Παρά την απογοήτευση που προκάλεσε το αποτέλεσμα των συνομιλιών στο Mont Pelerin, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, διαβεβαιώνει ότι είναι αποφασισμένος, με σεβασμό στις εύλογες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων, να προβεί σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα προκειμένου να επαναρχίσει ο διάλογος.
Σε εισαγωγική του ομιλία, ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι δεν ήθελε να εμπλακεί σε οποιανδήποτε λογική επίρριψης ευθυνών, και παρέθεσε τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν στο Mont Pelerin, σημειώνοντας ότι για να επιτευχθεί μια λύση που θα γίνεται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει όχι μόνο να τηρούνται τα συμφωνηθέντα, αλλά και η λύση να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις αρχές και αξίες του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και να επιτρέπει τη συγκρότηση ενός βιώσιμου, λειτουργικού και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου ο ΠτΔ, Νίκος Αναστασιάδης, τόνισε πως "Εάν επιδίωξη της Τουρκίας δεν είναι το ναυάγιο ή ο έλεγχος της Κύπρου, θα πρέπει ενεργά να συμβάλει και στην πράξη όσον αφορά στη στήριξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη, προκειμένου να επιτευχθεί μια μόνιμη ειρήνη, που θα είναι προς όφελος των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, αλλά και της ευρύτερης περιοχής".
"Θα ευχόμουν η σημερινή επικοινωνία μαζί σας να ήταν για να εξαγγείλω περαιτέρω πρόοδο στον εν εξελίξει διάλογο που θα μας οδηγούσε στην τελική φάση, με την ελπίδα οριστικής επίλυσης της απαράδεκτης κατάστασης που βιώνουμε τα τελευταία 42 χρόνια.
Λυπούμαι ειλικρινά, που αντί τούτου είμαι υποχρεωμένος να καταγράψω τα γεγονότα που μας οδήγησαν στην αποτυχία επίτευξης του αποτελέσματος που ήταν και η επιδίωξή μας κατά τις συζητήσεις στην Ελβετία.
Θέλω εξ’ αρχής να τονίσω πως δεν είναι επιθυμία μου να εμπλακώ στην όποια λογική επίρριψης ευθυνών, όμως την ίδια ώρα και δεν θα αφήσω αναπάντητους ισχυρισμούς που θέλουν την ευθύνη της αποτυχίας να βαραίνει την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Όπως είναι σε όλους γνωστό, ήταν σαφής και απόλυτα ξεκάθαρη η συμφωνία που επετεύχθη στις 26 Οκτωβρίου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί με προοπτικές επιτυχίας η συνάντηση στο Mont Pèlerin, και η οποία προέβλεπε πως:
1. Οι διαπραγματεύσεις θα επικεντρώνονταν κατά κύριο λόγο στο εδαφικό, και
2. Για να επιτευχθεί πρόοδος έπρεπε να συμφωνηθούν με ακρίβεια τα κριτήρια τα οποία θα αποτυπώνονταν σε χάρτες, ενώ ταυτόχρονα και εφ’ όσον επιτυγχανόταν τούτο, θα οριζόταν ημερομηνία για σύνοδο πολυμερούς διάσκεψης.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψετέ μου να υπενθυμίσω πως η μετάβαση στο εξωτερικό πραγματοποιήθηκε κατόπιν επιθυμίας του Τουρκοκύπριου ηγέτη, προκειμένου, όπως ο ίδιος προέβαλε, να υπάρξει ελεύθερη διαπραγμάτευση χωρίς το φόβο διαρροών.
Κατά τις διαπραγματεύσεις στο Mont Pèlerin συμφωνήθηκε πως τα τρία βασικά κριτήρια που θα καθόριζαν την επιτυχή έκβαση του διαλόγου θα ήταν τα ακόλουθα:
(α) Η έκταση του εδάφους της Τ/Κ συνιστώσας πολιτείας μετά τις εδαφικές αναπροσαρμογές,
(β) Ο αριθμός των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, και
(γ) Η έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την περιοχή της κάθε Πολιτείας.
Υπήρξαν και κατευθυντήριες γραμμές ή κατευθύνσεις για το πώς θα έπρεπε να διαμορφωθούν τα κριτήρια.
Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων και ενόψει των δυσκολιών που ανεφύησαν από τουρκικής πλευράς και προς απόδειξη της πολιτικής μου βούλησης να καταλήξουμε σε συμφωνία, αποδέχτηκα όπως αντί της αρχικής συμφωνίας για καθορισμό με ακρίβεια των κριτηρίων, να καθορίσουμε κριτήρια με ελαφρά απόκλιση, τα οποία όμως θα μας επέτρεπαν να οριστικοποιήσουμε την τελική ρύθμιση.
Πρόσθετα, εξέφρασα την ετοιμότητά μου να εξετάσω ειδικές ρυθμίσεις για το καθεστώς των Τουρκοκυπρίων, που ενδεχομένως θα παρέμεναν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, νοουμένου ότι αυτό το καθεστώς θα ίσχυε και για τους Ελληνοκύπριους που θα επέλεγαν να επιστρέψουν στην ευρύτερη περιοχή της Καρπασίας.
Με βάση τα πιο πάνω, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, επιτεύχθηκε κατ’ αρχήν συμφωνία στην έκταση της τουρκοκυπριακής συνιστώσας Πολιτείας, η οποία θα κυμαινόταν μεταξύ 28,2% ήταν η δική μας θέση και 29,2% ήταν η τουρκοκυπριακή θέση.
Ακολούθησε, εν συνεχεία, εκτεταμένη διαβούλευση επί των άλλων δύο κριτηρίων, με ενθαρρυντικές -οφείλω να πω- κατ’ αρχήν ενδείξεις σε ό,τι αφορά το κριτήριο που αφορούσε την έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την κάθε Πολιτεία.
Για τον αριθμό των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, έγινε επίσης εκτεταμένη συζήτηση η οποία οδήγησε τους εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών να υπολογίσουν, με βάση την κατ’ αρχήν συμφωνία όσον αφορά την έκταση της τουρκοκυπριακής Πολιτείας, τους υπό επιστροφή πρόσφυγες μεταξύ 78,247 ως το ελάχιστο και 94,484 ως το μέγιστο.
Κατά το αρχικό στάδιο της δεύτερης φάσης των διαπραγματεύσεων, που ακολούθησε την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών στην Κύπρο, αλλά και την απαραίτητη διαβούλευση με την Ελληνική Κυβέρνηση, η τουρκοκυπριακή πλευρά μετέφερε τις ανησυχίες της ως προς τις προθέσεις της Ελλάδας να συμμετάσχει σε μια πολυμερή διάσκεψη.
Ύστερα από επικοινωνία με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και ενεργειών του Ειδικού Συμβούλου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Espen Barth Eide προς την Τουρκική Κυβέρνηση, οι εύλογες ανησυχίες της Ελληνικής Κυβέρνησης ξεπεράστηκαν και ορίστηκε κατ’ αρχήν ημερομηνία πολυμερούς διάσκεψης.
Τα πιο πάνω, βέβαια, πάντοτε υπό την προϋπόθεση πως οι υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν στην οριστικοποίηση των συμφωνηθέντων και την κατάθεση χαρτών που θα αποτύπωναν τα εν λόγω κριτήρια.
Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, υιοθετώντας την εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών, προέβαλα πως θα ήμουν διατεθειμένος να αποδεχτώ την επιστροφή προσφύγων που θα εκυμαίνοντο σε αριθμούς μεταξύ των 78 χιλιάδων ως ελάχιστο και των 92 χιλιάδων ως μέγιστο.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, η τουρκοκυπριακή πλευρά, κατ’ αντίθεση με τα όσα συμφωνήθηκαν για την έκταση του εδάφους της τουρκοκυπριακής πολιτείας, πρότεινε κατ’ αρχήν πως ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τις 55 χιλιάδες και ακολούθως, κατά το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευση, ως ύστατο βαθμό υποχώρησης τις 65 χιλιάδες.
Ήτο εμφανής η πρόθεση της τουρκοκυπριακής πλευράς για διασύνδεση του Εδαφικού με το κεφάλαιο Ασφάλειας και Εγγυήσεων. Και τούτο και πάλι κατ’ αντίθεση της συμφωνίας ότι στο Mont Pèlerin θα συζητείτο κατ’ ουσίαν το Εδαφικό και όχι το θέμα Ασφάλειας και Εγγυήσεων που άπτεται της διεθνούς πτυχής του κυπριακού προβλήματος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψα σαν απαράδεκτη την πρόταση και επέμεινα πως αυτό που θα μου επέτρεπε να θεωρήσω ότι ευρισκόμαστε σε ακτίνα συμφωνίας ήταν οι αριθμοί με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Ωστόσο, οι μη εποικοδομητικές θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς δεν με απέτρεψαν από το να καταβάλω έντονες προσπάθειες και να υποβάλω συμβιβαστικές προτάσεις έως και την υστάτη για επίτευξη σύγκλισης, πάντα, βεβαίως, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αριθμοί που διεκδικούσα δεν θα απέκλειαν περιοχές, οι οποίες ήτο ιδιαιτέρας σημασίας για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Παρά τις προσπάθειές μου, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό να οδηγήσει σε περαιτέρω πρόοδο, λόγω του ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν επέδειξε την απαραίτητη ευελιξία, και ως αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στη διακοπή του διαλόγου.
Παρά την απογοήτευση που είναι φυσιολογικό να προκάλεσε το αποτέλεσμα στο Mont Pèlerin, θα ήθελα να διαβεβαιώσω, πως είμαι αποφασισμένος και έτοιμος με σεβασμό πάντα στις εύλογες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων -και το υπογραμμίζω-, χωρίς να παραγνωρίζω εκείνες των Τουρκοκυπρίων, να προβώ σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα, προκειμένου να επαναρχίσει ο διάλογος.
Θέλω να κάνω ξεκάθαρο πως, προκειμένου να επιτύχουμε μια λύση που θα γίνεται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει όχι μόνο να τηρούνται τα συμφωνηθέντα αλλά και η λύση να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις αρχές και τις αξίες του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και να επιτρέπει τη συγκρότηση ενός βιώσιμου, λειτουργικού και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Είμαι και θα παραμείνω έτοιμος να συνεχίσω τον διάλογο από το σημείο που διακόπηκε στο Mont Pèlerin, με παράλληλη εντατικοποίηση των διαβουλεύσεων για επίτευξη συγκλίσεων επί των εκκρεμουσών διαφορών επί του συνόλου των Κεφαλαίων, και τούτο προκειμένου με βάσιμες προσδοκίες να οδηγηθούμε στην τελική φάση του διαλόγου.
Απέφυγα όπως έχετε διαπιστώσει να μπω στη λογική της επίρριψης ευθυνών. Εξέθεσα απλώς τα πραγματικά γεγονότα, και τα εξέθεσα πάντα συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης μου απέναντι στον κυπριακού λαού.
Εξέθεσα την ίδια ώρα τη διαδικασία και τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν την επιδιωκόμενη λύση, με πλήρη σεβασμό των ανησυχιών των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Άλλωστε, ο λαός είναι αυτός που θα αποφασίσει μέσω δημοψηφισμάτων για την τύχη του όποιου σχεδίου λύσης.
Επιτρέψετέ μου, προτού ολοκληρώσω, να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας για την αμέριστη στήριξη που μου παρείχε καθ’ όλην τη διάρκεια της διαδικασίας όχι μόνο κατά την παρουσίας μας στον Mont Pèlerin, αλλά και προηγουμένως, αλλά την ίδια ώρα και να ευχαριστήσω όλα τα μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας που με συνόδευσαν στην Ελβετία, η βοήθεια των οποίων υπήρξε πολυτιμότατη".
Η ελπίδα δεν θα επιτρέψω να χαθεί ενόσω τούτο εξαρτάται από τα δικά μου χέρια, δήλωσε, απευθυνόμενος προς τον κυπριακό λαό, Ε/κ και Τ/κ, απόψε στο πλαίσιο διακαναλικής συνέντευξης που παραχώρησε για το Κυπριακό.
Σε εισαγωγική του ομιλία, ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι δεν ήθελε να εμπλακεί σε οποιανδήποτε λογική επίρριψης ευθυνών, και παρέθεσε τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν στο Mont Pelerin, σημειώνοντας ότι για να επιτευχθεί μια λύση που θα γίνεται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει όχι μόνο να τηρούνται τα συμφωνηθέντα, αλλά και η λύση να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις αρχές και αξίες του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και να επιτρέπει τη συγκρότηση ενός βιώσιμου, λειτουργικού και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου ο ΠτΔ, Νίκος Αναστασιάδης, τόνισε πως "Εάν επιδίωξη της Τουρκίας δεν είναι το ναυάγιο ή ο έλεγχος της Κύπρου, θα πρέπει ενεργά να συμβάλει και στην πράξη όσον αφορά στη στήριξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη, προκειμένου να επιτευχθεί μια μόνιμη ειρήνη, που θα είναι προς όφελος των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, αλλά και της ευρύτερης περιοχής".
Το πλήρες κείμενο της εισαγωγικής ομιλίας του Προέδρου Ν. Αναστασιάδη
από τον Φιλελευθερο
"Θα ευχόμουν η σημερινή επικοινωνία μαζί σας να ήταν για να εξαγγείλω περαιτέρω πρόοδο στον εν εξελίξει διάλογο που θα μας οδηγούσε στην τελική φάση, με την ελπίδα οριστικής επίλυσης της απαράδεκτης κατάστασης που βιώνουμε τα τελευταία 42 χρόνια.
Λυπούμαι ειλικρινά, που αντί τούτου είμαι υποχρεωμένος να καταγράψω τα γεγονότα που μας οδήγησαν στην αποτυχία επίτευξης του αποτελέσματος που ήταν και η επιδίωξή μας κατά τις συζητήσεις στην Ελβετία.
Θέλω εξ’ αρχής να τονίσω πως δεν είναι επιθυμία μου να εμπλακώ στην όποια λογική επίρριψης ευθυνών, όμως την ίδια ώρα και δεν θα αφήσω αναπάντητους ισχυρισμούς που θέλουν την ευθύνη της αποτυχίας να βαραίνει την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Όπως είναι σε όλους γνωστό, ήταν σαφής και απόλυτα ξεκάθαρη η συμφωνία που επετεύχθη στις 26 Οκτωβρίου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί με προοπτικές επιτυχίας η συνάντηση στο Mont Pèlerin, και η οποία προέβλεπε πως:
1. Οι διαπραγματεύσεις θα επικεντρώνονταν κατά κύριο λόγο στο εδαφικό, και
2. Για να επιτευχθεί πρόοδος έπρεπε να συμφωνηθούν με ακρίβεια τα κριτήρια τα οποία θα αποτυπώνονταν σε χάρτες, ενώ ταυτόχρονα και εφ’ όσον επιτυγχανόταν τούτο, θα οριζόταν ημερομηνία για σύνοδο πολυμερούς διάσκεψης.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψετέ μου να υπενθυμίσω πως η μετάβαση στο εξωτερικό πραγματοποιήθηκε κατόπιν επιθυμίας του Τουρκοκύπριου ηγέτη, προκειμένου, όπως ο ίδιος προέβαλε, να υπάρξει ελεύθερη διαπραγμάτευση χωρίς το φόβο διαρροών.
Κατά τις διαπραγματεύσεις στο Mont Pèlerin συμφωνήθηκε πως τα τρία βασικά κριτήρια που θα καθόριζαν την επιτυχή έκβαση του διαλόγου θα ήταν τα ακόλουθα:
(α) Η έκταση του εδάφους της Τ/Κ συνιστώσας πολιτείας μετά τις εδαφικές αναπροσαρμογές,
(β) Ο αριθμός των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, και
(γ) Η έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την περιοχή της κάθε Πολιτείας.
Υπήρξαν και κατευθυντήριες γραμμές ή κατευθύνσεις για το πώς θα έπρεπε να διαμορφωθούν τα κριτήρια.
Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων και ενόψει των δυσκολιών που ανεφύησαν από τουρκικής πλευράς και προς απόδειξη της πολιτικής μου βούλησης να καταλήξουμε σε συμφωνία, αποδέχτηκα όπως αντί της αρχικής συμφωνίας για καθορισμό με ακρίβεια των κριτηρίων, να καθορίσουμε κριτήρια με ελαφρά απόκλιση, τα οποία όμως θα μας επέτρεπαν να οριστικοποιήσουμε την τελική ρύθμιση.
Πρόσθετα, εξέφρασα την ετοιμότητά μου να εξετάσω ειδικές ρυθμίσεις για το καθεστώς των Τουρκοκυπρίων, που ενδεχομένως θα παρέμεναν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, νοουμένου ότι αυτό το καθεστώς θα ίσχυε και για τους Ελληνοκύπριους που θα επέλεγαν να επιστρέψουν στην ευρύτερη περιοχή της Καρπασίας.
Με βάση τα πιο πάνω, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, επιτεύχθηκε κατ’ αρχήν συμφωνία στην έκταση της τουρκοκυπριακής συνιστώσας Πολιτείας, η οποία θα κυμαινόταν μεταξύ 28,2% ήταν η δική μας θέση και 29,2% ήταν η τουρκοκυπριακή θέση.
Ακολούθησε, εν συνεχεία, εκτεταμένη διαβούλευση επί των άλλων δύο κριτηρίων, με ενθαρρυντικές -οφείλω να πω- κατ’ αρχήν ενδείξεις σε ό,τι αφορά το κριτήριο που αφορούσε την έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την κάθε Πολιτεία.
Για τον αριθμό των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, έγινε επίσης εκτεταμένη συζήτηση η οποία οδήγησε τους εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών να υπολογίσουν, με βάση την κατ’ αρχήν συμφωνία όσον αφορά την έκταση της τουρκοκυπριακής Πολιτείας, τους υπό επιστροφή πρόσφυγες μεταξύ 78,247 ως το ελάχιστο και 94,484 ως το μέγιστο.
Κατά το αρχικό στάδιο της δεύτερης φάσης των διαπραγματεύσεων, που ακολούθησε την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών στην Κύπρο, αλλά και την απαραίτητη διαβούλευση με την Ελληνική Κυβέρνηση, η τουρκοκυπριακή πλευρά μετέφερε τις ανησυχίες της ως προς τις προθέσεις της Ελλάδας να συμμετάσχει σε μια πολυμερή διάσκεψη.
Ύστερα από επικοινωνία με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και ενεργειών του Ειδικού Συμβούλου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Espen Barth Eide προς την Τουρκική Κυβέρνηση, οι εύλογες ανησυχίες της Ελληνικής Κυβέρνησης ξεπεράστηκαν και ορίστηκε κατ’ αρχήν ημερομηνία πολυμερούς διάσκεψης.
Τα πιο πάνω, βέβαια, πάντοτε υπό την προϋπόθεση πως οι υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν στην οριστικοποίηση των συμφωνηθέντων και την κατάθεση χαρτών που θα αποτύπωναν τα εν λόγω κριτήρια.
Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, υιοθετώντας την εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών, προέβαλα πως θα ήμουν διατεθειμένος να αποδεχτώ την επιστροφή προσφύγων που θα εκυμαίνοντο σε αριθμούς μεταξύ των 78 χιλιάδων ως ελάχιστο και των 92 χιλιάδων ως μέγιστο.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, η τουρκοκυπριακή πλευρά, κατ’ αντίθεση με τα όσα συμφωνήθηκαν για την έκταση του εδάφους της τουρκοκυπριακής πολιτείας, πρότεινε κατ’ αρχήν πως ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τις 55 χιλιάδες και ακολούθως, κατά το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευση, ως ύστατο βαθμό υποχώρησης τις 65 χιλιάδες.
Ήτο εμφανής η πρόθεση της τουρκοκυπριακής πλευράς για διασύνδεση του Εδαφικού με το κεφάλαιο Ασφάλειας και Εγγυήσεων. Και τούτο και πάλι κατ’ αντίθεση της συμφωνίας ότι στο Mont Pèlerin θα συζητείτο κατ’ ουσίαν το Εδαφικό και όχι το θέμα Ασφάλειας και Εγγυήσεων που άπτεται της διεθνούς πτυχής του κυπριακού προβλήματος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψα σαν απαράδεκτη την πρόταση και επέμεινα πως αυτό που θα μου επέτρεπε να θεωρήσω ότι ευρισκόμαστε σε ακτίνα συμφωνίας ήταν οι αριθμοί με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Ωστόσο, οι μη εποικοδομητικές θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς δεν με απέτρεψαν από το να καταβάλω έντονες προσπάθειες και να υποβάλω συμβιβαστικές προτάσεις έως και την υστάτη για επίτευξη σύγκλισης, πάντα, βεβαίως, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αριθμοί που διεκδικούσα δεν θα απέκλειαν περιοχές, οι οποίες ήτο ιδιαιτέρας σημασίας για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Παρά τις προσπάθειές μου, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό να οδηγήσει σε περαιτέρω πρόοδο, λόγω του ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν επέδειξε την απαραίτητη ευελιξία, και ως αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στη διακοπή του διαλόγου.
Παρά την απογοήτευση που είναι φυσιολογικό να προκάλεσε το αποτέλεσμα στο Mont Pèlerin, θα ήθελα να διαβεβαιώσω, πως είμαι αποφασισμένος και έτοιμος με σεβασμό πάντα στις εύλογες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων -και το υπογραμμίζω-, χωρίς να παραγνωρίζω εκείνες των Τουρκοκυπρίων, να προβώ σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα, προκειμένου να επαναρχίσει ο διάλογος.
Θέλω να κάνω ξεκάθαρο πως, προκειμένου να επιτύχουμε μια λύση που θα γίνεται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει όχι μόνο να τηρούνται τα συμφωνηθέντα αλλά και η λύση να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις αρχές και τις αξίες του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και να επιτρέπει τη συγκρότηση ενός βιώσιμου, λειτουργικού και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Είμαι και θα παραμείνω έτοιμος να συνεχίσω τον διάλογο από το σημείο που διακόπηκε στο Mont Pèlerin, με παράλληλη εντατικοποίηση των διαβουλεύσεων για επίτευξη συγκλίσεων επί των εκκρεμουσών διαφορών επί του συνόλου των Κεφαλαίων, και τούτο προκειμένου με βάσιμες προσδοκίες να οδηγηθούμε στην τελική φάση του διαλόγου.
Απέφυγα όπως έχετε διαπιστώσει να μπω στη λογική της επίρριψης ευθυνών. Εξέθεσα απλώς τα πραγματικά γεγονότα, και τα εξέθεσα πάντα συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης μου απέναντι στον κυπριακού λαού.
Εξέθεσα την ίδια ώρα τη διαδικασία και τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν την επιδιωκόμενη λύση, με πλήρη σεβασμό των ανησυχιών των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Άλλωστε, ο λαός είναι αυτός που θα αποφασίσει μέσω δημοψηφισμάτων για την τύχη του όποιου σχεδίου λύσης.
Επιτρέψετέ μου, προτού ολοκληρώσω, να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας για την αμέριστη στήριξη που μου παρείχε καθ’ όλην τη διάρκεια της διαδικασίας όχι μόνο κατά την παρουσίας μας στον Mont Pèlerin, αλλά και προηγουμένως, αλλά την ίδια ώρα και να ευχαριστήσω όλα τα μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας που με συνόδευσαν στην Ελβετία, η βοήθεια των οποίων υπήρξε πολυτιμότατη".
Πηγή: philenews.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου