19 Σεπτεμβρίου 2015

Θεωρίες συνωμοσίας: Κατασκευάζοντας τον εχθρό...

Με αφορμή το δοκίμιο του Πιερ Αντρέ Ταγκιέφ* «Συνωμοσιολογική σκέψη και θεωρίες της συνωμοσίας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Επίκεντρο, έγινε σήμερα σχετική συζήτηση, προσαρμοσμένη στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Στην Καθημερινή η Γιούλη Επτακοίλη γράφει: 

Κατασκευάζοντας τον εχθρό...

Η Ελλάδα απειλείται από ξένες δυνάμεις. Σκοτεινά κέντρα του εξωτερικού επιβουλεύονται τη χώρα μας. Οι ξένοι ολιγάρχες και οι ντόπιοι υπηρέτες τους εκπονούν σχέδια υποταγής μας. Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να ακούει κάτι απ’ όλα αυτά για πρώτη φορά. Τα τελευταία χρόνια η ελληνική πολιτική κουλτούρα δείχνει στοιχειωμένη από το φάντασμα της συνωμοσιολογίας και τα δίπολα πρωταγωνιστούν στη συζήτηση: «Μνημόνιο - αντιμνημόνιο». «Είστε με μας ή με τους άλλους». «Μας τελειώνουν ή τους τελειώνουμε», όπως ακούσαμε πρόσφατα. Εννοιες όπως «παγκοσμιοποίηση», «Ευρώπη», «νεοφιλελευθερισμός» έχουν δαιμονοποιηθεί και η συνειδητή κατασκευή «εχθρών», από μερίδα του πολιτικού προσωπικού, έχει οδηγήσει μέρος του κόσμου σε ρηχές και υπεραπλουστευτικές ερμηνευτικές κατασκευές, με τα πιο πρόχειρα υλικά· κατασκευές που στην πρώτη καταιγίδα σκορπίζονται...

Πρόσφατα κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Επίκεντρο, το δοκίμιο του Πιερ Αντρέ Ταγκιέφ «Συνωμοσιολογική σκέψη και θεωρίες της συνωμοσίας», όπου ο γνωστός στοχαστής και ιστορικός των ιδεών αναλύει την «παλιά και νέα συνωμοσιολογία: από τους Ιλουμινάτι, τη Γαλλική Επανάσταση, το αντισημιτικό πλαστογράφημα των “Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών” και τις μεταμορφώσεις του μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου και τις επιθέσεις στο Charlie Hebdo, περνώντας, μεταξύ άλλων, από τη διεθνή οικονομική κρίση του 2007-2008, την υπόθεση WikiLeaks, την ακροδεξιά αλλά και αριστερή συνωμοσιολαγνεία, το πολυσχιδές λαϊκίστικο, εθνικιστικό και αντισημιτικό τους φαντασιακό, την υπόθεση Ντομινίκ Στρος-Καν, τις επιδημίες, ακόμα και τους “ψεκασμούς”». Με αφορμή αυτό το βιβλίο έγινε η σημερινή συζήτηση, προσαρμοσμένη στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Σε τι βοηθάει, λοιπόν, η κατασκευή του απόλυτου εχθρού; Ρωτάω τον Νίκο Καραπιδάκη, καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. «Δίνει μια απλοϊκή εξήγηση η οποία είναι πάντα καθησυχαστική», απαντάει στην «Καθημερινή», και εξηγεί: «Οπως η κλασική εποχή, η εποχή του χριστιανισμού και της εκβιομηχάνισης είχαν τις δικές τους μυθολογίες, έτσι και η εποχή της πληροφορίας, της πληροφορικής και της τεχνολογίας έχει τις δικές της. Και η ένταση του φαινομένου αυξομειώνεται ανάλογα με τις συγκυρίες. Υπάρχουν χρόνοι που είναι μικρότερη η ανάγκη για τέτοιου τύπου εξηγήσεις διότι επικρατεί ευημερία και ασφάλεια και οι παραδοσιακές αξίες λειτουργούν και είναι πειστικές, και υπάρχουν περίοδοι που η ένταση είναι μεγαλύτερη επειδή αποδεκτά ερμηνευτικά σχήματα έχουν υποχωρήσει και καινούργια δεν έχουν κερδίσει ακόμη έδαφος ή δεν έχουν γεννηθεί καν, καθώς η κοινωνία καθυστερεί ως προς τις εξηγήσεις της. Η φιλοσοφία πάντα ακολουθεί την πράξη».

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπογραμμίζει το φαινόμενο της υπερ-πολιτικοποίησης: «Οταν όλα γίνονται πολιτικά και εξετάζονται με όρους βούλησης, αμέσως οδηγούμαστε στις προθέσεις των πολιτικών δρώντων. Τα πραγματικά προβλήματα είναι σκόρπια και κανονικά, δεν θα έπρεπε να εντάσσονται σε πολύ μεγάλες αφηγήσεις, σε μεγάλες χονδροειδείς έννοιες. Το αποτέλεσμα είναι ότι με αυτή την αφαίρεση, γιατί όλο αυτό είναι μια διαδικασία αφαιρέσεων, απομακρυνόμαστε από τα ουσιαστικά προβλήματα όπως λ.χ. τι αξία έχουν τα πτυχία των πανεπιστημίων μας.

Και καταλήγουμε να συζητάμε για ανθρώπους οι οποίοι επιβουλεύονται το δημόσιο πανεπιστήμιο, για ανθρώπους που το εντάσσουν στην οικονομία της αγοράς και που είναι συνεπώς ιδεολογικά προκαθορισμένοι νεοφιλελεύθεροι και συνδέονται με άλλες δυνάμεις του εξωτερικού. Ολο αυτό, στο τέλος, παράγει εχθρότητα. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της απλοποίησης είναι ότι αποφεύγεις να κάνεις εφαρμοσμένη πολιτική, να συγκρουστείς και να δώσεις λύσεις. Κατά την άποψή μου, αυτό παράγεται από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες δεν αποδέχονται την πολυπλοκότητα του κόσμου. Γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν με τα εργαλεία που διαθέτουν τον σύγχρονο κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκος, και καταλήγουν σε μια αφαίρεση που γίνεται μέσα από τον πολιτικό δίαυλο και οδηγεί πολύ εύκολα στην εχθρότητα».

Απειλεί τη Δημοκρατία αυτή η μανιχαϊστική κοσμοαντίληψη; «Δεν βλέπω αυτόν τον κίνδυνο γιατί οι Δημοκρατίες έχουν πάρα πολλές δυνατότητες να επεξεργάζονται εκ νέου τις ιδέες που διαχέονται στην κοινωνία», απαντάει ο Ν. Καραπιδάκης. «Μπορεί όμως να γίνει απειλητική σε περιόδους στροφής προς ολοκληρωτικές εξουσίες, σε περιόδους αδυναμίας της Δημοκρατίας, κάτι που δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Οταν η ίδια η Δημοκρατία παραιτείται από τον ρόλο της, αυτόν της διαμόρφωσης επεξεργασμένων συνειδήσεων. Η άκρα Δεξιά και η άκρα Αριστερά εργαλειοποιούν απολύτως αυτά τα στερεότυπα. Η Ευρώπη και η Ελλάδα σήμερα ζουν τη δική τους καμπή, όχι απαραίτητα αρνητική, πρόκειται όμως για καμπή, μετάβαση.

Η Ελλάδα συγκεκριμένα έχει ένα πρόβλημα μεταπολίτευσης. Καταργήθηκαν πάρα πολλές παραδοχές. Μια απ’ αυτές ήταν η απόλυτη πίστη στο προοδευτικό όταν είδαμε ότι το προοδευτικό δεν είναι απαραίτητα η λύση όλων των προβλημάτων. Επίσης, πολλές παραδοχές της εθνικής μας ιστορίας, το έθνος, η θρησκεία, δεν είναι το ίδιο δυνατές όπως ήταν κάποτε, ενώ η Ελλάδα έχει διαρκώς την αίσθηση ότι απειλείται από ξένες δυνάμεις. Η κατανόηση του κόσμου θα βοηθήσει πολύ στην αποδαιμονοποίηση. Οταν η κοινωνία μας ξεπεράσει τον ενθουσιασμό των εύκολων εξηγήσεων και τα δίπολα, θα τα καταφέρουμε. Αλλιώς, θα μείνουμε πίσω. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια τα δίπολα χρησιμοποιήθηκαν ως μοναδικές ερμηνείες. Δεν προτάθηκαν λύσεις».

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος υποστηρίζει ότι «η μανιχαϊστική αυτή αντίληψη είναι μια άλλη αντίληψη για τη Δημοκρατία, που λειτουργεί ανταγωνιστικά και συνεχώς φτιάχνει συγκρούσεις στο εσωτερικό της και αναζωογονείται μέσα από αυτές. Για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό τα τελευταία χρόνια, ναι, είναι απειλητική, είναι έξω από τους θεσμικούς κανόνες και τους όρους συνύπαρξης των πολιτικών δυνάμεων».

Επισημαίνει επίσης, ότι «η συνωμοσιολογία φυσικά δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, είναι ένα στοιχείο συμμετοχής των Ελλήνων στην παγκόσμια κουλτούρα, αλλά όταν αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο συμμετοχής και όταν έρχεται πάνω στο υπόστρωμα ενός από την κατασκευή του πληγωμένου εθνικισμού ή τέλος πάντων ενός εθνικισμού που τα τελευταία χρόνια δεν έχει καταφέρει να ανασυγκροτηθεί δημιουργικά, τότε δημιουργεί μεγάλους κινδύνους. Στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση “μνημόνιο - αντιμνημόνιο” χωρίς τη συνωμοσιολογία. Για έναν πολύ απλό λόγο. Οποιος λέει ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση ανοίγει διάπλατα την πόρτα στη συνωμοτική εξήγηση. Η συνωμοτική εξήγηση στη συνέχεια έχει δύο “παίκτες”, τους εξωτερικούς που επιβουλεύονται την Ελλάδα και τους ντόπιους υπηρέτες τους».

Ζούμε σε κοινωνίες που έχουν γίνει εξαιρετικά περίπλοκες και η αδυναμία κατανόησης και ένταξης του εαυτού μας μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο οδηγεί σε «μια παρηγορητική προσφυγή στη συνωμοσιολογία», όπως λέει ο Π. Παναγιωτόπουλος, υπογραμμίζοντας όμως και κάτι άλλο: «Η συνωμοσιολογία έχει όλη αυτή την καταστροφική διάσταση, αλλά ταυτοχρόνως έρχεται να τονίσει και το πρόβλημα της αναντιστοιχίας ανάμεσα στη Δημοκρατία που ασκείται σε εθνικό επίπεδο και των χρηματοπιστωτικών ροών που γίνονται έξω από τη Δημοκρατία. Δηλαδή, η δημοκρατική ανημπόρια του ψηφοφόρου που ψηφίζει κάτι νομίζοντας ότι θα επηρεάσει τα πράγματα και βλέπει ότι δεν μπορεί να τα επηρεάσει, γιατί γίνονται πια με άλλους όρους και σε ένα επίπεδο που προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας δημοκρατικός έλεγχος. Αυτό είναι ένα μεγάλο δημοκρατικό κενό το οποίο η συνωμοσιολογία έρχεται να το περιγράψει με τους δικούς της όρους, που είναι βεβαίως προβληματικοί και απολίτικοι».

Το να απορρίπτει κανείς τη συνωμοσιολογία δεν σημαίνει ότι αρνείται την ύπαρξη συνωμοσιών, ο συνωμοσιολογικός τρόπος σκέψης όμως πρέπει να ηττηθεί κατά κράτος, ειδικά όταν σ’ αυτόν ιδιαίτερα επιρρεπείς εμφανίζονται οι νέοι, που συχνά αμφισβητούν την τεκμηριωμένη εξήγηση ακόμη κι όταν βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους.

«Μα, αυτό τους διδάσκει το σχολείο. Να μιλάνε με γενικότητες και να έχουν πολύ κακή σχέση με τη γνώση, γιατί σύμφωνα με αυτούς η γνώση είναι πολύ κουραστική και φθαρμένη. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι πρόκειται για επιλογή τους φυσικά. Είναι αποτέλεσμα του χαμηλού επιπέδου της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», σχολιάζει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, ενώ ο Νίκος Καραπιδάκης επισημαίνει πως «οι νέοι επειδή ακριβώς είναι νέοι, αναζητούν λιγότερο την επιστημονική εξήγηση και επικοινωνούν περισσότερο με ιδέες που δεν είναι απαραίτητα επεξεργασμένες, επιστημονικά ή φιλοσοφικά.

Γεννιούνται από την πρώτη εντύπωση, από τη μεγάλη συσσώρευση πληροφορίας η οποία δεν είναι κριτικά επεξεργασμένη. Επιπλέον, η επιστροφή και η γενίκευση της χρήσης του προφορικού λόγου με την υποχώρηση του γραπτού λόγου, που είναι κατά τεκμήριο πιο κριτικός, ευνοεί πάρα πολύ την υιοθέτηση και εξάπλωση ανεπεξέργαστων ιδεών. Διότι αυτές κυκλοφορούν με μεγάλη ταχύτητα, που δεν αφήνει καθόλου χρόνο στη σκέψη. Η νεολαία, όσο κι αν είναι προχωρημένη, δεν είναι απαραίτητα προετοιμασμένη να επεξεργάζεται κριτικά ό,τι προσλαμβάνει».

* Ο Πιερ Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre Andre Taguieff) γεννήθηκε το 1946 στο Παρίσι. Φιλόσοφος και ιστορικός πολιτικών ιδεών, είναι διευθυντής ερευνών στο CNRS και διδάσκει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού. Κύριο αντικείμενο των ερευνών του είναι η μελέτη των φαινομένων του ρατσισμού, του εθνικισμού, του αντισημιτισμού, του λαϊκισμού, η άκρα Δεξιά και η θεωρία της συνωμοσίας.

Φωτογραφία: Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους πυροδότησε εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας.

Πηγή: www.kathimerini.gr 19.09.2015

Σημείωση: Οι κάποιες υπογραμμίσεις (bold) είναι δικές μας.






yle="text-align: center;">

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου