Αφιέρωμα στους Έλληνες εφοπλιστές φιλοξενεί το γερμανικό οικονομικό περιοδικό Capital. Κύριο ερώτημα: ποιο είναι το «μυστικό» της επιτυχίας τους;
Στα χρόνια της κρίσης πολλά αφιερώματα έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τις ελληνικές εφοπλιστικές οικογένειες. Για την ευμάρεια, τον κοσμοπολιτισμό, αλλά και τη (νόμιμη) φοροαποφυγή τους. Το Capital δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι και σήμερα οι εφοπλιστές δεν φορολογούνται με βάση το εισόδημα ή τον τζίρο, αλλά αποκλειστικά με βάση το τονάζ των πλοίων τους, όσα χρήματα και αν κερδίζουν. Η συντάκτρια του άρθρου γράφει ότι η πλήρης φοροαπαλλαγή καθιερώθηκε με τον νόμο 89/1967 που ψήφισε η δικτατορία και, αν εξαιρέσουμε την πρόσφατη συμφωνία για εθελοντική εισφορά 420 εκ. ευρώ, ουσιαστικά δεν άλλαξε μέχρι σήμερα. Μάλιστα, όπως αναφέρεται, «ακόμα και η ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θέλει μόνο να αυξήσει τον φόρο του τονάζ σε ένα ‘ομοιοπαθητικό ποσοστόʼ της τάξεως του 4%. Η φοροαπαλλαγή των εφοπλιστών θεωρείται ‘ιερήʼ. Αυτό οφείλεται και στις 192.000, άμεσες ή έμμεσες, θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργήσει οι εφοπλιστές στην Ελλάδα».
Κι όμως, αυτό το αφιέρωμα είναι διαφορετικό από τα άλλα. Το Capital δεν περιορίζεται σε επικρίσεις, ούτε καταφεύγει σε κουτσομπολιά για τέρψεις εφοπλιστικών γόνων, αλλά με γερμανικό ρεαλισμό σκιαγραφεί το «μυστικό της επιτυχίας» των εφοπλιστών, ενώ ανάμεσα στις γραμμές διαφαίνεται και μία διακριτική έκφραση θαυμασμού για το επιχειρηματικό δαιμόνιο του κλάδου. Ο οποίος μάλιστα φαίνεται να ανθεί και πάλι τελευταία λόγω πετρελαίου, έχοντας δώσει στο πρώτο εξάμηνο του 2015 παραγγελίες για περισσότερα από 150 πλοία, συνολικής αξίας άνω των 4 δις ευρώ.
Οικογενειακή υπόθεση, πειθαρχημένη διαχείριση
Μάθημα πρώτον: ο εφοπλισμός στην Ελλάδα παραμένει οικογενειακή υπόθεση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε κάθε περίπτωση, συνεπάγεται και ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως η ταχύτητα και ευελιξία αποφάσεων. Αυτό επιβεβαιώνει και ο γερμανός τραπεζίτης Κλάους Γκύντερ Μπούντελμαν, παλαιότερα σύμβουλος και συνεργάτης εφοπλιστικών οικογενειών για τις δουλειές τους στη βόρεια Ευρώπη. Στο γραφείο του, με θέα στα κανάλια του Αμβούργου, ο Μπούντελμαν έχει φυλάξει σπάνια αναμνηστικά, όπως μία προ 30ετίας φωτογραφία από τον γάμο του Τζων Λύρα ή ένα σκίτσο με το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Πατέρα από τη Χίο. Η οποία, όπως τονίζει ο γερμανός τραπεζίτης, «είναι το powerhouse του ελληνικού εφοπλισμού. Εκεί, επαγγελματικά και ιδιωτικά ζητήματα γίνονται ένα. Ξαδέρφια και μπατζανάκηδες παζαρεύουν τιμές ναύλων το πρωί και μαζεύονται όλοι μαζί για φραπεδάκι το βράδυ». Οικογενειακή δοσοληψία σημαίνει βέβαια και εγκράτεια στις δαπάνες, τονίζει από την πλευρά της η Γαλλίδα Καμίλ Εγκλόφ, στέλεχος της εταιρείας συμβούλων BCG με εμπειρία 15 ετών στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει «ακόμα και ένας λογαριασμός 100 ευρώ πρέπει να περάσει από προσωπική έγκριση του ιδιοκτήτη, που είναι συνήθως ο πατέρας ή άλλος στενός συγγενής. Αυτό εμπεδώνει μία έντονη αίσθηση αυτοπειθαρχίας».
Η νοοτροπία αυτή προφανώς επεκτείνεται σε όλες τις συναλλαγές, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Κλάους Γκύντερ Μπούντελμαν, αποκαλύπτοντας μία προσωπική ανάμνηση από επαγγελματικό δείπνο στο Λονδίνο πριν από πολλά χρόνια: Έλληνες εφοπλιστές ήθελαν να ιδρύσουν καταπίστευμα με αρχικό κεφάλαιο 100.000 δολαρίων και η σχετική διαπραγμάτευση παρατεινόταν στο διηνεκές. «Ήταν απίστευτο», θυμάται ο Μπούντελμαν, «στο τραπέζι κάθονταν άνδρες με περιουσίες δισεκατομμυρίων δολαρίων και χαίρονταν όλοι τους σαν μικρά παιδιά όταν είπα ότι δεν θα χρεώσω την αμοιβή μου για το consulting». Το συμπέρασμα του τραπεζίτη: «Οι Έλληνες θέλουν να διαπραγματεύονται τα πάντα, είτε πρόκειται για ναύλα, είτε για επιτόκια». Για να ξεφύγει από το συνεχές «παζάρι» ο Μπούντελμαν σκέφτηκε το εξής απλό: στην αρχή ζητούσε πάντα κάτι παραπάνω. «Και τότε μου έλεγαν: ‘Oh, c᾽mon Claus᾽. Δεν αισθάνονταν ευτυχισμένοι, αν δεν παζάρευαν τουλάχιστον το ένα όγδοο της αρχικής τιμής», θυμάται ο γερμανός τραπεζίτης. Το συμπέρασμά του: είναι άνθρωποι συμπαθείς και ελκυστικοί και σίγουρα οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης γνωρίζουν πλέον πόσο σκληρά μπορούν να διαπραγματεύονται οι Έλληνες…
Η αντικυκλική συμπεριφορά φέρνει κέρδη
Κι ένα ακόμη δίδαγμα: οι Έλληνες εφοπλιστές, τονίζει το Capital, οσμίζονταν πάντα τις διακυμάνσεις της διεθνούς πολιτικής και είχαν θάρρος να δράσουν αντικυκλικά ή τουλάχιστον να προβλέψουν πώς θα εξελιχθεί ο οικονομικός κύκλος. Παράδειγμα αποτελεί η πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ʼ70, όταν πρόλαβαν να πουλήσουν εγκαίρως τον στόλο τους, αλλά και η ελεύθερη πτώση των ναύλων στα τέλη του 2007, οπότε οι ισχυρές οικογένειες του κλάδου πούλησαν εγκαίρως τα πλοία τους και παρακολουθούσαν με «γεμάτες τσέπες» την επερχόμενη οικονομική κρίση, όπως αναφέρει το Capital. Συμπέρασμα: «Ακόμη και σήμερα στον κλάδο της ναυτιλίας ισχύει ένα ρητό: αγόραζε όταν αγοράζουν οι Έλληνες, πούλα όταν αγοράζουν οι Νορβηγοί».
Capital / Γιάννης Παπαδημητρίου
Πηγή: Deutsche Welle
http://dw.com/p/1Gq9v
Κι όμως, αυτό το αφιέρωμα είναι διαφορετικό από τα άλλα. Το Capital δεν περιορίζεται σε επικρίσεις, ούτε καταφεύγει σε κουτσομπολιά για τέρψεις εφοπλιστικών γόνων, αλλά με γερμανικό ρεαλισμό σκιαγραφεί το «μυστικό της επιτυχίας» των εφοπλιστών, ενώ ανάμεσα στις γραμμές διαφαίνεται και μία διακριτική έκφραση θαυμασμού για το επιχειρηματικό δαιμόνιο του κλάδου. Ο οποίος μάλιστα φαίνεται να ανθεί και πάλι τελευταία λόγω πετρελαίου, έχοντας δώσει στο πρώτο εξάμηνο του 2015 παραγγελίες για περισσότερα από 150 πλοία, συνολικής αξίας άνω των 4 δις ευρώ.
Οικογενειακή υπόθεση, πειθαρχημένη διαχείριση
Μάθημα πρώτον: ο εφοπλισμός στην Ελλάδα παραμένει οικογενειακή υπόθεση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε κάθε περίπτωση, συνεπάγεται και ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως η ταχύτητα και ευελιξία αποφάσεων. Αυτό επιβεβαιώνει και ο γερμανός τραπεζίτης Κλάους Γκύντερ Μπούντελμαν, παλαιότερα σύμβουλος και συνεργάτης εφοπλιστικών οικογενειών για τις δουλειές τους στη βόρεια Ευρώπη. Στο γραφείο του, με θέα στα κανάλια του Αμβούργου, ο Μπούντελμαν έχει φυλάξει σπάνια αναμνηστικά, όπως μία προ 30ετίας φωτογραφία από τον γάμο του Τζων Λύρα ή ένα σκίτσο με το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Πατέρα από τη Χίο. Η οποία, όπως τονίζει ο γερμανός τραπεζίτης, «είναι το powerhouse του ελληνικού εφοπλισμού. Εκεί, επαγγελματικά και ιδιωτικά ζητήματα γίνονται ένα. Ξαδέρφια και μπατζανάκηδες παζαρεύουν τιμές ναύλων το πρωί και μαζεύονται όλοι μαζί για φραπεδάκι το βράδυ». Οικογενειακή δοσοληψία σημαίνει βέβαια και εγκράτεια στις δαπάνες, τονίζει από την πλευρά της η Γαλλίδα Καμίλ Εγκλόφ, στέλεχος της εταιρείας συμβούλων BCG με εμπειρία 15 ετών στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει «ακόμα και ένας λογαριασμός 100 ευρώ πρέπει να περάσει από προσωπική έγκριση του ιδιοκτήτη, που είναι συνήθως ο πατέρας ή άλλος στενός συγγενής. Αυτό εμπεδώνει μία έντονη αίσθηση αυτοπειθαρχίας».
Η νοοτροπία αυτή προφανώς επεκτείνεται σε όλες τις συναλλαγές, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Κλάους Γκύντερ Μπούντελμαν, αποκαλύπτοντας μία προσωπική ανάμνηση από επαγγελματικό δείπνο στο Λονδίνο πριν από πολλά χρόνια: Έλληνες εφοπλιστές ήθελαν να ιδρύσουν καταπίστευμα με αρχικό κεφάλαιο 100.000 δολαρίων και η σχετική διαπραγμάτευση παρατεινόταν στο διηνεκές. «Ήταν απίστευτο», θυμάται ο Μπούντελμαν, «στο τραπέζι κάθονταν άνδρες με περιουσίες δισεκατομμυρίων δολαρίων και χαίρονταν όλοι τους σαν μικρά παιδιά όταν είπα ότι δεν θα χρεώσω την αμοιβή μου για το consulting». Το συμπέρασμα του τραπεζίτη: «Οι Έλληνες θέλουν να διαπραγματεύονται τα πάντα, είτε πρόκειται για ναύλα, είτε για επιτόκια». Για να ξεφύγει από το συνεχές «παζάρι» ο Μπούντελμαν σκέφτηκε το εξής απλό: στην αρχή ζητούσε πάντα κάτι παραπάνω. «Και τότε μου έλεγαν: ‘Oh, c᾽mon Claus᾽. Δεν αισθάνονταν ευτυχισμένοι, αν δεν παζάρευαν τουλάχιστον το ένα όγδοο της αρχικής τιμής», θυμάται ο γερμανός τραπεζίτης. Το συμπέρασμά του: είναι άνθρωποι συμπαθείς και ελκυστικοί και σίγουρα οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης γνωρίζουν πλέον πόσο σκληρά μπορούν να διαπραγματεύονται οι Έλληνες…
Η αντικυκλική συμπεριφορά φέρνει κέρδη
Κι ένα ακόμη δίδαγμα: οι Έλληνες εφοπλιστές, τονίζει το Capital, οσμίζονταν πάντα τις διακυμάνσεις της διεθνούς πολιτικής και είχαν θάρρος να δράσουν αντικυκλικά ή τουλάχιστον να προβλέψουν πώς θα εξελιχθεί ο οικονομικός κύκλος. Παράδειγμα αποτελεί η πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ʼ70, όταν πρόλαβαν να πουλήσουν εγκαίρως τον στόλο τους, αλλά και η ελεύθερη πτώση των ναύλων στα τέλη του 2007, οπότε οι ισχυρές οικογένειες του κλάδου πούλησαν εγκαίρως τα πλοία τους και παρακολουθούσαν με «γεμάτες τσέπες» την επερχόμενη οικονομική κρίση, όπως αναφέρει το Capital. Συμπέρασμα: «Ακόμη και σήμερα στον κλάδο της ναυτιλίας ισχύει ένα ρητό: αγόραζε όταν αγοράζουν οι Έλληνες, πούλα όταν αγοράζουν οι Νορβηγοί».
Capital / Γιάννης Παπαδημητρίου
Πηγή: Deutsche Welle
http://dw.com/p/1Gq9v
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου