του Αριστοφάνη Χουρδάκη*
Μια γυναίκα, που της αρέσαν τα «ξυνά», πηγαίνει στο νερόμυλο να αλέσει το στάρι, αλλά κυρίως για να γνωρίσει το μυλωνά που λέγανε πως «ήταν μουρντάρης και δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα που να μην την πειράξει»...
- Από που’σαι μπρε, της λέει ο μυλωνάς. Δε σε γνωρίζω. Πρώτη φορά σε θωρώ επαέ. Δεν εξανάρθες στο μύλο;
Αυτή, αφού του απάντησε..., του λέει:
- Μα κατέχεις το, μπρε, πως σου ’χουνε βγαρμένη στα τριγύρα τη σούρα σου;
- Και είντα λένε;
- Πως όποια περάσει, λέει, από ’παέ, δεν την αφήνεις ετσά, μόνο τηνε πειράζεις.
- Ψόματα το λένε. Καμιά δεν πειράζω, όξω μου να θέλει.
- Και πως το καταλαβαίνεις ποια θέλει και ποια δε θέλει.
- Μυρίζομαι τζις.
- Για μυρίσου με κι εμένα, του λέει.
Εμετακάθισε στα σακιά και την επλησίασε λίγο, επήρε ύστερα μια βαθειά αναπνοή από τη μύτη και της λέει:
- Εσύ δε θες.
- Συναχωμένος είσαι κακομοίρη μου, του είπε απελπισμένη κι επήρε το αλεύρι κι εμίσεψε.
Γλωσσάρι:
μουρντάρης = γυναικοθήρας
σούρα = δυσφήμιση, κουτσομπολιό
εμίσεψε = έφυγε
____________
* Αριστοφάνης Χουρδάκης: Συνταξιούχος εκπαιδευτικός, που εδώ και χρόνια, με αγάπη για την παράδοση της Κρήτης και το τοπικό γλωσσικό της ιδίωμα, έχει καταφέρει να καταγράψει και να διασώσει ένα μεγάλο μέρος από τους θησαυρούς της προφορικής Κρητικής λογοτεχνίας.
Η ανάρτηση είναι απόσπασμα μιας ιστορίας με τίτλο «Ο συναχωμένος μυλωνάς» από το «πρώτο βιβλίο» του Αριστοφάνη Χουρδάκη με τίτλο «Εύθυμες Κρητηκές Ιστορίες και Ανέκδοτα»
Σχετική ανάρτηση: Τρεις Εύθυμες Κρητικές Ιστορίες
Μια γυναίκα, που της αρέσαν τα «ξυνά», πηγαίνει στο νερόμυλο να αλέσει το στάρι, αλλά κυρίως για να γνωρίσει το μυλωνά που λέγανε πως «ήταν μουρντάρης και δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα που να μην την πειράξει»...
- Από που’σαι μπρε, της λέει ο μυλωνάς. Δε σε γνωρίζω. Πρώτη φορά σε θωρώ επαέ. Δεν εξανάρθες στο μύλο;
Αυτή, αφού του απάντησε..., του λέει:
- Μα κατέχεις το, μπρε, πως σου ’χουνε βγαρμένη στα τριγύρα τη σούρα σου;
- Και είντα λένε;
- Πως όποια περάσει, λέει, από ’παέ, δεν την αφήνεις ετσά, μόνο τηνε πειράζεις.
- Ψόματα το λένε. Καμιά δεν πειράζω, όξω μου να θέλει.
- Και πως το καταλαβαίνεις ποια θέλει και ποια δε θέλει.
- Μυρίζομαι τζις.
- Για μυρίσου με κι εμένα, του λέει.
Εμετακάθισε στα σακιά και την επλησίασε λίγο, επήρε ύστερα μια βαθειά αναπνοή από τη μύτη και της λέει:
- Εσύ δε θες.
- Συναχωμένος είσαι κακομοίρη μου, του είπε απελπισμένη κι επήρε το αλεύρι κι εμίσεψε.
Γλωσσάρι:
μουρντάρης = γυναικοθήρας
σούρα = δυσφήμιση, κουτσομπολιό
εμίσεψε = έφυγε
____________
* Αριστοφάνης Χουρδάκης: Συνταξιούχος εκπαιδευτικός, που εδώ και χρόνια, με αγάπη για την παράδοση της Κρήτης και το τοπικό γλωσσικό της ιδίωμα, έχει καταφέρει να καταγράψει και να διασώσει ένα μεγάλο μέρος από τους θησαυρούς της προφορικής Κρητικής λογοτεχνίας.
Η ανάρτηση είναι απόσπασμα μιας ιστορίας με τίτλο «Ο συναχωμένος μυλωνάς» από το «πρώτο βιβλίο» του Αριστοφάνη Χουρδάκη με τίτλο «Εύθυμες Κρητηκές Ιστορίες και Ανέκδοτα»
Σχετική ανάρτηση: Τρεις Εύθυμες Κρητικές Ιστορίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου