μανόλια είναι αυτή;
Στα κλαριά στέκει με φωτογένεια η κρεμάλα.
Τι λογής μανόλια είναι αυτή;
Τα ραδιόφωνα δεν παίζουν πια τα αγαπημένα μας τραγούδια,
εμβατήρια ακούγονται μονάχα.
Τα αγαπημένα μας τραγούδια
δεν παίζουν πια στα σημαιοφόρα ραδιόφωνα.
Τι απόμεινε να χάσουν όσοι έχασαν τα τραγούδια τους;
Μη με αγαπάτε!
Μη μ’ αγαπά κανείς εκτός από τη μάνα μου.
Είναι η πρόταση του ποιητή.
Αφήνω το παιδί μέσα μου να νομίζει ότι φιλά
τους χώρους που προσπέρασε ο χρόνος.
Αφήνω καμένα γαρίφαλα να μυρίσουν,
αφήνω πασχαλιές να με κυριαρχήσουν.
Η μανόλια που όρμησε στα μπαλκόνια μου,
ή θα μ’ αφήσει να φύγω, ή θα εξαφανιστεί, ή θα μυρίσει επιτέλους.
Τι νομίζετε μας έμεινε να χάσουμε,
αφού χάσαμε την πατρίδα μας;
Ένα μόνο σας ζητώ, μη με αγαπάτε!
Μη μ’ αγαπά κανείς εκτός από τη μάνα μου.
Για νικητή περνούσα παλιά τον εαυτό μου,
σαν δέντρο που αρνιόταν να γίνει λαβή για το τσεκούρι.
Μα ύστερα κατάλαβα απ’ τη χαλασμένη μου σκιά,
ότι εγκατέλειψαν τον κορμό μου τα κλαδιά.
Τα νεύρα μου ασθενούν μέρα με τη μέρα,
τα νερά μου πολεμούν με την έρημο.
Για τόσα χρόνια απελπισμένα
στα πονεμένα μέρη μου σαπίζουν οι αζαλέες.
Κάθε συνταγή και παρηγοριά.
Σαν μπαίνει ο Σεπτέμβρης πάντα εκείνο τον ποιητή θυμάμαι,
που σαν ο Dağlarca έμπαινε της πόρτας,
στηνόταν όρθιος και κουμπωνόταν.
Μα εγώ δε μπορώ ν’ απαρνηθώ το φθινόπωρο.
Μη ρωτάτε τι γυρεύει μια τέτοια λέξη σ’ αυτό το ποίημα,
δεν τα ρωτάμε αυτά.
Τι γυρεύει το κόκαλο στο ψάρι, τ’ αγκάθι στο τριαντάφυλλο
και τα λοιπά και τα λοιπά…
Δεν υπάρχει ιδανική ζωή, τέλειο ποίημα.
Δεν υπάρχει έρωτας ευτυχισμένος, απλά δεν υπάρχει.
Πάντα κάτι λείπει ή κάτι περισσεύει.
Εγώ, εσύ, αυτός, αυτή, εμείς, εσείς κι αυτοί.
Μα δε βλέπετε; Τα υποκείμενα είν’ άρρωστα,
τα ρήματα σε κώμα.
Και ‘συ Ayşe μείνε στη θέση σου, στη Συρία μην πας,
μην πας στην Αίγυπτο, αυτοί να πάνε, εσύ μην πας.
Άραγε, ήταν ένας Ιούλιος παλιός που άρπαξε τα βιβλία μου;
Δεν το θυμάμαι καν.
Τώρα, κουρασμένος στα δωμάτια, άψυχος στους δρόμους.
Διασχίζουμε το καλοκαίρι χωρίς να δούμε τη θάλασσα,
εγώ και το σώμα μου, χωρίς πίστη, χωρίς βιβλία.
Ξεχωριστός ήμουν κάποτε,
σαν δέντρο ελεύθερο σε παρθένο δάσος.
Κράτησε πολύ αυτή η εκεχειρία;
Μείνε στη θέση σου Ayşe, μην πας στη Δαμασκό.
Μέρα τη μέρα αποτραβιέμαι, προς τα μέσα.
Τραβώ το χέρι μου...
Δε βλέπεις, η «ειρήνη» δεν είναι «peace» τον Σεπτέμβριο,
είναι ακόμα πιο βρώμικη.
Ayşe μην πας στη Δαμασκό, ούτε στο Χαλέπι να πας.
Δε λέω να γυρίσεις στο σπίτι σου, προς Θεού…
Τελείωσε τις διακοπές σου και βγες μια βόλτα Ayşe.
Η Λευκωσία, ένα πουκάμισο λερωμένο στους δυο γιακάδες,
Κ’ η Λήδρας στο κέντρο τρυπημένη.
Αχ, να ‘ταν ένα θερινό σινεμά…
-ζ-
Αναζητείται μπογιά για τις σημαίες.
Χαμένη η συνείδηση κι αναζητείται.
Αναζητείται η άρνηση.
Ο απολογισμός βαρύς, η ψυχή τραυματισμένη.
Πότε το φθινόπωρο έγινε καλοκαίρι;
Πότε ο Οκτώβριος Ιούλιος;
Έλεγαν ότι θα έφταναν ένα βράδυ ξαφνικά,
μα χαλασμένος ο ωροδείχτης και κουρασμένος ο λεπτοδείχτης.
Γι’ αυτό κατέβηκαν ξημέρωμα. Δεν ήταν ο Γκοντό, ούτε ο Μπέκετ…
Δεν αστειεύονταν,
έκοψαν, έγραψαν χωρίς περίσκεψη.
Λοξό κι αλλήθωρο το σήμερα, απόλυτα τυφλό,
το χθες νεκρό από καιρό.
Αδιάφορα ξαπλώνει η αγαπημένη με μάτια αμυγδαλωτά.
Το μέλλον ανήκει στο παρελθόν από καιρό.
Η βρωμιά της Τετάρτης λέρωσε την Πέμπτη.
Κούφια τα μεγάλα ωραία λόγια,
η Ενότητα, η Αλληλεγγύη, ο Αγώνας…
Χιλιάδες στρατιώτες, χιλιάδες όπλα, χιλιάδες τανκς.
Και η σημαία πάνω στα πτώματα των ελαιόδεντρων,
φαίνεται απ’ το δωμάτιο του Ανδρέα, φωτισμένη.
Λένε πως παλιά το βουνό είχε πέντε δάχτυλα,
μα τώρα ένα μόνο, κι αυτό σαν καυλί…
-η-
Μελαχρινοί μπήκαμε, ξανθοί βγήκαμε
απ’ τα σχέδια της ειρήνης.
Οι ρίζες μας έμειναν στο παρελθόν,
και οι Ιούλιοι που κάποτε ριζώναμε είναι η διαθήκη μας
που πρέπει να γραφτεί πάνω στις ταφόπλακές μας:
«Ο πιο μεγάλος πόνος μας είναι που δε γίναμε λαός να κυματίσει στη Μεσόγειο».
Τι αξίζει στην Ατλαντίδα να γίνεσαι φουρτούνα;
Αχ μεγάλε αδερφέ, αχ George Orwell!
Κάποιοι μας παρακολουθούσαν για χρόνια.
Πέρασαν οι καιροί που έσωζαν την Κοκκινοσκουφίτσα,
αργά το καταλάβαμε πως και το κορίτσι ήταν κατάσκοπος του λύκου.
Η βρωμιά των σφαλμάτων μαζεύτηκε στα μαλλιά μας.
Ποτέ μας δεν τολμήσαμε να πούμε «στο διάολο η άρνηση, ζήτω η ομολογία»,
σαν αργοπορημένες Εύες, αργοπορημένοι Αδάμ .
Το μήλο είχε κοπεί από καιρό, προ πολλού μοιράστηκε στα δυο.
Δυο φόβοι για χρόνια κοιμούνταν ύπουλα στην ίδια ζυγαριά,
ο ένας της Διχοτόμησης, της Ένωσης ο άλλος.
Δυο φόβοι δίπλα δίπλα γεννούν τον μέγα φόβο,
τον σιχαμερό, σε κάθε μέρος του κόσμου.
Κι η ζυγαριά που ταλαντεύεται,
σύντροφος αυτής της κακόγουστης φάρσας.
Το ρεφρέν του χθες αιχμαλώτισε το σήμερα.
Γυρνά, ξαναγυρνά στα στόματα η μπαγιάτικη αφήγηση,
μα εγώ στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς,
τόσο ασήμαντος και τόσο ξένος…
-θ-
Σας παρακαλώ, μη μου μιλάτε
για τον θάνατο και τη ζωή για μια σημαία,
μη μου μιλάτε για κυριαρχία,
αφού δεν μπόρεσα για μια φορά να πω «πατρίδα»
στον τόπο που γεννήθηκα.
Ας βρωμίσει η ιστορία, δε με νοιάζει,
ας κοπεί η γεωγραφία, αδιαφορώ.
Κι εσείς, μέσα στο στεγνό πλήθος,
ένα απότιστο γεράνι σε νοθευμένα συλλαλητήρια.
Εγώ, αντάρτης γεννημένος από ένα χλωμό
και ανήθικο τριαντάφυλλο. Θλίψη με διακατέχει,
της σουλτανίνας που σάπισε προτού γίνει κρασί.
Δε βλέπετε;
οι δυο μόνιμοι φόβοι μια τρομακτική αρμονία υφαίνουν.
Καρδιά μου, αχ καρδιά μου… αζαλέα που αναζητεί τη βρισιά.
Κανείς δεν συγχωρείται στην πόλη αυτή.
Μόνο ο ποιητής που για τον γλάρο του ψάχνει νησί,
για το νησί του θάλασσα, για τη θάλασσά του χάρτη,
και για τον χάρτη του άτλαντα.
Συγκινείται κανείς σαν μείνει σε νησί χωρίς Πόλη,
σε νησί χωρίς νησί, δίχως όνομα, είναι πολύ βαρύ.
Η πόλη αυτή δεν συγχωρεί αυτούς που κυνηγούν τη νίκη,
Χρειάζεται αυτούς που ρισκάρουν την ήττα.
Στα αστέρια που αναβοσβήνουν με τις εποχές,
πάνω από τα κυπαρίσσια με την ίδια απελπισία,
ίσως δοθεί συγχώρεση…
στο αχυρένιο χρώμα των τειχών, ίσως…
στα άσματα που φωλιάζουν κάτω απ’ τα τείχη, γιατί όχι…
στους έρωτες που μοιάζουν με τους τόπους που γεννήθηκαν, μπορεί…
αλλά σ’ αυτούς που ζουν κολακεύοντας τον γκρίζο λύκο, ποτέ…
Μια οργή χρειαζόμαστε που δε θα πάψει,
μέχρι να υψωθούν τα κύματα στην ψυχή των κατακτημένων.
Μέχρι τα αφημένα φθινόπωρα να κάνουν έρωτα με την άνοιξη,
μέχρι ν’ αδειάσει η μουχλιασμένη οργή στους δρόμους.
Θέλουμε σώματα στεγνά,
ολότελα απότιστα.
Τα βρωμερά σοκάκια που είδατε τους φονιάδες
του Kutlu Adalı και δεν είπατε λέξη…
Τα ποταπά παράθυρα που είδατε αυτούς που σκότωσαν
τον Ahmet Gürkan και σιωπήσατε…
Οι αισχρές πόρτες που είδατε τους δολοφόνους
του Ayhan Hikmet
και κατάπιατε τη γλώσσα σας,
δε θα βρείτε συγχώρεση σ’ αυτή την πόλη.
Ούτε αυτοί που καλλιεργούν φόβους για την Αφρική,
και παίρνουν χόμπι απ’ την Ευρώπη.
Ούτε οι κλειστές πόρτες, ούτε οι εραστές
που δεν κατάφεραν μαζί να τις ανοίξουν.
Αυτή η πόλη χρειάζεται:
εραστές που θα πουν «αυτός είναι ο δικός μας δρόμος»,
δρόμους που θα πουν «αυτοί είναι οι δικοί μου εραστές»,
ταινίες που θα μας κάνουν να πούμε
«είδα μια ταινία και ράγισε η ζωή μου»,
μυθιστορήματα που θα μας κάνουν να πούμε
«διάβασα ένα βιβλίο κι έσπασε η ζωή μου»,
ποιήματα που θα μας κάνουν να πούμε
«διάβασα ένα στίχο και διαλύθηκε η ζωή μου»,
και θέατρα που θα μας κάνουν να πούμε
«είδα ένα έργο κι άλλαξε η ζωή μου».
Αυτή η πόλη χρειάζεται:
Όχι ποιητές που αγαπούν τον θάνατο,
μα ποιητές που δε φοβούνται τον θάνατο,
έξυπνα έργα που θα αναταράξουν τις ψυχές των ανθρώπων,
απελπισμένους συγγραφείς που πολεμούν τη στρατιωτική θητεία.
Αυτά χρειάζεται η πόλη αυτή.
Δε χρειαζόμαστε ταμπού, μόνο φέρετρα για να τα θάψουμε.
Όχι στρατηγοί που ξεπερνούν τα όρια, όχι μπότες,
ξυπόλητοι Σωκράτηδες χρειάζονται σ’ αυτή την πόλη.
Μεγάλη συμφορά να μείνεις χωρίς Πόλη στη Λευκωσία.
-ι-
Μετά απ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να συγχωρέσει
η Λευκωσία την Πόλη κι η Πόλη τη Λευκωσία.
Μα δε γεννήθηκε ακόμα η πόλη που θα δώσει όνομα
σε αυτό το νησί που δεν έχει όνομα,
σε αυτό το νησί που δεν είναι νησί.
Αυτό το κοντινό παρελθόν, που τις σελίδες του τις ξεφυλλίζουμε
χωρίς να τις διαβάζουμε,
και τις φωτογραφίες του κοιτάζουμε χωρίς να βλέπουμε.
Φοβάμαι ότι στο κοντινό μέλλον θα μας γίνει μπελάς.
Φοβάμαι ότι αυτή η περιβόητη παραδεισένια
Δικοινοτική διζωνική πατρίδα
δε θα βρει θέση ούτε στα σκουπίδια της ιστορίας.
Αυτό το σχολείο που τελειώσαμε βιαστικά,
απ’ τους αναστεναγμούς των νεκρών
θα πέσει πάνω στο κεφάλι μας
στο μάθημα της εθνικής ασφάλειας.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ για τη δικαιοσύνη
που θα ζήσει κάτω απ’ το όριο της φτώχειας
κι εκεί θα ξεψυχήσει.
-ια-
Κάθε που αρχίζω ένα έργο έρχεται το καλοκαίρι.
Και σαν μπει το καλοκαίρι χάνω τον ύπνο μου σ’ αυτό τον τόπο.
Στον τόπο αυτό το καλοκαίρι έχει ένα πρόσωπο θρυμματισμένο.
Σ’ αυτή την ψεύτικη ζωή το καλοκαίρι είναι θέμα ζωής και θανάτου.
Μιλάω σοβαρά. Σ΄ εμάς εδώ το καλοκαίρι έχει χίλια πρόσωπα,
μα οι άνθρωποι κανένα.
Ακόμα και ο πολυδόξαστος Ιούλιος, ντρέπεται να κοιτάξει το πρόσωπό του,
οι άνθρωποι καθόλου.
Σ΄ εμάς εδώ,
το καλοκαίρι είναι αβάσταχτο
απ’ τις πολλές σημαίες και γιορτές.
Αβάσταχτο κι αδιάβατο.
Η ειρήνη είναι βερεσέ και η ελπίδα μετρητοίς.
Όλα αυτά είναι δικά μας, κι όμως δεν ανήκουμε σ’ αυτά.
Η γλώσσα είναι φοβερά επικίνδυνη.
Τα ποιήματά μας τουφεκίζονται.
Γιατί άνθρωποι με σαπισμένη γλώσσα
είναι αδιάκοπα μπρος στη σκηνή.
Εδώ γύρω, οι νεκροί μας ζουν, οι ζωντανοί μας πεθαμένοι.
Οι συνειδήσεις χαμένες, και αγύρευτες.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι
είναι ανομολόγητο κι ατιμασμένο.
Γιατί ένας άνθρωπος δε λύγισε το γόνατο μπροστά στους μαζικούς τάφους.
Ενθάδε κείνται για καιρό οι Έλληνες νεκροί,
επάνω τους φύτεψαν ξενώνες και τζαμιά.
Ενθάδε κείνται για καιρό οι νεκροί Τούρκοι,
μωρά και γέροι.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι, είναι μια τελετή τραγική,
με κόκαλα που σιωπηλά επιστρέφονται,
παιδιά που ανταλλάζουν ματιές με τα κρανία των γονιών τους,
αυτών που έπεσαν το μαύρο καλοκαίρι.
Κι ένας Άμλετ, κι αυτός κομματιασμένος,
να πέφτει από τα πρόσωπά τους.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι, να ζει κανείς ή να μη ζει;
Μα ποιο το δίλημμα; Μόνο ο θάνατος.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι, ένα λιοντάρι δημοκράτης
πιστά ακολουθεί τους ανόητους, τους τυφλωμένους απ’ την πίστη.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι,
η αριστεροί χιουνκιάρμπεγεντί κι οι δεξιοί ιμάμ μπαϊλντί.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι,
βιβλίο λογίζεται των ουρανών.
Σε μας εδώ το καλοκαίρι,
μια ψεύτικη λατρεία με κολακείες των δήμιων,
Παρασκευή χωρίς γραμμόφωνο.
Το καλοκαίρι προχωρεί κι ενώνεται με το φθινόπωρο
στην κόλαση.
-ιβ-
Χρόνια τώρα το καλοκαίρι περιμένω.
«Σας αρέσει ο Μπραμς;» ρωτώ,
φωνή καμιά.
Ρωτώ για την ερωτική ζωή του Μακαρίου
κανείς δε μ’ απαντά.
Είχα κι εγώ σχέδια πολλά,
τα νερά σου ήταν γεμάτα με αυτά.
Εγώ τα ‘ριξα στα νερά σου σκόπιμα, Κύπρος.
Περιπλανήθηκα με το όπλο στον κρόταφο,
αυτό που τράβηξες σαν πόθησα να ζήσω κοντά σου.
Και τελικά, σαν ένα τεράστιο γαρίφαλο που του περίσσευε το κόκκινο,
κατάφερα κι εγώ να πω «αγάπα ή απαρνήσου»…
Άδικα με κατηγορείς, Κύπρος!
Και μην ξεχνάς, τα ίδια μου ‘λεγες για χρόνια.
Πικράθηκα στην Ελληνική, πληγώθηκα στην Τουρκική, Κύπρος!
Τράβα τη σκανδάλη, σκότωσε ό,τι σου μοιάζει,
αλλά συγχώρα.
Στους ‘Έλληνες δεν επιτρέπεται να πλησιάζουν
τους τάφους των Τούρκων θυμάτων,
κι αν είναι φιλειρηνιστές που συναντώνται με άδεια,
γρήγορα εξαφανίζονται.
Και οι πατριώτες, με μόνη έγνοια το διαβατήριο της Δημοκρατίας,
λησμόνησαν το τραύμα στην κοιλιά,
κατάλαβέ το Κύπρος, κουράστηκα απ’ όλα αυτά!
Ήμουν παιδί, μοσχοβολιά ανθού πορτοκαλιάς,
ήμουν παιδί, και μυρωδιά ολμοβόλου σε δίσκους βινυλίου.
Δεν θα ζητήσω συγνώμη από σένα,
όμως, έχω πράγματα να ομολογήσω.
Τη βόμβα στο Μπαϊρακτάρ Τζαμί εγώ την έβαλα.
Τη χούντα εγώ τη φώναξα.
Εγώ προσκάλεσα τον τουρκικό στρατό,
και μήνυσα στην Ayşe να πάει διακοπές.
Και στ’ ακρογιάλι σαν ξεχύθηκαν οι τουρκικές στρατιές,
εγώ ήμουν που έφτιαξα στα πεταχτά τραγούδι:
«Απ’ την Κερύνεια ο δρόμος μας για την Ανατολή».
Και τον Μακάριο εγώ τον έκρυψα απ’ τη χούντα.
Εγώ ήμουν στο ράδιο κραυγάζοντας το ψέμα:
«Ο τουρκικός στρατός κυκλώνει το νησί».
Κι εγώ ήμουν η αιτία όλων των φονικών.
Δεν το ‘γραψαν, όμως εγώ ήμουν
που σκότωσα στο μπάνιο τα παιδιά.
ιγ-
Ω, αγαπημένη Κύπρος, να γυρίζαμε τον χρόνο,
μια τελευταία φορά το κράτος να μας έφτιαχναν,
να γίνονταν εγγυητές μια τελευταία φορά,
για την ασφάλεια, την προστασία της ζωής μας.
Ύστερα, εμάς να βάλουν να ρημάξουμε
τη Δημοκρατία που έφτιαξαν για μας.
Να γύριζαν στο ’62 και τους δυο δημοσιογράφους να σκότωναν,
να γύριζαν στο ’74, να γινόταν πραξικόπημα, επιχείρηση, απελευθέρωση.
Χωρίς τις βρετανικές βάσεις, τι θα κάναμε εμείς Κύπρος;
πώς θα πυκνώναμε τα καρκινώματά μας;
Χωρίς την ελληνική μεραρχία πώς θα κοντοφέρναμε στον Όμηρο;
Χωρίς τον τουρκικό στρατό πώς θα γνωρίζαμε
τις μυστικές υπηρεσίες και το «βαθύ» κράτος;
Μίλησε Κύπρος, μη σιωπάς!
Σιωπάς;
Ας συνεχίσουμε τότε τον αγώνα που κάνει τους φονιάδες ήρωες.
Πρώτα, να βομβαρδίσουμε τα γιασεμιά στις αυλές μας,
να φουσκώσουν τα εθνικά αισθήματα
ακόμα και των μυρωδιών τους…
Αν δεν άνοιγαν οι κλειστές πόρτες, θα μπορούσες
εσύ να τις ανοίξεις με τα ίδια σου τα χέρια;
Μη σιωπάς, μίλα και αφέσου στον ύπνο σου, Κύπρος.
Εσύ ν’ αποκοιμιέσαι στ’ όνειρο, κι εγώ
με τα όνειρά μου να παραμένω ξύπνιος.
Μα, άρπαξε τ’ όπλο σου και σκότωσέ με, δε χάνω τίποτα,
ούτε και ‘σύ έχεις κάτι να χάσεις…
Έτσι κι αλλιώς ποτέ μου δε γεννήθηκα,
ποτέ δεν έζησα σ’ αυτό τον τόπο.
Η μετάφραση
Η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έγινε από τους φοιτητές του μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου Γιώργο Κρητικό, Μαρία Βασιλείου-Εξήντα, Κατερίνα Αντωνίου, Σωτήρη Παύλου, Τροοδία Σιακά, Σπύρο Παναγή και Μιχάλη Θεοδώρου υπό την εποπτεία του Νιαζί Κιζιλγιουρέκ. Η διόρθωση έγινε από τον Μιχάλη Θεοδώρου. Η ομάδα των μεταφραστών ευχαριστεί τον καθηγητή Μιχάλη Πιερή για την ανάγνωση του έργου και τις διεισδυτικές και εύστοχες παρατηρήσεις του.
Στη φωτογραφία Ο Γ. Ερσόι σε σκηνή από την παράσταση.
Πηγή: philenews - 09.06.2015
See more at: http://www.philenews.com/el-gr/top-stories/885/261163/diavaste-to-poiima-pou-sygkinise-tous-dyo-igetes#sthash.q0W4hBM9.dpuf
Πολύ καλό, θα πρέπει να το διαβάσουν όλοι οι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι και όχι μόνο.
ΑπάντησηΔιαγραφή