Toυ Mohamed A. El-Erian
από το capital.gr
Στην προσπάθειά τους να αιτιολογήσουν ένα από τα χειρότερα ξεκινήματα των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών σε νέα χρονιά, ορισμένοι αναλυτές στρέφονται σε μακροοικονομικές εξηγήσεις, όπως η οικονομική επιβράδυνση της Κίνας και τα ασυνήθιστα ολισθήματα της πολιτικής της. Άλλοι επιλέγουν να επικεντρωθούν στη χιονοστιβάδα που προκαλούν οι ανεξέλεγκτες αγορές, όπως το πετρέλαιο. Όμως, καμία εξήγηση δεν είναι επαρκώς περιεκτική και καμία δεν καταφέρνει να αιτιολογήσει τις σημαντικές αλλαγές στην ρευστότητα και τη μεταβλητότητα.
Ο αρνητικός αντίκτυπος στην αγορά από την επιβράδυνση της ανάπτυξης της Κίνας έχει διογκωθεί από κάποιες ασυνήθιστες κινήσεις πολιτικής, όπως η ξαφνική αναστολή λειτουργίας των αυτόματων διακοπτών στη χρηματιστηριακή αγορά, η μερική απώλεια επιρροής στην ολοένα αυξανόμενη offshore αγορά του νομίσματος και η κακή επικοινωνία. Αυτά από μόνα τους, ωστόσο, δεν δικαιολογούν την έκταση των ρευστοποιήσεων που εκδηλώθηκαν στις μετοχές του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών, όπου η πτώση 8% του Standard & Poors 500 τις τελευταίες δύο εβδομάδες ήταν ασύμβατη με μια οικονομία που συνεχίζει να γιατρεύει τις πληγές της.
Μια παρόμοια δυναμική παρατηρείται στην αγορά πετρελαίου. Ναι, οι τιμές του πετρελαίου έχουν πληγεί από την αναντιστοιχία μεταξύ της αυξανόμενης προσφοράς, συμπεριλαμβανομένης αυτής από σχιστόλιθο, και της επιβραδυνόμενης ζήτησης. Το φαινόμενο έχει σίγουρα επιδεινωθεί από την απόφαση του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγών Κρατών (OPEC) να εγκαταλείψει το ρόλο του ρυθμιστή (που σημαίνει να μειώσει την παραγωγή για να ανακόψει την πτώση των τιμών). Αλλά οι συνεπακόλουθες κινήσεις στο πετρέλαιο και ο βαθμός στον οποίο έχουν συμβάλει στην ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια, είναι υπερεκτιμημένα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επίδραση σε κλάδους και χώρες που είναι μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας και επωφελούνται από την τεράστια πτώση.
Γιατί λοιπόν, ακόμη και οι μικρές αλλαγές αυτών των μεταβλητών οδηγούν σε τόσο μεγάλες μεταβολές στις τιμές των χρηματοοικονομικών παγίων, ανοδικές και καθοδικές; Και γιατί οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές μπαίνουν στο ντόμινο της πτώσης;
Οι χρηματοοικονομικές αγορές πραγματοποιούν δύο σημαντικές μεταβάσεις, οι οποίες όχι μόνο μεγεθύνουν την επίδραση ακόμη και των μικρότερων εξελίξεων στην Κίνα και το πετρέλαιο αλλά εντείνουν και τη γενική αποστροφή προς το ρίσκο και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για πιο απρόβλεπτες εξελίξεις.
Η πρώτη αφορά τη στροφή από ένα παρατεταμένο καθεστώς ελεγχόμενης οικονομικής αστάθειας προς ένα περιβάλλον στο οποίο η αστάθεια αυτή είναι υψηλότερη και λιγότερο προβλέψιμη. Ο κύριος λόγος είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι πλέον λιγότερο πρόθυμες (στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) ή λιγότερο σε θέση (στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας) να καταστέλλουν τη μεταβλητότητα. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η μετάβαση αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε υψηλότερη αποστροφή προς το ρίσκο, απομόχλευση και χαρτοφυλάκια με χαμηλότερη ανάληψη κινδύνων, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τα μοντέλα που στηρίζονται στον κίνδυνο και τις τοποθετήσεις παγίων που χρησιμοποιούν τη μεταβλητότητα ως σημαντικό συντελεστή.
Η δεύτερη μετάβαση περιλαμβάνει τη ρευστότητα και μια απομάκρυνση από τους ισολογισμούς που πηγαίνουν κόντρα στον οικονομικό κύκλο. Αντιμέτωποι με τις αυστηρότερες ρυθμίσεις και τη σημαντικά μειωμένη όρεξη της αγοράς για βραχυπρόθεσμα κέρδη, οι χρηματιστές-dealers είναι πολύ λιγότερο πρόθυμοι να δράσουν όταν η αγορά εκτοξεύεται. Άλλες πηγές κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών επενδυτικών ταμείων, αντιμετωπίζουν επίσης περιορισμούς στην αύξηση της ανάληψης κινδύνων.
Αν αφήνονταν ανεξέλεγκτες, αυτές οι δύο μεταβάσεις θα τροφοδοτούσαν η μία την άλλη, εντείνοντας τη γενική αίσθηση χρηματοπιστωτικής αστάθειας και ανασφάλειας. Όσο περισσότερο συνεχίζεται αυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι η μεταβλητότητα αλλά και η απειλή δυσμενών συνεπειών για τα οικονομικά και εταιρικά θεμελιώδη. Και τόσο υψηλότερος ο κίνδυνος η αστάθεια να διαχυθεί εκ νέου στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τροφοδοτώντας έναν αποσταθεροποιητικό φαύλο κύκλο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής "εξάρθρωσης".
Τα καλά νέα είναι ότι αυτή η δυναμική αυτοκαταστρέφεται. Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει μόνο μετά από μπόλικη μεταβλητότητα, η οποία συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο πολύ απότομων και άτακτων υποχωρήσεων των τιμών των χρηματοοικονομικών παγίων καθώς και διάχυσης. Κατά τη διαδικασία, αυτή η αναταραχή δρα περιοριστικά στις δαπάνες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάπτυξη.
Μια πολύ καλύτερη λύση θα ήταν τα βελτιούμενα θεμελιώδη να στηρίξουν και να εγγυηθούν για τις τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, παρέχοντας το πλαίσιο για την παραγωγική εμπλοκή μεγάλης ρευστότητας που σήμερα μένει στο περιθώριο, είτε στους ισολογισμούς των εταιρειών είτε ως πλεονάζουσες αποταμιεύσεις νοικοκυριών. Θα χρειαστεί να γίνουν προσαρμογές στην πολιτική για να συμβεί αυτό, και, αυτή τη φορά, η απάντηση δεν μπορεί να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των κεντρικών τραπεζών γενικότερα (και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ειδικότερα).
Πράγματι, ακόμη και αν η Fed κατέφευγε σε ένα νέο πρόγραμμα αγοράς τίτλων μεγάλης κλίμακας ("QE4"), τα μέτρα οικονομικής αποτελεσματικότητας θα τίθονταν εξαρχής σε αμφιβολία εάν δεν συνοδεύονταν από αναπτυξιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, περισσότερο δραστική δημοσιονομική πολιτική και απαλοιφή του εκκρεμούς χρέους.
Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Το τι θα συμβεί στη συνέχεια εξαρτάται από τις επιλογές που θα γίνουν τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες, κυρίως από πολιτικούς, οι οποίοι, μέσω της αδράνειας και των κομματικών διαπληκτισμών, έχουν ρίξει εδώ και καιρό το βάρος της πολιτικής στις κεντρικές τράπεζες.
Πηγή: www.capital.gr 20.01.2016
http://www.capital.gr/story/3096918
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου