Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης δεν πέρασε ποτέ την Πράσινη Γραμμή. Ο ίδιος εξηγεί τους λόγους.
Από τον Φιλελεύθερο /
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Με ρωτάτε γιατί δεν πήγα στα κατεχόμενα.
Μακάρι να μπορούσα να πήγαινα, το λαχταρώ. Αλλά με εμποδίζει ο έλεγχος ταυτότητας στα σημεία ελέγχου των οδοφραγμάτων. Είναι ζήτημα για μένα ποιητικής αισθητικής και πνευματικής αντίστασης. Άνοστο πράμα, κι εξευτελιστικό συνάμα, να δείχνεις ταυτότητα για να περάσεις απέναντι στην πατρίδα σου.
Πολλοί σου λένε, «Ας το να πάει στο καλό. Ποιος αναγνωρίζει το ψευδοκράτος!» Δεν είναι ζήτημα αναγνώρισης, είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Κάποιος θα πρέπει να πει ένα όχι. Όχι γιατί θα πρέπει να το πει, αλλά γιατί αυτό το όχι είναι η ουσία μιας άλλης μνήμης, που είναι εντός ημών και εκτός ημών ταυτόχρονα. Είναι η μνήμη αυτού που μας συγκροτεί ως ανθρώπους και συνθέτει μιαν αναλλοίωτη άχραντη εικόνα του τόπου.
Οφείλω να διευκρινίσω πως δεν έχω φυσικά το δικαίωμα να κατακρίνω οποιονδήποτε νιώθει την ανάγκη να πηγαίνει ως επισκέπτης στον κατεχόμενο γενέθλιο τόπο του, στη γη των πατέρων του, στα ιερά σεβάσματά μας. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο πατριώτη από τους άλλους, δεν πλειοδοτώ σε εθνικισμό. Χύνω δάκρυα κάθε φορά που γίνομαι μάρτυρας (τηλεοπτικός ή εφήμερος αναγνώστης) των ανθρώπων του λαού μας, όταν πηγαίνουν ή όταν γυρνούν από το προσκύνημά τους στην κατεχόμενη πατρίδα. (Προσοχή: Ο όρος «ημικατεχόμενη» είναι σαφώς λανθασμένος. Άμα πονά ένα μέρος του σώματός σου −ένα δόντι, ας πούμε, ή ένα δάκτυλο− πονάς ολόκληρος, δεν έχεις «ημιπόνο». Ποτέ δεν λες τη λίγη θλίψη «ημιθλίψη» ή τη μικρή χαρά «ημιχαρά». Άμα λοιπόν πονάς, ο πόνος κυριεύει ολόκληρο το σώμα –πόσο μάλλον όταν ο πόνος τέμνει την ίδια την ψυχή!)
Βέβαια είναι και το άλλο: Tα παιδιά μας πρέπει να γνωρίζουν τη γη των πατέρων τους, το ακέραιο σώμα της πατρίδας, έτσι ώστε να μη διαμοιράζουν τη μνήμη στην απ’ εδώ και στην άλλη πλευρά. Η πλήρης γνώση της πατρογονικής μας γης είναι ανάγκη και χρέος. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της Παιδείας. Το περιώνυμο ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ κατάντησε αυτοκόλλητο σε φανέλες και τυποποιημένες σχολικές παραστάσεις. Ποιος θα σηκώσει το βάρος της μνήμης, που συναιρείται με τα ευγενέστερα στοιχεία και τις εσωτερικές ρυθμίσεις της ψυχής;
Το πρόβλημα της Κύπρου είναι κατ’ εξοχήν πνευματικό. Ακόμα και η «λύση» που θα προκύψει με βάση το δίκαιο του ισχυροτέρου (που ξέρουμε ποιος είναι) δεν θα έχει δυνατότητα επιτυχίας εάν παραγνωρίσει και δεν σεβαστεί την Αφροδίτη και τον Άδωνι. Θέλω να πω, ο χαρακτήρας του τόπου εδράζεται στην προαιώνια μυθική ιστορία του, στο μυστήριο μιας άλλης πραγματικότητας, που μας συνθέτει ως Κυπρίους.
Έτσι που οδηγούμε (ή μας οδηγούν) τα πράγματα, θα χρειαστεί κάποια στιγμή να στοχαστούμε απάνω στη μοίρα μας και να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας, όχι μονάχα την εθνική παρά και την πνευματική. Δεν είμαστε παρά μονάχα Έλληνες, Έλληνες της Κύπρου. (Ο όρος «Ελληνοκύπριοι» αλλοιώνει την εικόνα, αν και είναι συμβατός και συμβεβλημένος με τον όρο «Τουρκοκύπριοι». Ποια η διαφορά; θα ρωτήσετε. Απαντώ: Οι Κρήτες δεν καλούνταν «Ελληνοκρήτες», ενώ μιλάμε για Τουρκοκρητικούς).
Το εξαγγελτικό μοτίβο ενός τόπου το δίνει ο ουσιώδης χαρακτήρας του. Το ελληνικό στοιχείο της Κύπρου αποτελεί τη συνέχεια ενός πολιτισμού που είχε συνείδηση ταυτότητας δώδεκα τουλάχιστον αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού. Η βόρεια ακτή της Κύπρου, γεμάτη ελληνικά πολίσματα και βασίλεια, λεγόταν από τότε «Αχαιών Ακτή». Ύστερα ήρθαν οι αλλεπάλληλοι κατακτητές, και φυσικά και οι Τούρκοι πριν τεσσερισήμισι μόλις αιώνες (κατ’ ακρίβεια το 1570).
Τα λέω αυτά, όχι για ν’ αφαιρέσω το φυσικό δικαίωμα στους Τουρκοκυπρίους να υπάρχουν σ’ αυτόν τον τόπο και να τον θεωρούν και δικιά τους πατρίδα, αλλά για να διαφανεί ποιος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης ως προς τα κληρονομημένα πνευματικά δικαιώματα. Τώρα συζητάμε επί ίσοις όροις και αύριο θα διαμοιράσουμε τα ιμάτια της πατρίδας. Γνωρίζουμε ήδη ποιον θα ευνοήσει ο κλήρος, αφού το παιχνίδι είναι στημένο και ρυθμίζεται από τον εισβολέα.
Το σατανικό σχέδιο του Ντενκτάς και της Άγκυρας για φυλετικό και γεωγραφικό διαχωρισμό −στο οποίο συμβάλαμε κι εμείς ηλιθίως με το ολέθριο πραξικόπημα− υφίσταται στις μέρες μας με τον εξορκισμό της «επαναπροσέγγισης». Η έμμονη εστίαση στην επαναπροσέγγιση, πέρα από τη λανθασμένη χρήση του όρου, δημιουργεί στους ξένους την εντύπωση πως όλα κυλούν μέλι-γάλα και πως οι Κύπριοι θα ξεπεράσουν το πρόβλημα με την αμοιβαιότητα της αγάπης. Οι ξένοι κι εμείς λειτουργούμε ωσάν η κατοχή να είναι εξοχική διαμονή και περίπατος στο δάσος. Μας διαφεύγει αφελώς ο καρκινογόνος όγκος της Τουρκίας, η αρπακτική βουλιμία της, ο θανατηφόρος εναγκαλισμός της. Ο δράκος, κυριολεκτικά, του νερού και του αγωγού ξαγρυπνά, το χνότο του είναι από πάνω μας −οφείλουμε να έχουμε τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά. Για να μπορούμε να αναιρούμε, έστω, την απώλεια του εθνικού μας εδάφους με τη δύναμη των λέξεων.
Ιδού γιατί ανθίσταμαι ακόμη και δεν πήγα στην κατεχόμενη γη μας. Αρνούμαι να δεχτώ, για παράδειγμα, την Αμμόχωστο ως «πόλη-φάντασμα», ωσάν να είναι τσόφλι, σκέτο περίβλημα που δεν σαλεύει μέσα του η ζωή. Αλλά η πραγματικότητα είναι διττή: περιοριζόμαστε να βλέπουμε μονάχα το ορατό της μέρος και μας διαφεύγει το ανείδωτο. Εκεί βρίσκεται όμως η όλη ουσία· στη μετατροπή του ορατού σε αόρατο, στην αναγωγή της άχραντης εικόνας σε επίπεδο αφθαρσίας και θάμβους. Ποιητικό μου χρέος ο εναλλακτικός καθαρμός· η «πόλη-όραμα», που καθιστά εμπράγματο τον πόθο, εμπλουτίζει τον ορίζοντα του νόστου και προσθέτει νόημα πνευματικό στον κύκλο των παθών μας.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Από τον Φιλελεύθερο /
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Με ρωτάτε γιατί δεν πήγα στα κατεχόμενα.
Μακάρι να μπορούσα να πήγαινα, το λαχταρώ. Αλλά με εμποδίζει ο έλεγχος ταυτότητας στα σημεία ελέγχου των οδοφραγμάτων. Είναι ζήτημα για μένα ποιητικής αισθητικής και πνευματικής αντίστασης. Άνοστο πράμα, κι εξευτελιστικό συνάμα, να δείχνεις ταυτότητα για να περάσεις απέναντι στην πατρίδα σου.
Πολλοί σου λένε, «Ας το να πάει στο καλό. Ποιος αναγνωρίζει το ψευδοκράτος!» Δεν είναι ζήτημα αναγνώρισης, είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Κάποιος θα πρέπει να πει ένα όχι. Όχι γιατί θα πρέπει να το πει, αλλά γιατί αυτό το όχι είναι η ουσία μιας άλλης μνήμης, που είναι εντός ημών και εκτός ημών ταυτόχρονα. Είναι η μνήμη αυτού που μας συγκροτεί ως ανθρώπους και συνθέτει μιαν αναλλοίωτη άχραντη εικόνα του τόπου.
Οφείλω να διευκρινίσω πως δεν έχω φυσικά το δικαίωμα να κατακρίνω οποιονδήποτε νιώθει την ανάγκη να πηγαίνει ως επισκέπτης στον κατεχόμενο γενέθλιο τόπο του, στη γη των πατέρων του, στα ιερά σεβάσματά μας. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο πατριώτη από τους άλλους, δεν πλειοδοτώ σε εθνικισμό. Χύνω δάκρυα κάθε φορά που γίνομαι μάρτυρας (τηλεοπτικός ή εφήμερος αναγνώστης) των ανθρώπων του λαού μας, όταν πηγαίνουν ή όταν γυρνούν από το προσκύνημά τους στην κατεχόμενη πατρίδα. (Προσοχή: Ο όρος «ημικατεχόμενη» είναι σαφώς λανθασμένος. Άμα πονά ένα μέρος του σώματός σου −ένα δόντι, ας πούμε, ή ένα δάκτυλο− πονάς ολόκληρος, δεν έχεις «ημιπόνο». Ποτέ δεν λες τη λίγη θλίψη «ημιθλίψη» ή τη μικρή χαρά «ημιχαρά». Άμα λοιπόν πονάς, ο πόνος κυριεύει ολόκληρο το σώμα –πόσο μάλλον όταν ο πόνος τέμνει την ίδια την ψυχή!)
Βέβαια είναι και το άλλο: Tα παιδιά μας πρέπει να γνωρίζουν τη γη των πατέρων τους, το ακέραιο σώμα της πατρίδας, έτσι ώστε να μη διαμοιράζουν τη μνήμη στην απ’ εδώ και στην άλλη πλευρά. Η πλήρης γνώση της πατρογονικής μας γης είναι ανάγκη και χρέος. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της Παιδείας. Το περιώνυμο ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ κατάντησε αυτοκόλλητο σε φανέλες και τυποποιημένες σχολικές παραστάσεις. Ποιος θα σηκώσει το βάρος της μνήμης, που συναιρείται με τα ευγενέστερα στοιχεία και τις εσωτερικές ρυθμίσεις της ψυχής;
Το πρόβλημα της Κύπρου είναι κατ’ εξοχήν πνευματικό. Ακόμα και η «λύση» που θα προκύψει με βάση το δίκαιο του ισχυροτέρου (που ξέρουμε ποιος είναι) δεν θα έχει δυνατότητα επιτυχίας εάν παραγνωρίσει και δεν σεβαστεί την Αφροδίτη και τον Άδωνι. Θέλω να πω, ο χαρακτήρας του τόπου εδράζεται στην προαιώνια μυθική ιστορία του, στο μυστήριο μιας άλλης πραγματικότητας, που μας συνθέτει ως Κυπρίους.
Έτσι που οδηγούμε (ή μας οδηγούν) τα πράγματα, θα χρειαστεί κάποια στιγμή να στοχαστούμε απάνω στη μοίρα μας και να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας, όχι μονάχα την εθνική παρά και την πνευματική. Δεν είμαστε παρά μονάχα Έλληνες, Έλληνες της Κύπρου. (Ο όρος «Ελληνοκύπριοι» αλλοιώνει την εικόνα, αν και είναι συμβατός και συμβεβλημένος με τον όρο «Τουρκοκύπριοι». Ποια η διαφορά; θα ρωτήσετε. Απαντώ: Οι Κρήτες δεν καλούνταν «Ελληνοκρήτες», ενώ μιλάμε για Τουρκοκρητικούς).
Το εξαγγελτικό μοτίβο ενός τόπου το δίνει ο ουσιώδης χαρακτήρας του. Το ελληνικό στοιχείο της Κύπρου αποτελεί τη συνέχεια ενός πολιτισμού που είχε συνείδηση ταυτότητας δώδεκα τουλάχιστον αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού. Η βόρεια ακτή της Κύπρου, γεμάτη ελληνικά πολίσματα και βασίλεια, λεγόταν από τότε «Αχαιών Ακτή». Ύστερα ήρθαν οι αλλεπάλληλοι κατακτητές, και φυσικά και οι Τούρκοι πριν τεσσερισήμισι μόλις αιώνες (κατ’ ακρίβεια το 1570).
Τα λέω αυτά, όχι για ν’ αφαιρέσω το φυσικό δικαίωμα στους Τουρκοκυπρίους να υπάρχουν σ’ αυτόν τον τόπο και να τον θεωρούν και δικιά τους πατρίδα, αλλά για να διαφανεί ποιος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης ως προς τα κληρονομημένα πνευματικά δικαιώματα. Τώρα συζητάμε επί ίσοις όροις και αύριο θα διαμοιράσουμε τα ιμάτια της πατρίδας. Γνωρίζουμε ήδη ποιον θα ευνοήσει ο κλήρος, αφού το παιχνίδι είναι στημένο και ρυθμίζεται από τον εισβολέα.
Το σατανικό σχέδιο του Ντενκτάς και της Άγκυρας για φυλετικό και γεωγραφικό διαχωρισμό −στο οποίο συμβάλαμε κι εμείς ηλιθίως με το ολέθριο πραξικόπημα− υφίσταται στις μέρες μας με τον εξορκισμό της «επαναπροσέγγισης». Η έμμονη εστίαση στην επαναπροσέγγιση, πέρα από τη λανθασμένη χρήση του όρου, δημιουργεί στους ξένους την εντύπωση πως όλα κυλούν μέλι-γάλα και πως οι Κύπριοι θα ξεπεράσουν το πρόβλημα με την αμοιβαιότητα της αγάπης. Οι ξένοι κι εμείς λειτουργούμε ωσάν η κατοχή να είναι εξοχική διαμονή και περίπατος στο δάσος. Μας διαφεύγει αφελώς ο καρκινογόνος όγκος της Τουρκίας, η αρπακτική βουλιμία της, ο θανατηφόρος εναγκαλισμός της. Ο δράκος, κυριολεκτικά, του νερού και του αγωγού ξαγρυπνά, το χνότο του είναι από πάνω μας −οφείλουμε να έχουμε τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά. Για να μπορούμε να αναιρούμε, έστω, την απώλεια του εθνικού μας εδάφους με τη δύναμη των λέξεων.
Ιδού γιατί ανθίσταμαι ακόμη και δεν πήγα στην κατεχόμενη γη μας. Αρνούμαι να δεχτώ, για παράδειγμα, την Αμμόχωστο ως «πόλη-φάντασμα», ωσάν να είναι τσόφλι, σκέτο περίβλημα που δεν σαλεύει μέσα του η ζωή. Αλλά η πραγματικότητα είναι διττή: περιοριζόμαστε να βλέπουμε μονάχα το ορατό της μέρος και μας διαφεύγει το ανείδωτο. Εκεί βρίσκεται όμως η όλη ουσία· στη μετατροπή του ορατού σε αόρατο, στην αναγωγή της άχραντης εικόνας σε επίπεδο αφθαρσίας και θάμβους. Ποιητικό μου χρέος ο εναλλακτικός καθαρμός· η «πόλη-όραμα», που καθιστά εμπράγματο τον πόθο, εμπλουτίζει τον ορίζοντα του νόστου και προσθέτει νόημα πνευματικό στον κύκλο των παθών μας.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου