FT.COM / του Gideon Rachman
από το euro2day.gr
από το euro2day.gr
Η προσέγγιση Τραμπ στην εξωτερική πολιτική μοιάζει περισσότερο με χαοτικό αυτοσχεδιασμό παρά με στρατηγική σκέψη. Οι δύσκολες αποφάσεις για Κίνα, Ρωσία και Ιράν. Τι τρομάζει τους Γάλλους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πως έχει επιστρατεύσει τις τεχνικές του Twitter για τη συγκρότηση της κυβέρνησής του. Το «τρολάρισμα» στο Twitter ορίζεται ως «ο σκόπιμος επιθετικός σχολιασμός στο διαδίκτυο, με στόχο να προσβληθεί κάποιος».
Στο πνεύμα αυτό, ο κ. Τραμπ τοποθέτησε έναν αρνητή της κλιματικής αλλαγής στη θέση του υπεύθυνου για την προστασία του περιβάλλοντος, έναν πολέμιο του κατώτατου μισθού ως υπουργό Εργασίας, έναν συνωμοσιολόγο ως επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΝSA) και έναν υπέρμαχο του προστατευτισμού στο υπουργείο Εμπορίου. Το αποκορύφωμα μπορεί να είναι η επιλογή του Ρεξ Τίλερσον, που του έχει απονεμηθεί το μετάλλιο του Τάγματος της Φιλίας από το Κρεμλίνο, ως υπουργού Εξωτερικών.
Η δυσπιστία και η ανησυχία που έχουν προκαλέσει στο κατεστημένο της Ουάσιγκτον οι επιλογές του κ. Τραμπ εντείνονται από την περιφρόνηση που δείχνει στους τεχνοκράτες της κυβέρνησης. Ο κ. Τραμπ δέχθηκε τηλεφώνημα από τον πρόεδρο της Ταϊβάν, χωρίς να συμβουλευτεί το υπουργείο Εξωτερικών. Στη συνέχεια, επέκρινε τη CIA που υποστήριξε ότι η Ρωσία ενεπλάκη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Αλλά οι επιλογές προσώπων, τα tweets και τα τηλεφωνήματα του κ. Τραμπ δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ως απλώς ενδείξεις για τις μελλοντικές αλλαγές στον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τον κόσμο.
Οι πραγματικές μετατοπίσεις θα έρθουν μόνο όταν ο νεοκλεγείς πρόεδρος ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου.
Για την ώρα, είναι πολύ πιο εύκολο να εξετάσουμε τις πέντε μεγάλες επιλογές με τις οποίες είναι αντιμέτωπος, παρά να προβλέψουμε τα τελικά αποτελέσματα:
Ρωσία: Η γλώσσα που έχει χρησιμοποιήσει ο κ. Τραμπ και οι πρώτες επιλογές προσώπων αποκαλύπτουν μια ισχυρή διάθεση επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία. Το Κρεμλίνο ελπίζει ότι οι ΗΠΑ θα άρουν τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλαν κατά της Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Ο κ. Τραμπ μπορεί επίσης να τα βρει με τον κ. Πούτιν στη Συρία, εγκαταλείποντας την επιμονή της Αμερικής να απομακρυνθεί ο Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Αλλά οι αλλαγές αυτές θα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες. Η παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ του κ. Τραμπ κατά τη διάρκεια των εκλογών, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη πρόσληψη του κ. Τίλερσον, έχουν δώσει τροφή για την ανάπτυξη σκοτεινών θεωριών για την πραγματική σχέση του κ. Τραμπ με τη Ρωσία. Ακόμα και χωρίς τις θεωρίες συνωμοσίας, θα υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις από σημαίνοντα μέλη του Κογκρέσου -μεταξύ των οποίων και οι Ρεπουμπλικάνοι Τζον Μακέιν και Λίντσεϊ Γκράχαμ-, σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό Πούτιν - Τραμπ.
Ευρώπη: Ενώ ο κ. Τραμπ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τον κ. Πούτιν, ήταν ευθύς και όσον αφορά στην περιφρόνηση του για τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, περιγράφοντας τις πολιτικές της για το προσφυγικό ως «παλαβές».
Στις γερμανικές και γαλλικές κυβερνήσεις επικρατεί τώρα ο φόβος ότι ο κ. Τραμπ μπορεί να προσπαθήσει να βοηθήσει την ευρωπαϊκή ακροδεξιά υποστηρίζοντας την Μαρίν Λεπέν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Μάιο, ή την Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) στις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το Κρεμλίνο και ο Λευκός Οίκος θα εργάζονταν από κοινού για την ήττα της Γερμανίδας καγκελάριου.
Ένα τέτοιο σενάριο φαίνεται αδιανόητο. Αλλά ο κ. Τραμπ έχει περιγράψει τη συμμαχία του ΝΑΤΟ ως «παρωχημένη». Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδυναμωθεί το ΝΑΤΟ ή να υπονομευθούν κυβερνήσεις των Ευρωπαίων συμμάχων θα αντιμετώπιζε σκληρή αντίσταση στο Κογκρέσο και στα μέσα ενημέρωσης και θα μπορούσε να υπονομεύσει την προεδρία του.
Ιράν: Η αντιστροφή της πολιτικής των ΗΠΑ στο Ιράν θα είναι πιο εύκολο εγχείρημα για τον κ. Τραμπ.
Οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο είναι και αυτοί πολέμιοι της συμφωνίας του Μπαράκ Ομπάμα με το Ιράν για τα πυρηνικά. Ορισμένοι από τους εκλεχτούς του κ. Τραμπ -μεταξύ των οποίων και ο Μάικλ Φλιν, ο σύμβουλός του σε θέματα εθνικής ασφάλειας- ξεχωρίζουν για την εχθρότητά τους απέναντι στο Ιράν.
Μια ακύρωση της συμφωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ στον δρόμο του πολέμου με το Ιράν.
Ορισμένοι από τους συμβούλους του κ. Τραμπ μπορεί να θέλουν ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είχε ταχθεί κατά του πολέμου στο Ιράκ, έχει πραγματικά τη διάθεση για μια ακόμα σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Η Μέση Ανατολή και η τρομοκρατία: Πέρα από το Ιράν, ο νέος πρόεδρος θα έρθει αντιμέτωπος με μια σειρά από συρράξεις, από τη Συρία και το Ιράκ ως το Αφγανιστάν. Ο κ. Τραμπ έχει επανειλημμένα ταχθεί υπέρ μιας πιο επιθετικής προσέγγισης στον πόλεμο «κατά της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας».
Αλλά οι σύμβουλοί του διαφωνούν για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Ορισμένοι θέλουν μια πολύ βαθύτερη αμερικανική στρατιωτική και αμυντική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Άλλοι θεωρούν ότι μια τέτοια πολιτική θα ήταν αντιπαραγωγική και απευθύνουν έκκληση για μια πιο εστιασμένη αντιτρομοκρατική στρατηγική.
Κίνα: Μακροπρόθεσμα, το πιο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ είναι το πώς θα χειριστούν την άνοδο της Κίνας.
Οι πρώτες κινήσεις του κ. Τραμπ δείχνουν ότι είναι πιθανή μια ριζική αλλαγή στην προσέγγιση των ΗΠΑ και μια αύξηση των εντάσεων με το Πεκίνο. Ο κ. Τραμπ έχει μιλήσει για επιβολή δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα. Η τηλεφωνική του επικοινωνία με τον πρόεδρο της Ταϊβάν ανέτρεψε δεκαετίες εξωτερικής πολιτικής και ήταν μια απευθείας προσβολή προς το Πεκίνο.
Ο κ. Τραμπ έχει επίσης εγκρίνει τη σημαντική επέκταση του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, το οποίο θα μπορούσε να σηματοδοτεί μια πιο επιθετική αμερικανική απόρριψη των βλέψεων του Πεκίνου στη Νότια Θάλασσα της Κίνας.
Αν υπάρχει μια ευρύτερη στρατηγική πίσω από τις θέσεις του κ. Τραμπ, μπορεί να είναι η διάσπαση της άτυπης συμμαχίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα και η δημιουργία ενός άξονα Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Αλλά ο τρόπος που προσεγγίζει ο κ. Τραμπ την εξωτερική πολιτική μοιάζει με χαοτικό αυτοσχεδιασμό παρά με στρατηγική σκέψη.
Τα μεγαλύτερα ερωτήματα γύρω από την προσέγγισή του έχουν να κάνουν περισσότερο με τη διαδικασία παρά με τις πολιτικές. Σε μια φυσιολογική αμερικανική διοίκηση, οι μετατοπίσεις στην εξωτερική πολιτική συζητούνται από τα βασικά τμήματα της κυβέρνησης και εφαρμόζονται ύστερα από συζητήσεις με τους συμμάχους.
Στην κυβέρνηση Τραμπ, μπορεί να πραγματοποιηθούν με ένα tweet στις 3 το βράδυ.
Πηγή: euro2day.gr (δημοσιεύτηκε στις 13.12.2016)
Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πως έχει επιστρατεύσει τις τεχνικές του Twitter για τη συγκρότηση της κυβέρνησής του. Το «τρολάρισμα» στο Twitter ορίζεται ως «ο σκόπιμος επιθετικός σχολιασμός στο διαδίκτυο, με στόχο να προσβληθεί κάποιος».
Στο πνεύμα αυτό, ο κ. Τραμπ τοποθέτησε έναν αρνητή της κλιματικής αλλαγής στη θέση του υπεύθυνου για την προστασία του περιβάλλοντος, έναν πολέμιο του κατώτατου μισθού ως υπουργό Εργασίας, έναν συνωμοσιολόγο ως επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΝSA) και έναν υπέρμαχο του προστατευτισμού στο υπουργείο Εμπορίου. Το αποκορύφωμα μπορεί να είναι η επιλογή του Ρεξ Τίλερσον, που του έχει απονεμηθεί το μετάλλιο του Τάγματος της Φιλίας από το Κρεμλίνο, ως υπουργού Εξωτερικών.
Η δυσπιστία και η ανησυχία που έχουν προκαλέσει στο κατεστημένο της Ουάσιγκτον οι επιλογές του κ. Τραμπ εντείνονται από την περιφρόνηση που δείχνει στους τεχνοκράτες της κυβέρνησης. Ο κ. Τραμπ δέχθηκε τηλεφώνημα από τον πρόεδρο της Ταϊβάν, χωρίς να συμβουλευτεί το υπουργείο Εξωτερικών. Στη συνέχεια, επέκρινε τη CIA που υποστήριξε ότι η Ρωσία ενεπλάκη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Αλλά οι επιλογές προσώπων, τα tweets και τα τηλεφωνήματα του κ. Τραμπ δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ως απλώς ενδείξεις για τις μελλοντικές αλλαγές στον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τον κόσμο.
Οι πραγματικές μετατοπίσεις θα έρθουν μόνο όταν ο νεοκλεγείς πρόεδρος ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου.
Για την ώρα, είναι πολύ πιο εύκολο να εξετάσουμε τις πέντε μεγάλες επιλογές με τις οποίες είναι αντιμέτωπος, παρά να προβλέψουμε τα τελικά αποτελέσματα:
Ρωσία: Η γλώσσα που έχει χρησιμοποιήσει ο κ. Τραμπ και οι πρώτες επιλογές προσώπων αποκαλύπτουν μια ισχυρή διάθεση επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία. Το Κρεμλίνο ελπίζει ότι οι ΗΠΑ θα άρουν τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλαν κατά της Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Ο κ. Τραμπ μπορεί επίσης να τα βρει με τον κ. Πούτιν στη Συρία, εγκαταλείποντας την επιμονή της Αμερικής να απομακρυνθεί ο Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Αλλά οι αλλαγές αυτές θα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες. Η παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ του κ. Τραμπ κατά τη διάρκεια των εκλογών, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη πρόσληψη του κ. Τίλερσον, έχουν δώσει τροφή για την ανάπτυξη σκοτεινών θεωριών για την πραγματική σχέση του κ. Τραμπ με τη Ρωσία. Ακόμα και χωρίς τις θεωρίες συνωμοσίας, θα υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις από σημαίνοντα μέλη του Κογκρέσου -μεταξύ των οποίων και οι Ρεπουμπλικάνοι Τζον Μακέιν και Λίντσεϊ Γκράχαμ-, σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό Πούτιν - Τραμπ.
Ευρώπη: Ενώ ο κ. Τραμπ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τον κ. Πούτιν, ήταν ευθύς και όσον αφορά στην περιφρόνηση του για τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, περιγράφοντας τις πολιτικές της για το προσφυγικό ως «παλαβές».
Στις γερμανικές και γαλλικές κυβερνήσεις επικρατεί τώρα ο φόβος ότι ο κ. Τραμπ μπορεί να προσπαθήσει να βοηθήσει την ευρωπαϊκή ακροδεξιά υποστηρίζοντας την Μαρίν Λεπέν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Μάιο, ή την Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) στις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το Κρεμλίνο και ο Λευκός Οίκος θα εργάζονταν από κοινού για την ήττα της Γερμανίδας καγκελάριου.
Ένα τέτοιο σενάριο φαίνεται αδιανόητο. Αλλά ο κ. Τραμπ έχει περιγράψει τη συμμαχία του ΝΑΤΟ ως «παρωχημένη». Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδυναμωθεί το ΝΑΤΟ ή να υπονομευθούν κυβερνήσεις των Ευρωπαίων συμμάχων θα αντιμετώπιζε σκληρή αντίσταση στο Κογκρέσο και στα μέσα ενημέρωσης και θα μπορούσε να υπονομεύσει την προεδρία του.
Ιράν: Η αντιστροφή της πολιτικής των ΗΠΑ στο Ιράν θα είναι πιο εύκολο εγχείρημα για τον κ. Τραμπ.
Οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο είναι και αυτοί πολέμιοι της συμφωνίας του Μπαράκ Ομπάμα με το Ιράν για τα πυρηνικά. Ορισμένοι από τους εκλεχτούς του κ. Τραμπ -μεταξύ των οποίων και ο Μάικλ Φλιν, ο σύμβουλός του σε θέματα εθνικής ασφάλειας- ξεχωρίζουν για την εχθρότητά τους απέναντι στο Ιράν.
Μια ακύρωση της συμφωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ στον δρόμο του πολέμου με το Ιράν.
Ορισμένοι από τους συμβούλους του κ. Τραμπ μπορεί να θέλουν ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είχε ταχθεί κατά του πολέμου στο Ιράκ, έχει πραγματικά τη διάθεση για μια ακόμα σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Η Μέση Ανατολή και η τρομοκρατία: Πέρα από το Ιράν, ο νέος πρόεδρος θα έρθει αντιμέτωπος με μια σειρά από συρράξεις, από τη Συρία και το Ιράκ ως το Αφγανιστάν. Ο κ. Τραμπ έχει επανειλημμένα ταχθεί υπέρ μιας πιο επιθετικής προσέγγισης στον πόλεμο «κατά της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας».
Αλλά οι σύμβουλοί του διαφωνούν για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Ορισμένοι θέλουν μια πολύ βαθύτερη αμερικανική στρατιωτική και αμυντική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Άλλοι θεωρούν ότι μια τέτοια πολιτική θα ήταν αντιπαραγωγική και απευθύνουν έκκληση για μια πιο εστιασμένη αντιτρομοκρατική στρατηγική.
Κίνα: Μακροπρόθεσμα, το πιο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ είναι το πώς θα χειριστούν την άνοδο της Κίνας.
Οι πρώτες κινήσεις του κ. Τραμπ δείχνουν ότι είναι πιθανή μια ριζική αλλαγή στην προσέγγιση των ΗΠΑ και μια αύξηση των εντάσεων με το Πεκίνο. Ο κ. Τραμπ έχει μιλήσει για επιβολή δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα. Η τηλεφωνική του επικοινωνία με τον πρόεδρο της Ταϊβάν ανέτρεψε δεκαετίες εξωτερικής πολιτικής και ήταν μια απευθείας προσβολή προς το Πεκίνο.
Ο κ. Τραμπ έχει επίσης εγκρίνει τη σημαντική επέκταση του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, το οποίο θα μπορούσε να σηματοδοτεί μια πιο επιθετική αμερικανική απόρριψη των βλέψεων του Πεκίνου στη Νότια Θάλασσα της Κίνας.
Αν υπάρχει μια ευρύτερη στρατηγική πίσω από τις θέσεις του κ. Τραμπ, μπορεί να είναι η διάσπαση της άτυπης συμμαχίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα και η δημιουργία ενός άξονα Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Αλλά ο τρόπος που προσεγγίζει ο κ. Τραμπ την εξωτερική πολιτική μοιάζει με χαοτικό αυτοσχεδιασμό παρά με στρατηγική σκέψη.
Τα μεγαλύτερα ερωτήματα γύρω από την προσέγγισή του έχουν να κάνουν περισσότερο με τη διαδικασία παρά με τις πολιτικές. Σε μια φυσιολογική αμερικανική διοίκηση, οι μετατοπίσεις στην εξωτερική πολιτική συζητούνται από τα βασικά τμήματα της κυβέρνησης και εφαρμόζονται ύστερα από συζητήσεις με τους συμμάχους.
Στην κυβέρνηση Τραμπ, μπορεί να πραγματοποιηθούν με ένα tweet στις 3 το βράδυ.
Πηγή: euro2day.gr (δημοσιεύτηκε στις 13.12.2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου