του Ηλία Παπαϊωάννου* / στην Καθημερινή
Tο μνημόνιο συνεργασίας της Ελλάδας με τους θεσμούς υπήρξε στην ουσία το πρώτο ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της οικονομίας κατά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Τι έφταιξε;
Ας ξεκινήσουμε με τα σφάλματα στον σχεδιασμό.
Πρώτον, καθώς η απομείωση του δημοσίου χρέους αποκλείστηκε εξαρχής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η βιωσιμότητά του μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε ένα ιδιαιτέρως αισιόδοξο σενάριο, με βραχύβια και περιορισμένη ύφεση. Η καθυστερημένη αναδιάρθρωση του χρέους μετρίασε τις θετικές της συνέπειες και επέτεινε τις αρνητικές, κυρίως με την παράταση της αβεβαιότητας και τη μετάσταση του προβλήματος στις τράπεζες.
Δεύτερον, αν και ο στόχος των μνημονίων ήταν τόσο η δημοσιονομική προσαρμογή όσο και η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, η τρόικα και οι ελληνικές κυβερνήσεις (2009-2014) επικεντρώθηκαν μόνο στο πρώτο. Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όπως η απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από ένα δυσλειτουργικό και διεφθαρμένο κράτος, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η προστασία των επενδυτών ατόνησαν.
Τρίτον, η τρόικα υποεκτίμησε τα αρνητικά αποτελέσματα της αύξησης της φορολογίας και της περικοπής μισθών και συντάξεων. Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές ήταν μεγάλοι, καθώς η ελληνική οικονομία, παραδόξως για το μικρό μέγεθός της, είναι κλειστή και εσωστρεφής.
Τέταρτον, οι συντάκτες του μνημονίου υπέθεσαν λανθασμένα ότι η Ελλάδα, μια ανεπτυγμένη χώρα της Ευρωζώνης, είχε τη δυνατότητα εφαρμογής των μνημονικών υποχρεώσεων. Οπως αποκαλύφθηκε, οι κρατικοί θεσμοί είχαν διαβρωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η διοίκηση δεν μπορούσε να εφαρμόσει ψηφισμένους νόμους.
Πέμπτον, δεν υπήρξαν προβλέψεις για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Το κράτος πρόνοιας κατέρρευσε, φανερώνοντας τις τραγικές ανισότητες του ελληνικού υποδείγματος κρατικοδίαιτης ανάπτυξης των ημετέρων.
Πέραν αυτών, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας δεν εκτιμήθηκαν ορθά. Οι δημόσιοι φορείς, αντί να συμβάλουν στην ανάπτυξη και να αμβλύνουν τις ανισότητες, έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Είχε δημιουργηθεί ένα σοβιετικού τύπου κράτος, με δαιδαλώδη γραφειοκρατία, διάχυτη διαφθορά και μνημειώδη αναποτελεσματικότητα. Αντανακλώντας τη διολίσθηση αυτή, το δημόσιο χρέος αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς, παραμένοντας βιώσιμο μόνο χάρη στους υψηλούς δείκτες ανάπτυξης και τη χαμηλού κόστους αναχρηματοδότηση, που επιτεύχθηκε με την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη.
Οι υποχρεώσεις όμως του κράτους μεγάλωναν, καθώς οι κυβερνήσεις (με τη βοήθεια των λαϊκίστικων αντιπολιτεύσεων) ανέβαλλαν αναγκαίες παρεμβάσεις, για να οδηγήσουν το 2009 στον πλήρη εκτροχιασμό.
Παράλληλα, οι επιδόσεις της χώρας σε κρίσιμα μέτωπα, όπως η Δικαιοσύνη και η συλλογή φόρων, απείχαν πολύ από αυτές ανεπτυγμένων κρατών, ενώ ο ιδιωτικός τομέας χαρακτηριζόταν από πλήθος (πολύ) μικρών και εσωστρεφών επιχειρήσεων.
Ο αριθμός των μεσαίου και μεγάλου μεγέθους ελληνικών εταιρειών με εξαγωγικό προσανατολισμό ήταν (και είναι) εξαιρετικά μικρός. Τέλος, η ελληνική κοινωνία φάνηκε ανέτοιμη για ένα τόσο μεγάλο και σύνθετο εγχείρημα. Η ανοιχτή Ελλάδα, με καινοτόμες επιχειρήσεις που μπορούν να ανταγωνιστούν στο διεθνές περιβάλλον, είναι δύσκολα συμβατή με τη φοβία στο ξένο, τη συνωμοσιολογία, την έλλειψη εμπιστοσύνης και την αποποίηση ευθυνών.
Διάχυτος λαϊκισμός
Σε επίπεδο εφαρμογής, έγινε λάθος ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί οι παρεμβάσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να υπάρξει ένταση του ανταγωνισμού, πτώση τιμών και αύξηση της απασχόλησης και να ακολουθήσουν οι παρεμβάσεις στα εργασιακά.
Επιπλέον, πολλές παρεμβάσεις, π.χ. στο ασφαλιστικό, έπρεπε να ήταν εξαρχής πιο βαθιές, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αντί να κατηγορούν τους πιστωτές για τα προγράμματα προσαρμογής. Καταλυτικής σημασίας ήταν η απουσία συναίνεσης, τόσο στη Βουλή όσο και στην κοινωνία.
Ο βαθύτερος λόγος αποτυχίας των μνημονιακών πολιτικών υπήρξε ο διάχυτος λαϊκισμός που διακατέχει τη χώρα. Ο λαϊκισμός εμπόδισε τη συνεργασία, δηλητηρίασε τον διάλογο και οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε έναν ιδιότυπο διχασμό. Από το 2010 μέχρι το 2014, η εκάστοτε αντιπολίτευση διαφωνούσε ακόμα και για τα πλέον στοιχειώδη.
Η χώρα μας χρειάζεται άμεσα μια πολύπλευρη και ρηξικέλευθη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Προϋπόθεση είναι να μάθουμε όλοι από τα λάθη μας και να αντισταθούμε στις Σειρήνες του λαϊκισμού, των εύκολων λύσεων και των απλοϊκών πολιτικών. Ας μην καθυστερούμε άλλο.
*Ο κ. Ηλίας Παπαϊωάννου είναι καθηγητής Οικονομικών στο London Business School.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Tο μνημόνιο συνεργασίας της Ελλάδας με τους θεσμούς υπήρξε στην ουσία το πρώτο ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της οικονομίας κατά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Τι έφταιξε;
Ας ξεκινήσουμε με τα σφάλματα στον σχεδιασμό.
Πρώτον, καθώς η απομείωση του δημοσίου χρέους αποκλείστηκε εξαρχής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η βιωσιμότητά του μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε ένα ιδιαιτέρως αισιόδοξο σενάριο, με βραχύβια και περιορισμένη ύφεση. Η καθυστερημένη αναδιάρθρωση του χρέους μετρίασε τις θετικές της συνέπειες και επέτεινε τις αρνητικές, κυρίως με την παράταση της αβεβαιότητας και τη μετάσταση του προβλήματος στις τράπεζες.
Δεύτερον, αν και ο στόχος των μνημονίων ήταν τόσο η δημοσιονομική προσαρμογή όσο και η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, η τρόικα και οι ελληνικές κυβερνήσεις (2009-2014) επικεντρώθηκαν μόνο στο πρώτο. Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όπως η απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από ένα δυσλειτουργικό και διεφθαρμένο κράτος, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η προστασία των επενδυτών ατόνησαν.
Τρίτον, η τρόικα υποεκτίμησε τα αρνητικά αποτελέσματα της αύξησης της φορολογίας και της περικοπής μισθών και συντάξεων. Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές ήταν μεγάλοι, καθώς η ελληνική οικονομία, παραδόξως για το μικρό μέγεθός της, είναι κλειστή και εσωστρεφής.
Τέταρτον, οι συντάκτες του μνημονίου υπέθεσαν λανθασμένα ότι η Ελλάδα, μια ανεπτυγμένη χώρα της Ευρωζώνης, είχε τη δυνατότητα εφαρμογής των μνημονικών υποχρεώσεων. Οπως αποκαλύφθηκε, οι κρατικοί θεσμοί είχαν διαβρωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η διοίκηση δεν μπορούσε να εφαρμόσει ψηφισμένους νόμους.
Πέμπτον, δεν υπήρξαν προβλέψεις για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Το κράτος πρόνοιας κατέρρευσε, φανερώνοντας τις τραγικές ανισότητες του ελληνικού υποδείγματος κρατικοδίαιτης ανάπτυξης των ημετέρων.
Πέραν αυτών, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας δεν εκτιμήθηκαν ορθά. Οι δημόσιοι φορείς, αντί να συμβάλουν στην ανάπτυξη και να αμβλύνουν τις ανισότητες, έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Είχε δημιουργηθεί ένα σοβιετικού τύπου κράτος, με δαιδαλώδη γραφειοκρατία, διάχυτη διαφθορά και μνημειώδη αναποτελεσματικότητα. Αντανακλώντας τη διολίσθηση αυτή, το δημόσιο χρέος αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς, παραμένοντας βιώσιμο μόνο χάρη στους υψηλούς δείκτες ανάπτυξης και τη χαμηλού κόστους αναχρηματοδότηση, που επιτεύχθηκε με την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη.
Οι υποχρεώσεις όμως του κράτους μεγάλωναν, καθώς οι κυβερνήσεις (με τη βοήθεια των λαϊκίστικων αντιπολιτεύσεων) ανέβαλλαν αναγκαίες παρεμβάσεις, για να οδηγήσουν το 2009 στον πλήρη εκτροχιασμό.
Παράλληλα, οι επιδόσεις της χώρας σε κρίσιμα μέτωπα, όπως η Δικαιοσύνη και η συλλογή φόρων, απείχαν πολύ από αυτές ανεπτυγμένων κρατών, ενώ ο ιδιωτικός τομέας χαρακτηριζόταν από πλήθος (πολύ) μικρών και εσωστρεφών επιχειρήσεων.
Ο αριθμός των μεσαίου και μεγάλου μεγέθους ελληνικών εταιρειών με εξαγωγικό προσανατολισμό ήταν (και είναι) εξαιρετικά μικρός. Τέλος, η ελληνική κοινωνία φάνηκε ανέτοιμη για ένα τόσο μεγάλο και σύνθετο εγχείρημα. Η ανοιχτή Ελλάδα, με καινοτόμες επιχειρήσεις που μπορούν να ανταγωνιστούν στο διεθνές περιβάλλον, είναι δύσκολα συμβατή με τη φοβία στο ξένο, τη συνωμοσιολογία, την έλλειψη εμπιστοσύνης και την αποποίηση ευθυνών.
Διάχυτος λαϊκισμός
Σε επίπεδο εφαρμογής, έγινε λάθος ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί οι παρεμβάσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να υπάρξει ένταση του ανταγωνισμού, πτώση τιμών και αύξηση της απασχόλησης και να ακολουθήσουν οι παρεμβάσεις στα εργασιακά.
Επιπλέον, πολλές παρεμβάσεις, π.χ. στο ασφαλιστικό, έπρεπε να ήταν εξαρχής πιο βαθιές, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αντί να κατηγορούν τους πιστωτές για τα προγράμματα προσαρμογής. Καταλυτικής σημασίας ήταν η απουσία συναίνεσης, τόσο στη Βουλή όσο και στην κοινωνία.
Ο βαθύτερος λόγος αποτυχίας των μνημονιακών πολιτικών υπήρξε ο διάχυτος λαϊκισμός που διακατέχει τη χώρα. Ο λαϊκισμός εμπόδισε τη συνεργασία, δηλητηρίασε τον διάλογο και οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε έναν ιδιότυπο διχασμό. Από το 2010 μέχρι το 2014, η εκάστοτε αντιπολίτευση διαφωνούσε ακόμα και για τα πλέον στοιχειώδη.
Η χώρα μας χρειάζεται άμεσα μια πολύπλευρη και ρηξικέλευθη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Προϋπόθεση είναι να μάθουμε όλοι από τα λάθη μας και να αντισταθούμε στις Σειρήνες του λαϊκισμού, των εύκολων λύσεων και των απλοϊκών πολιτικών. Ας μην καθυστερούμε άλλο.
*Ο κ. Ηλίας Παπαϊωάννου είναι καθηγητής Οικονομικών στο London Business School.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου