Ο Θανασάρας είχε την φήμη του μεγάλου εραστή με αμέτρητες κατακτήσεις. Μέχρι τα σαράντα του είχε δοκιμάσει κάθε είδους θηλυκό. Κάποια στιγμή, όμως, ερωτεύθηκε σοβαρά μια κοπέλα αθώα, αγαθή, αμέμπτου ηθικής και παρθένα. Έδωσαν λόγο και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν.
Την πρώτη νύχτα του γάμου η άπειρη κοπέλα
πολύ εντυπωσιάστηκε με τα ανδρικά …αξιοθέατα. Εξομολογήθηκε μάλιστα στον άντρα της ότι δεν ήξερε ότι έτσι είναι φτιαγμένοι οι άντρες και τι ωραίο είναι αυτό το πράγμα που πολύ ευχαριστεί τα κορίτσια...
Ο πoνηρός Θανασάρας όμως δεν ήθελε να ξέρει η κοπελιά ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι και της είπε:
– Θα σου πω ένα μυστικό. Είμαι ο μόνος άντρας που έχει αυτό το πράγμα που σου αρέσει…
Και η Αργυρώ φυσικά τον πίστεψε.
Ο Θανασάρας ήταν βοσκός και έπρεπε να πάει τα πρόβατα στα λιβάδια για βοσκή. Μια βδομάδα μετά γυρνάει στο χωριό και πάει να βρει τη γυναίκα του. Εξαφανισμένη όμως αυτή… Στο σπίτι πουθενά, δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και να, την πετυχαίνει σε ένα στενό πιο κάτω.
– Αργυρώ, μωρή Αργυρώ, μα που ήσουν;
– Αι σιχτίρ από εδώ βρε παλιοψεύτη…
– Μα τι σου έκανα;
– Μου είπες ψέματα! Ξέρεις τον Μητσάρα τον έμπορα, τον γείτονα; Ε, έχει κι αυτός ένα τέτοιο ωραίο πράγμα όπως το δικό σου…
Χμμμ, σκέφτηκε ο Θανασάρας, ίσως τον είδε που κατουρούσε. Αλλά θα τα μπαλώσω εγώ…
– Ξέρεις Αργυρώ μου, κάποτε εγώ είχα δυο τέτοια και είπα να δώσω στο φίλο μου τον Μητσάρα το ένα…
Και με ένα χαμόγελο ικανοποίησης για την ατάκα του πάει να αγκαλιάσει την Αργυρώ.
Όμως αυτή φουλ νευριασμένη, γυρνάει και του λέει:
– Καλά βρε κουτορνίθι, καλά βρε άχρηστο γίδι, ήταν ανάγκη να του δώσεις το καλύτερο;
Την πρώτη νύχτα του γάμου η άπειρη κοπέλα
πολύ εντυπωσιάστηκε με τα ανδρικά …αξιοθέατα. Εξομολογήθηκε μάλιστα στον άντρα της ότι δεν ήξερε ότι έτσι είναι φτιαγμένοι οι άντρες και τι ωραίο είναι αυτό το πράγμα που πολύ ευχαριστεί τα κορίτσια...
Ο πoνηρός Θανασάρας όμως δεν ήθελε να ξέρει η κοπελιά ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι και της είπε:
– Θα σου πω ένα μυστικό. Είμαι ο μόνος άντρας που έχει αυτό το πράγμα που σου αρέσει…
Και η Αργυρώ φυσικά τον πίστεψε.
Ο Θανασάρας ήταν βοσκός και έπρεπε να πάει τα πρόβατα στα λιβάδια για βοσκή. Μια βδομάδα μετά γυρνάει στο χωριό και πάει να βρει τη γυναίκα του. Εξαφανισμένη όμως αυτή… Στο σπίτι πουθενά, δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και να, την πετυχαίνει σε ένα στενό πιο κάτω.
– Αργυρώ, μωρή Αργυρώ, μα που ήσουν;
– Αι σιχτίρ από εδώ βρε παλιοψεύτη…
– Μα τι σου έκανα;
– Μου είπες ψέματα! Ξέρεις τον Μητσάρα τον έμπορα, τον γείτονα; Ε, έχει κι αυτός ένα τέτοιο ωραίο πράγμα όπως το δικό σου…
Χμμμ, σκέφτηκε ο Θανασάρας, ίσως τον είδε που κατουρούσε. Αλλά θα τα μπαλώσω εγώ…
– Ξέρεις Αργυρώ μου, κάποτε εγώ είχα δυο τέτοια και είπα να δώσω στο φίλο μου τον Μητσάρα το ένα…
Και με ένα χαμόγελο ικανοποίησης για την ατάκα του πάει να αγκαλιάσει την Αργυρώ.
Όμως αυτή φουλ νευριασμένη, γυρνάει και του λέει:
– Καλά βρε κουτορνίθι, καλά βρε άχρηστο γίδι, ήταν ανάγκη να του δώσεις το καλύτερο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου