«Η επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά εξαρτάται από τη θεραπεία των προβλημάτων που οδήγησαν στην κρίση, από τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας, από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου» ανέφερε χθες ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα» των Π. Τσακλόγλου, Γ. Οικονομίδη. Τόνισε δε ότι η μελέτη των ερευνητών είναι μια ουσιαστική και τεκμηριωμένη απάντηση στον μύθο που έχει καλλιεργηθεί, ότι δηλαδή τα μνημόνια προκάλεσαν την κρίση.
Ένα μεγάλο μέρος στη συνέχεια από την ομιλία αυτή του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, με τίτλο
Ένα μεγάλο μέρος στη συνέχεια από την ομιλία αυτή του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, με τίτλο
«Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο»:
Η βασική θέση που διατρέχει την μελέτη των ερευνητών είναι μια ουσιαστική και τεκμηριωμένη απάντηση στον μύθο που έχει καλλιεργηθεί, και στην εντύπωση που σε πολλούς έχει δημιουργηθεί, ότι δηλαδή τα μνημόνια προκάλεσαν την κρίση. Η εντύπωση αυτή, όχι μόνο παραβλέπει τα δεδομένα μιας μακράς περιόδου, αλλά οδηγεί και στην απλουστευτική πρόταση ότι η άρση των μνημονίων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη.
Οι συγγραφείς της μελέτης επαναφέρουν τη συζήτηση στην ουσία των πραγμάτων. Εντοπίζουν το πρόβλημα στο πρότυπο ανάπτυξης που ακολούθησε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, το οποίο -ανεξάρτητα από τις όποιες θετικές ή αρνητικές επιδράσεις- είχε προ πολλού εξαντλήσει τα όρια του. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλή αποτίμηση του παρελθόντος. Οδηγεί κατ ευθείαν στο λογικό επακόλουθο: Η επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά εξαρτάται από τη θεραπεία των προβλημάτων που οδήγησαν στην κρίση, από τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας, από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου.
Η μελέτη δεν ανασκευάζει απλώς μύθους του παρελθόντος που εμποδίζουν την ανάγνωση της σημερινής πραγματικότητας. Επικεντρώνεται στο μέλλον και προτείνει τρόπους, πολιτικές και διαδικασίες για την οριστική απεμπλοκή από την κρίση και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η μελέτη είναι πάνω απ όλα χρήσιμη κι αυτό είναι νομίζω ο υπέρτατος τίτλος τιμής για έναν οικονομολόγο σήμερα.
Είναι συνεπώς προφανές ότι συμμερίζομαι απόλυτα τη μεθοδολογική προσέγγιση της μελέτης που δεν περιορίζει τα θέματα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης στην ανάλυση κάποιων επί μέρους δεικτών. Αντίθετα, υιοθετεί μια ολιστική προσέγγιση, προτείνοντας παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, που θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της...
Διόγκωση του δανεισμού, με το δημόσιο χρέος να φθάνει σε ιστορικά επίπεδα, σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος. Και με την έλευση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία στην Ελλάδα μετετράπη ταχύτατα σε κρίση χρέους, σύντομα η πρόσβαση στις αγορές έγινε απαγορευτική, σε μια φάση που οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου ήταν υψηλότερες από κάθε άλλη περίοδο. Σας θυμίζω ότι το 2009, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, το δημόσιο έλλειμμα ξεπερνούσε το 15% του ΑΕΠ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν περίπου το ίδιο, ενώ το δημόσιο χρέος πλησίαζε το 127% του ΑΕΠ.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το μνημόνιο και όσα επακολούθησαν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, φθάνοντας σε εκρηκτικό σημείο. Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα μνημόνια, εξασφάλισαν το δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάσθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, επεδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Οι πολιτικές όμως αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ύφεση υψηλότερη του αναμενόμενου, μείωση των εισοδημάτων και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι της μεγάλης και παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά. Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγάλο βαθμό, αλλού σε μικρό, σε όλες τις άλλες χώρες που εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα.
Όλα αυτά συνέβησαν και πράγματι δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων. Πιστεύω όμως ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν η αδυναμία σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος να αντιπαρατεθεί στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής σε τομείς όπως η φορολογία, η απελευθέρωση των αγορών και η συνακόλουθη ενίσχυση των υγιών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, και τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς τις διεθνείς αγορές...
Αυτές οι διαρθρωτικές υστερήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής πορείας, που εξασφάλισε μεν μια σχετικώς μακρά περίοδο ευημερίας, χωρίς όμως να βελτιώσει ουσιαστικά τις παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Με την εμφάνιση της κρίσης, αυτές οι ίδιες υστερήσεις δεν επέτρεψαν στην οικονομία να αντιδράσει έγκαιρα για να περιορισθούν οι συσταλτικές επιπτώσεις των προγραμμάτων. Πιστεύω δηλαδή, ότι η ύφεση θα ήταν σαφώς μικρότερη και συντομότερη, αν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της ζήτησης στη χώρα μας...
Πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας...
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Πηγή: www.bankofgreece.gr 23/11/2016
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία στο:Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα με τίτλο «Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο» στην παρουσίαση του βιβλίου «Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα» των Π. Τσακλόγλου, Γ. Οικονομίδη
Οι συγγραφείς της μελέτης επαναφέρουν τη συζήτηση στην ουσία των πραγμάτων. Εντοπίζουν το πρόβλημα στο πρότυπο ανάπτυξης που ακολούθησε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, το οποίο -ανεξάρτητα από τις όποιες θετικές ή αρνητικές επιδράσεις- είχε προ πολλού εξαντλήσει τα όρια του. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλή αποτίμηση του παρελθόντος. Οδηγεί κατ ευθείαν στο λογικό επακόλουθο: Η επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά εξαρτάται από τη θεραπεία των προβλημάτων που οδήγησαν στην κρίση, από τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας, από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου.
Η μελέτη δεν ανασκευάζει απλώς μύθους του παρελθόντος που εμποδίζουν την ανάγνωση της σημερινής πραγματικότητας. Επικεντρώνεται στο μέλλον και προτείνει τρόπους, πολιτικές και διαδικασίες για την οριστική απεμπλοκή από την κρίση και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η μελέτη είναι πάνω απ όλα χρήσιμη κι αυτό είναι νομίζω ο υπέρτατος τίτλος τιμής για έναν οικονομολόγο σήμερα.
***
Η συζήτηση για το πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και οι σχετικοί προβληματισμοί έχουν μακρά ιστορία. Πριν ακόμα από την ένταξη στην ΟΝΕ, είχε διαπιστωθεί ότι, στη νέα Ενιαία Αγορά, το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων και πολλών υπηρεσιών θα συρρικνώνεται και η δυνατότητα της εγχώριας αγοράς να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη θα εξασθενεί διαρκώς. Για να αντιμετωπισθεί η αναπόδραστη αυτή εξέλιξη, οι απώλειες στην εγχώρια αγορά θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν με αντίστοιχη - ή και μεγαλύτερη - διείσδυση στις αγορές εξωτερικού. Αυτό με τη σειρά του επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή: πρώτον, μεταφορά πόρων στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, και δεύτερον, σημαντικές βελτιώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα...Είναι συνεπώς προφανές ότι συμμερίζομαι απόλυτα τη μεθοδολογική προσέγγιση της μελέτης που δεν περιορίζει τα θέματα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης στην ανάλυση κάποιων επί μέρους δεικτών. Αντίθετα, υιοθετεί μια ολιστική προσέγγιση, προτείνοντας παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, που θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της...
***
Είναι γεγονός, ότι με τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ήταν ταχεία, παρά τις εγγενείς αδυναμίες της εγχώριας προσφοράς. Η ανάπτυξη όμως αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην εγχώρια ζήτηση- ιδιαίτερα στην κατανάλωση και τροφοδοτήθηκε με δανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Έτσι, στις δομικές αδυναμίες του παραγωγικού προτύπου προστέθηκαν νέα προβλήματα: Διόγκωση του δανεισμού, με το δημόσιο χρέος να φθάνει σε ιστορικά επίπεδα, σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος. Και με την έλευση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία στην Ελλάδα μετετράπη ταχύτατα σε κρίση χρέους, σύντομα η πρόσβαση στις αγορές έγινε απαγορευτική, σε μια φάση που οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου ήταν υψηλότερες από κάθε άλλη περίοδο. Σας θυμίζω ότι το 2009, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, το δημόσιο έλλειμμα ξεπερνούσε το 15% του ΑΕΠ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν περίπου το ίδιο, ενώ το δημόσιο χρέος πλησίαζε το 127% του ΑΕΠ.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το μνημόνιο και όσα επακολούθησαν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, φθάνοντας σε εκρηκτικό σημείο. Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα μνημόνια, εξασφάλισαν το δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάσθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, επεδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Οι πολιτικές όμως αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ύφεση υψηλότερη του αναμενόμενου, μείωση των εισοδημάτων και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι της μεγάλης και παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά. Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγάλο βαθμό, αλλού σε μικρό, σε όλες τις άλλες χώρες που εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα.
Όλα αυτά συνέβησαν και πράγματι δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων. Πιστεύω όμως ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν η αδυναμία σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος να αντιπαρατεθεί στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής σε τομείς όπως η φορολογία, η απελευθέρωση των αγορών και η συνακόλουθη ενίσχυση των υγιών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, και τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς τις διεθνείς αγορές...
Αυτές οι διαρθρωτικές υστερήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής πορείας, που εξασφάλισε μεν μια σχετικώς μακρά περίοδο ευημερίας, χωρίς όμως να βελτιώσει ουσιαστικά τις παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Με την εμφάνιση της κρίσης, αυτές οι ίδιες υστερήσεις δεν επέτρεψαν στην οικονομία να αντιδράσει έγκαιρα για να περιορισθούν οι συσταλτικές επιπτώσεις των προγραμμάτων. Πιστεύω δηλαδή, ότι η ύφεση θα ήταν σαφώς μικρότερη και συντομότερη, αν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της ζήτησης στη χώρα μας...
***
Η εφαρμογή των μνημονίων είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάσθηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας...
***
Έρχομαι τώρα στο θέμα των μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2014 αναμένεται να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 5,6% περίπου σε ορίζοντα μιας δεκαετίας. Αν συνυπολογιστούν οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ήδη, ή πρόκειται να εφαρμοστούν σύμφωνα με το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, (European Stability Mechanism-ESM), η συνολική αυξητική επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ θα φθάσει περίπου το 13,4% στη δεκαετία και μάλιστα η εκτίμηση αυτή είναι ένα ελάχιστο επίπεδο...Πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας...
***
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα. Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
***
Κλείνοντας, πιστεύω ότι, με βάση τα παραπάνω, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση, εφόσον βέβαια συνεχισθεί με επιτυχία η εφαρμογή του προγράμματος... Πηγή: www.bankofgreece.gr 23/11/2016
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία στο:Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα με τίτλο «Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο» στην παρουσίαση του βιβλίου «Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα» των Π. Τσακλόγλου, Γ. Οικονομίδη
Ο μύθος που έχει καλλιεργηθεί, ότι δηλαδή τα μνημόνια προκάλεσαν την κρίση, παραμένει...
ΑπάντησηΔιαγραφή