"Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι υψίστης σημασίας για τις ευκαιρίες ανάπτυξης της χώρας" τόνισε χθες ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος σημείωσε ότι "η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει θετικά την προσφορά πιστώσεων, στο βαθμό που αποδεσμεύει κεφάλαια και ρευστότητα των τραπεζών για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επιχειρήσεων". Επεσήμανε δε ότι "αυτό θα αποβεί προς όφελος της πραγματικής οικονομίας, καθώς η απελευθέρωση χρηματοδοτικών πόρων και η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος θα επηρεάσουν θετικά τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την απασχόληση και την ανάπτυξη".
Πιο αναλυτικά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του με θέμα «Επιχειρηματικότητα, πολιτικές επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα», σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς στο Μουσείο της Ακρόπολης, σχετικά με το ειδικότερο θέμα των "μη εξυπηρετούμενων δανείων" ανέφερε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
Οι ελληνικές τράπεζες μέχρι στιγμής δεν είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες πιστώσεις στις επιχειρήσεις, καθώς είναι επιβαρυμένες με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον με μια σειρά πρωτοβουλιών που έχουν δρομολογηθεί. Η επίλυση των ΜΕΔ μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη καθώς θα καταστήσει δυνατή μια παραγωγικότερη ανακατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας από μη βιώσιμες σε βιώσιμες επιχειρήσεις και τομείς...
Όσον αφορά το ρόλο του τραπεζικού τομέα στην παροχή των αναγκαίων πιστώσεων για τη χρηματοδότηση δυναμικών επιχειρήσεων, το ζήτημα των ΜΕΔ εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Το απόθεμα των ΜΕΔ έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι εκτεταμένη. Αναμφίβολα, μία από τις κύριες αιτίες της έντονης αύξησης των ΜΕΔ ήταν η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση και οι επιπτώσεις της στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.
Όμως, διαδραμάτισαν ρόλο και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με διαρθρωτικής φύσεως εμπόδια: η αναποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών, η υπερβολική προστασία των δανειοληπτών, η προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου και των ταμείων συντάξεων έναντι άλλων κατηγοριών πιστωτών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δυσμενής φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, η έλλειψη πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η ανυπαρξία δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα... Πρόσφατα, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία με την Τραπεζική Εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο επιχειρησιακών στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίοι συνοδεύονται από βασικούς δείκτες απόδοσης. Οι επιχειρησιακοί στόχοι και οι βασικοί δείκτες απόδοσης που έχουν επιλεγεί συνιστούν τόσο στόχους αποτελεσμάτων όσο και στόχους δράσεων, και παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τους δείκτες ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών, τις ενέργειες των διοικήσεων για τη μείωση των ΜΕΔ και την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ενεργειών.
Οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει στη θέσπιση φιλόδοξων αλλά ρεαλιστικών στόχων, οι οποίοι υποβλήθηκαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016 με χρονικό ορίζοντα τριών ετών. Επιδίωξη είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά περίπου 40 δισεκ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019... Με βάση την πρώτη έκθεση που έχει ήδη δημοσιευθεί, η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων κρίνεται ικανοποιητική, αν και το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης δεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί πριν από το τέλος του 2018-αρχές του 2019.
Η Πολιτεία, από την πλευρά της, έχει βελτιώσει το κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με το νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά... Οι παραπάνω πρωτοβουλίες θα ενισχυθούν σημαντικά με την υλοποίηση περαιτέρω δράσεων πολιτικής που έχουν ήδη δρομολογηθεί...
Η πλήρης υλοποίηση των παραπάνω μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των ΜΕΔ εκ μέρους των τραπεζών, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα τόσο από μικροπροληπτική όσο και από μακροπροληπτική σκοπιά. Αναμένεται να βελτιώσει την οικονομική ευρωστία των τραπεζών, απελευθερώνοντας πόρους που είναι δυνατόν να διοχετευθούν προς τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Τέλος, θα αποδυναμώσει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι μέχρι τώρα επωφελούνται από το γεγονός ότι η εσκεμμένη αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων δεν επιφέρει άμεσες κυρώσεις. Σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση, που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, κατά μέσο όρο μία στις έξι επιχειρήσεις εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Όσον αφορά τις μακροοικονομικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία έχει διαπιστώσει έντονη και αμφίδρομη συσχέτιση μεταξύ μακροοικονομικών εξελίξεων και ποιότητας του ενεργητικού. Η επαρκώς τεκμηριωμένη αρνητική σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και μη εξυπηρετούμενων δανείων εμπλουτίζεται με πρόσφατες μελέτες που διαπιστώνουν επίσης αρνητικές επιδράσεις ανατροφοδότησης από τον τραπεζικό τομέα προς την οικονομία. Το μέγεθος αυτών των επιδράσεων σχετίζεται με την ικανότητα των τραπεζών να επιτελέσουν λειτουργίες όπως η διοχέτευση αποταμιευτικών πόρων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, η διασπορά των κινδύνων και η μετάδοση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία. Αυτή η ικανότητα έχει διαπιστωθεί ότι σχετίζεται και με χαρακτηριστικά των επιμέρους τραπεζών, όπως η ποιότητα της διοίκησης, το ύψος των κεφαλαίων, η αποδοτικότητα του κόστους και το προφίλ κινδύνου τους.
Ειδικότερα, ένας από τα κύριους διαύλους μέσω των οποίων οι χρηματοπιστωτικές εξελίξεις μπορούν να ασκήσουν επιδράσεις ανατροφοδότησης στα μακροοικονομικά μεγέθη, είναι ο λεγόμενος «δίαυλος του ισολογισμού», δηλ. η ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια στην οικονομία. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει θετικά την προσφορά πιστώσεων, στο βαθμό που αποδεσμεύει κεφάλαια και ρευστότητα των τραπεζών για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επιχειρήσεων. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώνει την κερδοφορία των τραπεζών διότι αυξάνει τα έσοδα από τόκους, περιορίζει την ανάγκη για σχηματισμό προβλέψεων ή για διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων, αλλά και μειώνει το διοικητικό κόστος για την παρακολούθηση και διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, εξαλείφοντας την αβεβαιότητα σχετικά με τα μελλοντικά έσοδα των τραπεζών, επιτρέπει στις τράπεζες να επωφεληθούν από χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν θετικά την προσφορά δανείων. Επιπλέον, καθώς τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού σταθμίζονται με υψηλότερο συντελεστή κινδύνου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιτρέπει στις τράπεζες να ακολουθήσουν μια πιο επιθετική πολιτική και να χρηματοδοτήσουν επενδυτικές ευκαιρίες, χωρίς να περιορίζονται από στενότητα κεφαλαίων και χωρίς να περισπάται η προσοχή των διοικήσεών τους από την ανάγκη διαχείρισης ενός μεγάλης κλίμακας χαρτοφυλακίου προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.
Επιπλέον, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώνει την κατανομή πιστώσεων από μη βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή, προς βιώσιμες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, όταν περισσότερα κεφάλαια απορροφώνται από μη βιώσιμες επιχειρήσεις («ζόμπι»), η μέση βιώσιμη επιχείρηση αναλαμβάνει λιγότερες επενδύσεις από ό,τι στη αντίθετη περίπτωση . Ως εκ τούτου, η αυξημένη παρουσία μη βιώσιμων επιχειρήσεων στην οικονομία εκτοπίζει την ανάπτυξη πιο παραγωγικών επιχειρήσεων, μειώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της κατανομής των κεφαλαίων και προκαλώντας επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Προσομοιώσεις του ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι η μείωση του κεφαλαίου που απορροφούν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις στην Ελλάδα στο ελάχιστο επίπεδο που επικρατεί στις χώρες του ΟΟΣΑ, συνδέεται με αύξηση των επενδύσεων για μια τυπική βιώσιμη επιχείρηση κατά 4,7% ετησίως. Το ποσοστό αυτό είναι από οικονομική άποψη πολύ σημαντικό. Και είναι ενδεικτικό του πιθανού οφέλους που μπορεί να προκύψει από την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε όρους επιχειρηματικών επενδύσεων, συνολικής παραγωγικότητας και μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης. Το συμπέρασμα πολιτικής είναι ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την επίλυση των ΜΕΔ με σκοπό τη βελτίωση της ανακατανομής κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία και, μέσω αυτής, την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω, η οικονομία επηρεάζεται θετικά και από την πλευρά της ζήτησης, μέσα από το λεγόμενο «δίαυλο ισολογισμού των δανειοληπτών». Από τη σκοπιά της υπερχρέωσης, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με δάνεια σε καθυστέρηση μπορεί να έχουν λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν σε νέα έργα, αφού τα τυχόν κέρδη τους θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών δανειακών τους υποχρεώσεων. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού που παρατηρούνται σε χώρες με παρατεταμένα προβλήματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, επηρεάζουν αρνητικά τη ζήτηση πιστώσεων. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού οδηγεί τις επιχειρήσεις να προσφεύγουν σε εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα, κατά μέσο όρο, την αποφυγή επενδυτικών σχεδίων μεγάλης κλίμακας. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: βελτιώνει την προθυμία, τα κίνητρα και την ικανότητα των οικονομικών μονάδων να επενδύσουν σε νέα έργα.Οι πρακτικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις ευκαιρίες ανάπτυξης είναι εμφανείς όταν εξετάζουμε στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τον τραπεζικό δανεισμό προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η συρρίκνωση του τραπεζικού δανεισμού είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρες που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων καταγράφουν επίσης κάτω του μέσου όρου αύξηση του ΑΕΠ, δεδομένου ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώνουν αντίστοιχα κάτω του μέσου όρου ροπή προς επενδύσεις. Το αντίθετο παρατηρείται για τα κράτη-μέλη που εμφανίζουν χαμηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ως εκ τούτου, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι υψίστης σημασίας για τις ευκαιρίες ανάπτυξης μιας χώρας. Οι τράπεζες – επωφελούμενες από τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, της κερδοφορίας και της ρευστότητάς τους – θα είναι περισσότερο σε θέση να μειώσουν το κόστος του πιστωτικού κινδύνου και τα περιθώρια επιτοκίων. Αυτό ισοδυναμεί με μια σημαντικότατη εξέλιξη για την ανταγωνιστικότητα του τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Θα διευκολύνει επίσης τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, αμβλύνοντας έτσι τις επιπτώσεις της μείωσης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Και αυτό θα αποβεί προς όφελος της πραγματικής οικονομίας, καθώς η απελευθέρωση χρηματοδοτικών πόρων και η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος θα επηρεάσουν θετικά τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την απασχόληση και την ανάπτυξη. Εν ολίγοις, θα εισέλθουμε σε έναν ενάρετο κύκλο όπου η βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού θα επηρεάζει θετικά την αύξηση του ΑΕΠ, που με τη σειρά της θα οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας ανέφερε:
Ανακεφαλαιώνοντας, η Ελλάδα είναι έτοιμη να επιστρέψει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να κινηθεί προς ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, με έμφαση στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια έχουν διανοίξει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Για να αποκομιστούν όμως τα οφέλη από αυτές τις ευκαιρίες, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις:
Πιο αναλυτικά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του με θέμα «Επιχειρηματικότητα, πολιτικές επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα», σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς στο Μουσείο της Ακρόπολης, σχετικά με το ειδικότερο θέμα των "μη εξυπηρετούμενων δανείων" ανέφερε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
Οι ελληνικές τράπεζες μέχρι στιγμής δεν είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες πιστώσεις στις επιχειρήσεις, καθώς είναι επιβαρυμένες με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον με μια σειρά πρωτοβουλιών που έχουν δρομολογηθεί. Η επίλυση των ΜΕΔ μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη καθώς θα καταστήσει δυνατή μια παραγωγικότερη ανακατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας από μη βιώσιμες σε βιώσιμες επιχειρήσεις και τομείς...
Όσον αφορά το ρόλο του τραπεζικού τομέα στην παροχή των αναγκαίων πιστώσεων για τη χρηματοδότηση δυναμικών επιχειρήσεων, το ζήτημα των ΜΕΔ εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Το απόθεμα των ΜΕΔ έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι εκτεταμένη. Αναμφίβολα, μία από τις κύριες αιτίες της έντονης αύξησης των ΜΕΔ ήταν η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση και οι επιπτώσεις της στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.
Όμως, διαδραμάτισαν ρόλο και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με διαρθρωτικής φύσεως εμπόδια: η αναποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών, η υπερβολική προστασία των δανειοληπτών, η προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου και των ταμείων συντάξεων έναντι άλλων κατηγοριών πιστωτών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δυσμενής φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, η έλλειψη πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η ανυπαρξία δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα... Πρόσφατα, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία με την Τραπεζική Εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο επιχειρησιακών στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίοι συνοδεύονται από βασικούς δείκτες απόδοσης. Οι επιχειρησιακοί στόχοι και οι βασικοί δείκτες απόδοσης που έχουν επιλεγεί συνιστούν τόσο στόχους αποτελεσμάτων όσο και στόχους δράσεων, και παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τους δείκτες ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών, τις ενέργειες των διοικήσεων για τη μείωση των ΜΕΔ και την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ενεργειών.
Οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει στη θέσπιση φιλόδοξων αλλά ρεαλιστικών στόχων, οι οποίοι υποβλήθηκαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016 με χρονικό ορίζοντα τριών ετών. Επιδίωξη είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά περίπου 40 δισεκ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019... Με βάση την πρώτη έκθεση που έχει ήδη δημοσιευθεί, η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων κρίνεται ικανοποιητική, αν και το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης δεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί πριν από το τέλος του 2018-αρχές του 2019.
Η Πολιτεία, από την πλευρά της, έχει βελτιώσει το κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με το νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά... Οι παραπάνω πρωτοβουλίες θα ενισχυθούν σημαντικά με την υλοποίηση περαιτέρω δράσεων πολιτικής που έχουν ήδη δρομολογηθεί...
Η πλήρης υλοποίηση των παραπάνω μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των ΜΕΔ εκ μέρους των τραπεζών, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα τόσο από μικροπροληπτική όσο και από μακροπροληπτική σκοπιά. Αναμένεται να βελτιώσει την οικονομική ευρωστία των τραπεζών, απελευθερώνοντας πόρους που είναι δυνατόν να διοχετευθούν προς τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Τέλος, θα αποδυναμώσει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι μέχρι τώρα επωφελούνται από το γεγονός ότι η εσκεμμένη αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων δεν επιφέρει άμεσες κυρώσεις. Σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση, που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, κατά μέσο όρο μία στις έξι επιχειρήσεις εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Όσον αφορά τις μακροοικονομικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία έχει διαπιστώσει έντονη και αμφίδρομη συσχέτιση μεταξύ μακροοικονομικών εξελίξεων και ποιότητας του ενεργητικού. Η επαρκώς τεκμηριωμένη αρνητική σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και μη εξυπηρετούμενων δανείων εμπλουτίζεται με πρόσφατες μελέτες που διαπιστώνουν επίσης αρνητικές επιδράσεις ανατροφοδότησης από τον τραπεζικό τομέα προς την οικονομία. Το μέγεθος αυτών των επιδράσεων σχετίζεται με την ικανότητα των τραπεζών να επιτελέσουν λειτουργίες όπως η διοχέτευση αποταμιευτικών πόρων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, η διασπορά των κινδύνων και η μετάδοση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία. Αυτή η ικανότητα έχει διαπιστωθεί ότι σχετίζεται και με χαρακτηριστικά των επιμέρους τραπεζών, όπως η ποιότητα της διοίκησης, το ύψος των κεφαλαίων, η αποδοτικότητα του κόστους και το προφίλ κινδύνου τους.
Ειδικότερα, ένας από τα κύριους διαύλους μέσω των οποίων οι χρηματοπιστωτικές εξελίξεις μπορούν να ασκήσουν επιδράσεις ανατροφοδότησης στα μακροοικονομικά μεγέθη, είναι ο λεγόμενος «δίαυλος του ισολογισμού», δηλ. η ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια στην οικονομία. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει θετικά την προσφορά πιστώσεων, στο βαθμό που αποδεσμεύει κεφάλαια και ρευστότητα των τραπεζών για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επιχειρήσεων. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώνει την κερδοφορία των τραπεζών διότι αυξάνει τα έσοδα από τόκους, περιορίζει την ανάγκη για σχηματισμό προβλέψεων ή για διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων, αλλά και μειώνει το διοικητικό κόστος για την παρακολούθηση και διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, εξαλείφοντας την αβεβαιότητα σχετικά με τα μελλοντικά έσοδα των τραπεζών, επιτρέπει στις τράπεζες να επωφεληθούν από χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν θετικά την προσφορά δανείων. Επιπλέον, καθώς τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού σταθμίζονται με υψηλότερο συντελεστή κινδύνου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιτρέπει στις τράπεζες να ακολουθήσουν μια πιο επιθετική πολιτική και να χρηματοδοτήσουν επενδυτικές ευκαιρίες, χωρίς να περιορίζονται από στενότητα κεφαλαίων και χωρίς να περισπάται η προσοχή των διοικήσεών τους από την ανάγκη διαχείρισης ενός μεγάλης κλίμακας χαρτοφυλακίου προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.
Επιπλέον, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώνει την κατανομή πιστώσεων από μη βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή, προς βιώσιμες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, όταν περισσότερα κεφάλαια απορροφώνται από μη βιώσιμες επιχειρήσεις («ζόμπι»), η μέση βιώσιμη επιχείρηση αναλαμβάνει λιγότερες επενδύσεις από ό,τι στη αντίθετη περίπτωση . Ως εκ τούτου, η αυξημένη παρουσία μη βιώσιμων επιχειρήσεων στην οικονομία εκτοπίζει την ανάπτυξη πιο παραγωγικών επιχειρήσεων, μειώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της κατανομής των κεφαλαίων και προκαλώντας επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Προσομοιώσεις του ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι η μείωση του κεφαλαίου που απορροφούν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις στην Ελλάδα στο ελάχιστο επίπεδο που επικρατεί στις χώρες του ΟΟΣΑ, συνδέεται με αύξηση των επενδύσεων για μια τυπική βιώσιμη επιχείρηση κατά 4,7% ετησίως. Το ποσοστό αυτό είναι από οικονομική άποψη πολύ σημαντικό. Και είναι ενδεικτικό του πιθανού οφέλους που μπορεί να προκύψει από την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε όρους επιχειρηματικών επενδύσεων, συνολικής παραγωγικότητας και μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης. Το συμπέρασμα πολιτικής είναι ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την επίλυση των ΜΕΔ με σκοπό τη βελτίωση της ανακατανομής κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία και, μέσω αυτής, την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω, η οικονομία επηρεάζεται θετικά και από την πλευρά της ζήτησης, μέσα από το λεγόμενο «δίαυλο ισολογισμού των δανειοληπτών». Από τη σκοπιά της υπερχρέωσης, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με δάνεια σε καθυστέρηση μπορεί να έχουν λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν σε νέα έργα, αφού τα τυχόν κέρδη τους θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών δανειακών τους υποχρεώσεων. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού που παρατηρούνται σε χώρες με παρατεταμένα προβλήματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, επηρεάζουν αρνητικά τη ζήτηση πιστώσεων. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού οδηγεί τις επιχειρήσεις να προσφεύγουν σε εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα, κατά μέσο όρο, την αποφυγή επενδυτικών σχεδίων μεγάλης κλίμακας. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: βελτιώνει την προθυμία, τα κίνητρα και την ικανότητα των οικονομικών μονάδων να επενδύσουν σε νέα έργα.Οι πρακτικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις ευκαιρίες ανάπτυξης είναι εμφανείς όταν εξετάζουμε στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τον τραπεζικό δανεισμό προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η συρρίκνωση του τραπεζικού δανεισμού είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρες που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων καταγράφουν επίσης κάτω του μέσου όρου αύξηση του ΑΕΠ, δεδομένου ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώνουν αντίστοιχα κάτω του μέσου όρου ροπή προς επενδύσεις. Το αντίθετο παρατηρείται για τα κράτη-μέλη που εμφανίζουν χαμηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ως εκ τούτου, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι υψίστης σημασίας για τις ευκαιρίες ανάπτυξης μιας χώρας. Οι τράπεζες – επωφελούμενες από τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, της κερδοφορίας και της ρευστότητάς τους – θα είναι περισσότερο σε θέση να μειώσουν το κόστος του πιστωτικού κινδύνου και τα περιθώρια επιτοκίων. Αυτό ισοδυναμεί με μια σημαντικότατη εξέλιξη για την ανταγωνιστικότητα του τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Θα διευκολύνει επίσης τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, αμβλύνοντας έτσι τις επιπτώσεις της μείωσης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Και αυτό θα αποβεί προς όφελος της πραγματικής οικονομίας, καθώς η απελευθέρωση χρηματοδοτικών πόρων και η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος θα επηρεάσουν θετικά τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την απασχόληση και την ανάπτυξη. Εν ολίγοις, θα εισέλθουμε σε έναν ενάρετο κύκλο όπου η βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού θα επηρεάζει θετικά την αύξηση του ΑΕΠ, που με τη σειρά της θα οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας ανέφερε:
Ανακεφαλαιώνοντας, η Ελλάδα είναι έτοιμη να επιστρέψει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να κινηθεί προς ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, με έμφαση στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια έχουν διανοίξει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Για να αποκομιστούν όμως τα οφέλη από αυτές τις ευκαιρίες, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις:
- Πρώτον, η ολοκλήρωση, χωρίς άλλη καθυστέρηση, της δεύτερης αξιολόγησης.
- Δεύτερον, η συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος.
- Και τρίτον, μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση από όλες τις πλευρές όσον αφορά το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής και το βάρος του δημόσιου χρέους.
Πηγή: bankofgreece.gr 28/03/2017
Σχετικές αναρτήσεις:
27 Μαρτίου 2017 Γ. Στουρνάρας: Πρέπει όμως να γίνουν πολλά ακόμα
26 Μαρτίου 2017 Γ. Στουρνάρας: «Το μυαλό μας, η βασικότερη πηγή πλούτου»
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Στουρνάρα στο:
Oμιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα με θέμα «Επιχειρηματικότητα, πολιτικές επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα» σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς στο Μουσείο της Ακρόπολης
Oμιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα με θέμα «Επιχειρηματικότητα, πολιτικές επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα» σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς στο Μουσείο της Ακρόπολης
27 Μαρτίου 2017 Γ. Στουρνάρας: Πρέπει όμως να γίνουν πολλά ακόμα
26 Μαρτίου 2017 Γ. Στουρνάρας: «Το μυαλό μας, η βασικότερη πηγή πλούτου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου