Ο Χρυσόστομος Σταμούλης*, καθηγητής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, μιλά στην Καθημερινή για τη φιλοτιμία και τις άλλες σύγχρονες ελληνικές «μυθολογίες», για τον απόλυτο ετεροπροσδιορισμό του Νεοέλληνα, για την ιδεολογικοποίηση της αντίθεσης και της ρήξης. "Γεμίσαμε επαναστάσεις και επαναστάτες, αλλά αντίσταση πουθενά" αναφέρει, κλείνοντας την ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στον Αντώνη Παγκράτη. Ολόκληρη η συνέντευξη στη συνέχεια:
– Ποιο θεωρείτε ως υπέρτατο αγαθό από τη σημερινή ελληνική κοινωνία;
– Δυσκολεύομαι να βρω ένα. Θα μπορούσα να πω πολλά, που αντανακλούν το παρελθόν, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι εκφράζουν τον σημερινό Ελληνα. Ενα απ’ αυτά είναι η φιλαλληλία. Πέρα από ό,τι συμβαίνει στο μικρόκοσμό μας ή τις εντάσεις που βλέπουμε απέναντι στους ξένους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, θέλω να πιστεύω πως ο Ελληνας έχει μια φιλαλληλία, δέχεται την ετερότητα. Εντούτοις, κάποιες έρευνες που έχουν γίνει, κατέδειξαν ότι αυτή η φιλαλληλία και η αδελφή της φιλοτιμία για την οποία παινευόμαστε εδώ και χρόνια –και μάλιστα λέμε ότι δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες– είναι ένας μύθος.
– Μήπως άλλες χώρες της Δύσης δεν έχουν αυτή τη λέξη επειδή η φιλοτιμία είναι μάλλον χαρακτηριστικό κοινωνιών παραδοσιακών και όχι νεωτερικών; Εμείς πόσο κοντά είμαστε στα νεωτερικά κράτη;
– Νομίζω ότι δυσκολευόμαστε πολύ να πλησιάσουμε και να χειριστούμε τη νεωτερικότητα. Είμαστε αμφίσημοι. Εμπεριέχουμε στο ίδιο σώμα, τόσο τον παπά Στρατή, ένα σπουδαίο άνθρωπο, ιερέα, λευίτη στη Μυτιλήνη, αλλά και τον στρατευμένο μισάνθρωπο που συναντούμε σε όλες αυτές τις ομάδες, οι οποίες, οργανωμένες και οπλισμένες, σπάνε πάγκους και χτυπούν ανθρώπους.
– Πού οφείλεται αυτή η αμφισημία ή η διψυχία;
– Ξεκινάει από μακριά. Εχω την αίσθηση ότι, παρότι κομπάζουμε για τη κοινοτικότητα του τρόπου μας, δεν ζούμε αναλόγως. Εξαίρεση κάποιες μοναχικές ενορίες στον τόπο μας και οι Ελληνες του εξωτερικού, για τους οποίους η εκκλησιαστική κοινότητα αποτελεί αναγκαία συνθήκη κοινωνικοποίησης. Στην Ελλάδα, η λειτουργία μετά τη «λειτουργία» δεν υπάρχει. Τελειώνουμε τις τελετουργίες μας και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων ο καθένας πηγαίνει στο σπίτι του. Στα ερείπια των χαμένων μυθολογιών –εκείνου δηλαδή του τρόπου κοινής σκέψης, κοινής έκφρασης, κοινής δράσης που μας ενώνει– χτίζονται οι νέοι φονταμενταλισμοί. Αντιμυθολογίες, οι οποίες στο όνομα της σύγκρουσης με την κατεστημένη «ελίτ» των εκπροσώπων των παλαιών μυθολογιών, εδραιώνουν καταστάσεις συνάντησης που διέπονται από διαδικασίες φόβου.
– Η δική μας μυθολογία ποια ήταν;
– Η κοινότητα, η οποία όμως βασίστηκε σε ετεροπροσδιορισμούς και γι’ αυτό δεν άντεξε. Λένε πάρα πολλοί «μα πώς πρέπει να συμπεριφερθεί ο Χριστιανισμός σήμερα στο ξένο»; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Να κάνει ό,τι έκανε ο Χριστός. Εμείς, όμως, τι κάνουμε; Αγνοώντας το παράδειγμα του Χριστού και λειτουργώντας στα όρια του μαγικού, θέλουμε να περπατήσουμε στα κύματα, χωρίς όμως διάθεση συνάντησης με τον ξένο, τον μετανάστη, την πόρνη, τον τελώνη και το φαρισαίο. Ψάχνουμε αγωνιωδώς για εγγυημένη προφητεία. Οπως είχε πει και ο Λειβαδίτης «γιατί το πρόβλημα, φίλοι μου, δεν είναι να σώσεις τον κόσμο, αλλά να τον σώσεις την ερχόμενη Πέμπτη».
– Στο τέλος, όμως, σώζονται όλοι; Διότι εάν σώζονται όλοι δεν υπάρχει λόγος κανείς να κάνει κάτι...
– Αυτή είναι η αύρα και το άρωμα της Ορθοδοξίας, που στηρίζεται στην πατρική αγάπη. Αυτή η διδασκαλία της Ορθόδοξης Ανατολής ονομάστηκε αποκατάσταση των πάντων.
– Εμείς ταυτιζόμαστε με τους μετανάστες ακριβώς γι’ αυτό το σχήμα που περιγράφετε;
– Βέβαια, της ελευθερίας και της θυσιαστικότητας. Λέγαμε για τα χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα πριν. Εγώ θα έβαζα και τη θυσιαστικότητα. Ο Νεοέλληνας μπορεί να είναι σκάρτος, μπορεί να είναι ατομιστής, μπορεί να είναι αριβίστας, αλλά όταν θα βρεθεί στη στιγμή που θα πρέπει να βγει από τον εαυτό του, θα βγει εκρηκτικά. Μέσα από τα χάλια του θα εμφανιστεί κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ δυναμικό.
– Μάλλον χάνει την αξία του...
– Ετσι φαίνεται, διότι όταν η αντίστασή μας έρχεται μόνο σε μια οριακή στιγμή –στις υπόλοιπες καθόμαστε και βλέπουμε τα ατυχήματα στον καρόδρομο– χάνει τη δύναμη νοηματοδότησης της αμεσότητάς μας. Εδώ κινδυνεύουμε την ένταξή μας στη χώρα του γραφικού.
– Γιατί πρέπει να φτάσει σε μια πολύ ακραία στιγμή για να βγει από τον εαυτό του;
– Είναι αυτό που λέω ότι δεν θέλουμε νόμους, δεν θέλουμε κράτος, δεν θέλουμε τη λειτουργία τού «μαζί»... Κάναμε ιδεολογία τη μοναξιά μας, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική και δεν μπορούμε να φανταστούμε τον παράδεισο της συνάντησης. Πόσο μάλλον να τον βιώσουμε.
– Και πώς θέλουμε να ζούμε; Σύμφωνα με τα πατερικά κείμενα;
– Οχι, τα πατερικά κείμενα δεν παίζουν κανένα ρόλο πλέον. Ας μη ξεγελιόμαστε. Οι Ελληνες ζούμε με μια ιδέα του παρελθόντος. Εχουμε απολυτοποιήσει κάποιες «σπασμένες» ιδέες της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, τις οποίες καθόλου δεν καταλαβαίνουμε. Συνήθως αυτές οι ιδέες είναι απέναντι στις πραγματικές ιδέες του Βυζαντίου και της αρχαίας Ελλάδας. Πολλές φορές ακούμε «η εκκλησία λέει αυτό» και η εκκλησία δεν λέει αυτό κ.λπ.
– Γιατί συμβαίνει αυτό;
– Ζούμε με την ανάμνηση γιατί δεν έχουμε παρόν. Από την Επανάσταση και μετά δεν θέλουμε κράτος.
– Γιατί δεν θέλουμε κράτος;
– Δεν θέλουμε κράτος γιατί αρνούμαστε να συνυπάρξουμε. Φοβόμαστε τον άλλον. Ο άλλος είναι η κόλασή μας και διά της αρνήσεώς του έως και ενοχοποίησής του, χώρος άντλησης ενός κάποιου εαυτού. Ετεροπροσδιορισμός απόλυτος. Καμία υποψία αυτοπροσδιορισμού. Να πούμε επιτέλους τι είμαστε, όχι τι δεν είμαστε.
– Γιατί όμως φτάσαμε στο σημείο να φοβόμαστε ο ένας τον άλλον; Από πότε ξεκινάει αυτό;
– Νομίζω ότι είναι αποτέλεσμα και των 400 ετών της σκλαβιάς. Αναγκάζεσαι να μείνεις σε μικρές κοινότητες όπου οτιδήποτε το εξωτερικό είναι απειλητικό της βεβαιότητάς σου. Η βεβαιότητα των μικρών κοινοτήτων έφτασε να είναι βεβαιότητα ενός εαυτού. Με τον κοσμοπολιτισμό τού Βυζαντίου υπήρχε μια ανοιχτότητα σε πολλούς τομείς, ακόμη και στο εμπόριο. Αυτό, σιγά σιγά με το κράτος κλείνει.
– Και στο Βυζάντιο φαίνεται ότι δεν τα καταφέρνουμε...
– Ναι, αποτυγχάνουμε στο τέλος.
– Γιατί γίνεται αυτό όμως; Εχω την εντύπωση ότι σχετίζεται με τη θεολογία μας.
– Δεν νομίζω ότι η θεολογία έχει αυτή τη δύναμη. Η θεολογία έρχεται εκ των υστέρων, ίσως, να ερμηνεύσει...
– Η εκκλησία μας;
– Πάλεψε και συνεχίζει να παλεύει. Αλλά, ως μη ώφειλε, παρασυρμένη από την πολιτική εξουσία, έδωσε πολλές χαμένες μάχες και δεν κατάφερε να επιλέξει τις ήττες της. Χάθηκε για παράδειγμα μέσα στη δίνη της έντονης ιδεολογικής σύγκρουσής της με τη Δύση. Οταν δεν αυτοπροσδιορίζεσαι και ετεροπροσδιορίζεσαι...
– Γιατί ετεροπροσδιορίζεσαι;
– Ετεροπροσδιορίζεσαι γιατί δεν έχει περιεχόμενο η ζωή σου. Η ανυπαρξία γεννά ετεροπροσδιορισμό. Από τον 15ο, 16ο αιώνα αρχίζουμε να σταματάμε να δημιουργούμε, στη ναοδομία, στην αρχιτεκτονική, στη μουσική. Καταφεύγουμε έτσι στην ιεροποίηση του παρελθόντος, στην αντιγραφή, που όταν δεν συναντιέται με τη ζωή οδηγεί στη σταδιακή νέκρωση.
– Γιατί το κάναμε αυτό;
– Γιατί δεν ζούσαμε πραγματικά. Απουσιάζαμε από τη ζωή.
– Γιατί;
– Αυτό είναι κάτι που μπορούν να απαντήσουν οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Ειλικρινά σήμερα, αυτό που συμβαίνει στην εκκλησία είναι αντικείμενο της ψυχιατρικής. Δεν μπορείς να το εξηγήσεις αλλιώς. Του λες του άλλου «είμαστε μια παρέα, έλα να πιούμε έναν καφέ, να κοινωνήσουμε και να τα χαρούμε» και σου λέει «όχι, εγώ δεν μπορώ γιατί έχω μάθει να ζω με την αντίθεση». Εχουμε ιδεολογικοποιήσει την αντίθεσή μας, τη ρήξη. Εχουμε ιδεολογικοποιήσει τη ρήξη. Σήμερα δεν είναι αυτό το πρόβλημα; Η ιδεολογικοποίηση της ρήξης; Γεμίσαμε επαναστάσεις και επαναστάτες, αλλά αντίσταση πουθενά.
* Ο Χρυσόστομος Σταμούλης είναι καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Στα κυριότερα έργα του περιλαμβάνονται τα βιβλία «Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», «Περί φωτός. Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες; Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορθόδοξο χώρο», «Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολογία», «Ερωτας και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης», «Ωσπερ ξένος και αλήτης ή σάρκωση η μετανάστευση της αγάπης», «Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Κείμενα για το διάλογο της Ορθοδοξίας με την πόλη, την πολιτική και τον πολιτισμό».
Πηγή: kathimerini.gr
– Δυσκολεύομαι να βρω ένα. Θα μπορούσα να πω πολλά, που αντανακλούν το παρελθόν, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι εκφράζουν τον σημερινό Ελληνα. Ενα απ’ αυτά είναι η φιλαλληλία. Πέρα από ό,τι συμβαίνει στο μικρόκοσμό μας ή τις εντάσεις που βλέπουμε απέναντι στους ξένους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, θέλω να πιστεύω πως ο Ελληνας έχει μια φιλαλληλία, δέχεται την ετερότητα. Εντούτοις, κάποιες έρευνες που έχουν γίνει, κατέδειξαν ότι αυτή η φιλαλληλία και η αδελφή της φιλοτιμία για την οποία παινευόμαστε εδώ και χρόνια –και μάλιστα λέμε ότι δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες– είναι ένας μύθος.
– Μήπως άλλες χώρες της Δύσης δεν έχουν αυτή τη λέξη επειδή η φιλοτιμία είναι μάλλον χαρακτηριστικό κοινωνιών παραδοσιακών και όχι νεωτερικών; Εμείς πόσο κοντά είμαστε στα νεωτερικά κράτη;
– Νομίζω ότι δυσκολευόμαστε πολύ να πλησιάσουμε και να χειριστούμε τη νεωτερικότητα. Είμαστε αμφίσημοι. Εμπεριέχουμε στο ίδιο σώμα, τόσο τον παπά Στρατή, ένα σπουδαίο άνθρωπο, ιερέα, λευίτη στη Μυτιλήνη, αλλά και τον στρατευμένο μισάνθρωπο που συναντούμε σε όλες αυτές τις ομάδες, οι οποίες, οργανωμένες και οπλισμένες, σπάνε πάγκους και χτυπούν ανθρώπους.
– Πού οφείλεται αυτή η αμφισημία ή η διψυχία;
– Ξεκινάει από μακριά. Εχω την αίσθηση ότι, παρότι κομπάζουμε για τη κοινοτικότητα του τρόπου μας, δεν ζούμε αναλόγως. Εξαίρεση κάποιες μοναχικές ενορίες στον τόπο μας και οι Ελληνες του εξωτερικού, για τους οποίους η εκκλησιαστική κοινότητα αποτελεί αναγκαία συνθήκη κοινωνικοποίησης. Στην Ελλάδα, η λειτουργία μετά τη «λειτουργία» δεν υπάρχει. Τελειώνουμε τις τελετουργίες μας και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων ο καθένας πηγαίνει στο σπίτι του. Στα ερείπια των χαμένων μυθολογιών –εκείνου δηλαδή του τρόπου κοινής σκέψης, κοινής έκφρασης, κοινής δράσης που μας ενώνει– χτίζονται οι νέοι φονταμενταλισμοί. Αντιμυθολογίες, οι οποίες στο όνομα της σύγκρουσης με την κατεστημένη «ελίτ» των εκπροσώπων των παλαιών μυθολογιών, εδραιώνουν καταστάσεις συνάντησης που διέπονται από διαδικασίες φόβου.
– Η δική μας μυθολογία ποια ήταν;
– Η κοινότητα, η οποία όμως βασίστηκε σε ετεροπροσδιορισμούς και γι’ αυτό δεν άντεξε. Λένε πάρα πολλοί «μα πώς πρέπει να συμπεριφερθεί ο Χριστιανισμός σήμερα στο ξένο»; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Να κάνει ό,τι έκανε ο Χριστός. Εμείς, όμως, τι κάνουμε; Αγνοώντας το παράδειγμα του Χριστού και λειτουργώντας στα όρια του μαγικού, θέλουμε να περπατήσουμε στα κύματα, χωρίς όμως διάθεση συνάντησης με τον ξένο, τον μετανάστη, την πόρνη, τον τελώνη και το φαρισαίο. Ψάχνουμε αγωνιωδώς για εγγυημένη προφητεία. Οπως είχε πει και ο Λειβαδίτης «γιατί το πρόβλημα, φίλοι μου, δεν είναι να σώσεις τον κόσμο, αλλά να τον σώσεις την ερχόμενη Πέμπτη».
– Στο τέλος, όμως, σώζονται όλοι; Διότι εάν σώζονται όλοι δεν υπάρχει λόγος κανείς να κάνει κάτι...
– Αυτή είναι η αύρα και το άρωμα της Ορθοδοξίας, που στηρίζεται στην πατρική αγάπη. Αυτή η διδασκαλία της Ορθόδοξης Ανατολής ονομάστηκε αποκατάσταση των πάντων.
– Εμείς ταυτιζόμαστε με τους μετανάστες ακριβώς γι’ αυτό το σχήμα που περιγράφετε;
– Βέβαια, της ελευθερίας και της θυσιαστικότητας. Λέγαμε για τα χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα πριν. Εγώ θα έβαζα και τη θυσιαστικότητα. Ο Νεοέλληνας μπορεί να είναι σκάρτος, μπορεί να είναι ατομιστής, μπορεί να είναι αριβίστας, αλλά όταν θα βρεθεί στη στιγμή που θα πρέπει να βγει από τον εαυτό του, θα βγει εκρηκτικά. Μέσα από τα χάλια του θα εμφανιστεί κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ δυναμικό.
– Μάλλον χάνει την αξία του...
– Ετσι φαίνεται, διότι όταν η αντίστασή μας έρχεται μόνο σε μια οριακή στιγμή –στις υπόλοιπες καθόμαστε και βλέπουμε τα ατυχήματα στον καρόδρομο– χάνει τη δύναμη νοηματοδότησης της αμεσότητάς μας. Εδώ κινδυνεύουμε την ένταξή μας στη χώρα του γραφικού.
– Γιατί πρέπει να φτάσει σε μια πολύ ακραία στιγμή για να βγει από τον εαυτό του;
– Είναι αυτό που λέω ότι δεν θέλουμε νόμους, δεν θέλουμε κράτος, δεν θέλουμε τη λειτουργία τού «μαζί»... Κάναμε ιδεολογία τη μοναξιά μας, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική και δεν μπορούμε να φανταστούμε τον παράδεισο της συνάντησης. Πόσο μάλλον να τον βιώσουμε.
– Και πώς θέλουμε να ζούμε; Σύμφωνα με τα πατερικά κείμενα;
– Οχι, τα πατερικά κείμενα δεν παίζουν κανένα ρόλο πλέον. Ας μη ξεγελιόμαστε. Οι Ελληνες ζούμε με μια ιδέα του παρελθόντος. Εχουμε απολυτοποιήσει κάποιες «σπασμένες» ιδέες της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, τις οποίες καθόλου δεν καταλαβαίνουμε. Συνήθως αυτές οι ιδέες είναι απέναντι στις πραγματικές ιδέες του Βυζαντίου και της αρχαίας Ελλάδας. Πολλές φορές ακούμε «η εκκλησία λέει αυτό» και η εκκλησία δεν λέει αυτό κ.λπ.
– Γιατί συμβαίνει αυτό;
– Ζούμε με την ανάμνηση γιατί δεν έχουμε παρόν. Από την Επανάσταση και μετά δεν θέλουμε κράτος.
– Γιατί δεν θέλουμε κράτος;
– Δεν θέλουμε κράτος γιατί αρνούμαστε να συνυπάρξουμε. Φοβόμαστε τον άλλον. Ο άλλος είναι η κόλασή μας και διά της αρνήσεώς του έως και ενοχοποίησής του, χώρος άντλησης ενός κάποιου εαυτού. Ετεροπροσδιορισμός απόλυτος. Καμία υποψία αυτοπροσδιορισμού. Να πούμε επιτέλους τι είμαστε, όχι τι δεν είμαστε.
– Γιατί όμως φτάσαμε στο σημείο να φοβόμαστε ο ένας τον άλλον; Από πότε ξεκινάει αυτό;
– Νομίζω ότι είναι αποτέλεσμα και των 400 ετών της σκλαβιάς. Αναγκάζεσαι να μείνεις σε μικρές κοινότητες όπου οτιδήποτε το εξωτερικό είναι απειλητικό της βεβαιότητάς σου. Η βεβαιότητα των μικρών κοινοτήτων έφτασε να είναι βεβαιότητα ενός εαυτού. Με τον κοσμοπολιτισμό τού Βυζαντίου υπήρχε μια ανοιχτότητα σε πολλούς τομείς, ακόμη και στο εμπόριο. Αυτό, σιγά σιγά με το κράτος κλείνει.
– Και στο Βυζάντιο φαίνεται ότι δεν τα καταφέρνουμε...
– Ναι, αποτυγχάνουμε στο τέλος.
– Γιατί γίνεται αυτό όμως; Εχω την εντύπωση ότι σχετίζεται με τη θεολογία μας.
– Δεν νομίζω ότι η θεολογία έχει αυτή τη δύναμη. Η θεολογία έρχεται εκ των υστέρων, ίσως, να ερμηνεύσει...
– Η εκκλησία μας;
– Πάλεψε και συνεχίζει να παλεύει. Αλλά, ως μη ώφειλε, παρασυρμένη από την πολιτική εξουσία, έδωσε πολλές χαμένες μάχες και δεν κατάφερε να επιλέξει τις ήττες της. Χάθηκε για παράδειγμα μέσα στη δίνη της έντονης ιδεολογικής σύγκρουσής της με τη Δύση. Οταν δεν αυτοπροσδιορίζεσαι και ετεροπροσδιορίζεσαι...
– Γιατί ετεροπροσδιορίζεσαι;
– Ετεροπροσδιορίζεσαι γιατί δεν έχει περιεχόμενο η ζωή σου. Η ανυπαρξία γεννά ετεροπροσδιορισμό. Από τον 15ο, 16ο αιώνα αρχίζουμε να σταματάμε να δημιουργούμε, στη ναοδομία, στην αρχιτεκτονική, στη μουσική. Καταφεύγουμε έτσι στην ιεροποίηση του παρελθόντος, στην αντιγραφή, που όταν δεν συναντιέται με τη ζωή οδηγεί στη σταδιακή νέκρωση.
– Γιατί το κάναμε αυτό;
– Γιατί δεν ζούσαμε πραγματικά. Απουσιάζαμε από τη ζωή.
– Γιατί;
– Αυτό είναι κάτι που μπορούν να απαντήσουν οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Ειλικρινά σήμερα, αυτό που συμβαίνει στην εκκλησία είναι αντικείμενο της ψυχιατρικής. Δεν μπορείς να το εξηγήσεις αλλιώς. Του λες του άλλου «είμαστε μια παρέα, έλα να πιούμε έναν καφέ, να κοινωνήσουμε και να τα χαρούμε» και σου λέει «όχι, εγώ δεν μπορώ γιατί έχω μάθει να ζω με την αντίθεση». Εχουμε ιδεολογικοποιήσει την αντίθεσή μας, τη ρήξη. Εχουμε ιδεολογικοποιήσει τη ρήξη. Σήμερα δεν είναι αυτό το πρόβλημα; Η ιδεολογικοποίηση της ρήξης; Γεμίσαμε επαναστάσεις και επαναστάτες, αλλά αντίσταση πουθενά.
* Ο Χρυσόστομος Σταμούλης είναι καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Στα κυριότερα έργα του περιλαμβάνονται τα βιβλία «Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», «Περί φωτός. Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες; Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορθόδοξο χώρο», «Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολογία», «Ερωτας και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης», «Ωσπερ ξένος και αλήτης ή σάρκωση η μετανάστευση της αγάπης», «Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Κείμενα για το διάλογο της Ορθοδοξίας με την πόλη, την πολιτική και τον πολιτισμό».
Πηγή: kathimerini.gr
Κάποιες σχετικές με το "φιλότιμο" αναρτήσεις μας:
18 Φεβρουαρίου 2017
Το φιλότιμο σαν philotimo
26 Αυγούστου 2014
Φιλότιμο, το μυστικό των Ελλήνων
Το φιλότιμο σαν philotimo
26 Αυγούστου 2014
Φιλότιμο, το μυστικό των Ελλήνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου