από το περιοδικό Εστία, 1892
Κατά τας παραμονάς των Χριστουγέννων δύο νησιώται, οι οποίοι μετέβησαν δια κοπήν ξύλων, απεκλείσθησαν εις το Κάστρον λόγω αιφνιδίας πτώσεως, χιόνος. Ο ιερεύς της κωμοπόλεως αποφασίζει να μεταβή εις την εγκαταλελειμμένην εκκλησίαν του Κάστρου, δια να λειτουργήση και συγχρόνως να παράσχη βοήθειαν εις τους αποκλεισθέντας. Η δια ξηράς μετάβασις είναι αδύνατος, η δε δια θαλάσσης λίαν επικίνδυνος λόγω της θαλασσοταραχής. Παρά ταύτα όμως η απόφασις του ιερέως είναι αμετάτρεπτος. Τούτον ακολουθούν, ενθαρρυνόμενοι δια του παραδείγματός του, και μερικοί άλλοι, άνδρες και γυναίκες. Μετά ταλαιπωρίας λόγω της τρικυμίας έφθασαν εις το Κάστρο και εύρον σώους τους δύο αποκλεισθέντας.
Στο Χριστό στο Κάστρο
Ένα απόσπασμα:
Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων κ’ ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186…
«Τ’ ακούσαμε κ’ ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ’ είπανε».
«Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πω» είπεν η θεια το Μαλαμώ.
«Τώρα οι αθρώποι γινήκαν απόκοτοι». «Να είχανε τάχα τίποτα κ’ μπάνια μαζί τ’ ς;» είπεν η παπαδιά.
«Ποιος του ξέρ’ ;» είπεν η θεια το Μαλαμώ.
«Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια» υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ’ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν’ στο Στοιβωτό τάχα;» είπε μετ’ οίκτου η παπαδιά.
«Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια…» εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.
Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.
«Τί βοήθεια να τους κάμουνε;» είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Απ’ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. ‘Ερριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άις-Θανάσης έγιν’ ένα με τα Καμπιά. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ’ του Κουρούπη».
Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:
«Κι απ’ τη θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;»
«Απ’ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ’ απ’ το λιμάνι, κατά τ’ Ασπρόνησο!»
«Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;» Ο ιερεύς επρόφερεν ούτω τους όρους Sopra vento και Sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον, και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.
«Από Σταβέτ, παπά… μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο μαΐστρο».
«Μα… τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε», είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».
«Έ, παπά μ’ , ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’ . Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα».
Ο παπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτιρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.
«Και τι θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανέλαβεν, ως διά ν’ αναπαύση την συνείδησίν του, ο μαραγκός. «Νά, θα είναι χωμένοι σε καμμιά σπηλιά, τσακμάκι θα ‘χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου ‘χε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά που θε να ‘χουν αυτοί. Για μία βδομάδα, πάντα θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπάν’ από πέντε μέρες που αγρίεψε ο χειμώνας».
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο» επανέλαβεν ο ιερεύς, «θά είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι, που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος που είναι βαρύς…»
Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς είχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ήσαν μεμελετημένα...
***
... Με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, είπε «Πανάγο, δέν πας, να ‘χης την ευχή, να πης του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκου να ‘ρθη από δω, τόνε θέλω να τ’ πω;...».
Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του. «Πηγαίνω, παπά» είπε. «Θέλω κ’ εγώ να πάω να ιδώ μή μό ‘χη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ’ απόψε».
«Πήγαινε να του πης πρώτα, κ’ ύστερα γυρίζεις και τρώτε».
«Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά». Κ’ εξήλθε.
«Τι λέει, θα πω», είπεν η θειά το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, «θα πας στο Κάστρο, παπά;»
«Να ιδούμε τι θα μας πη κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος».
«Ιγώ, ένας-ι-μ’» είπεν η θεια το Μαλαμώ, «α θε πας, έρχουμι».
«Κ’ ιγώ» είπεν η παπαδιά.
«Δεν είναι για να ‘ρθης εσύ, παπαδιά» είπεν ο ιερεύς. «Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ... Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ’ το σπίτι».
«Ιγώ το ‘καμα του τάμα» είπεν η παπαδιά.
«Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».
«Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κοντά σου, παπά μ’ » είπεν η παπαδιά...
* * *
Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή ισταμένη παρά την θύραν. Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
«Καπετάν Στεφανή» είπεν ο ιερεύς, «τί λες, μ’ αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ’ βάρκα, από Σταβέτ;»
«Από Σταβέτ;… με τ’ βάρκα;… στο Κάστρο;…» ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ. Ήτο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ’ ο μπαρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κ’ εμπερδεμένην προφοράν του, ανέκραξε: «Μπράβο! Μπράβο! Ακούς! Ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να ‘χης, όρεξη να ‘χης, παπά!».
«Κίντυνος, λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ’ ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ , παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ‘ρθη, θα ‘ρθη κ’ η παπαδιά, ‘θα ρθη κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νομάτοι, κι σαράντα νομάτοι, κι μ’ ούλες τις κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πέφτ’ . Ταχιά θα ‘χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ’νεύει, να, τώρα καλωσύνεψε!»
Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συριγμός παγερού βορρά ηκούσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού...
Διαβάστε το ολόκληρο στο: papadiamantis_christo.pdf
Δυο λόγια για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Πηγή: public.gr
Σχετικές αναρτήσεις:
25 Δεκεμβρίου 2015
25 Δεκεμβρίου 2015
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Σταχομαζώχτρα
24 Δεκεμβρίου 2014
24 Δεκεμβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου