Όπως αποκαλύπτεται από το πλήρες κείμενο της έκθεσης που παρουσιάζει σήμερα η «Ναυτεμπορική», με το πιο αισιόδοξο σενάριο το χρέος το 2060 θα υποχωρήσει στο 75,4%, ενώ με το πιο απαισιόδοξο θα εκτιναχθεί στο 241,4% του ΑΕΠ, από το 179% του ΑΕΠ που διαμορφώθηκε στο τέλος του 2016.
Τέσσερα σενάρια για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους της χώρας, έως το 2060, αλλά και τους κινδύνους που τα συνοδεύουν καλύπτει η έκθεση βιωσιμότητας που κατήρτισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και περιέχεται στην έκθεση που εκδόθηκε μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Στην έκθεσή της η Κομισιόν συμπεραίνει πως «το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση DSA καταδεικνύουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ανησυχίες αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω:
Ωστόσο καταγράφει και άλλους κινδύνους που μπορούν να απειλήσουν μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του χρέους και είναι:
Στην ανάλυση βιωσιμότητας της Κομισιόν τονίζεται πως ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά από το 2017. Οι προβλέψεις της DSA υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει το πρόγραμμα εκκαθάρισης των καθυστερήσεων κατά τα έτη 2017 και 2018, ώστε να εκκαθαρίσει όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές 6,5 δισ. ευρώ έως το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Η αποπληρωμή θα γίνει και με κεφάλαια από τον ESM αλλά και από «ίδια κεφάλαια» του κράτους, λόγω των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Επίσης, οι προβλέψεις υποθέτουν ότι η συνολική εκταμίευση του προγράμματος θα ανέλθει σε 58,6 δισ. ευρώ, ήτοι κατά 27,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το συνολικό δάνειο των 86 δισ. ευρώ που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Η μείωση της εκτίμησης για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες ανάγκες αναδιάρθρωσης των τραπεζών, στο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα και στην αποτελεσματικότερη χρήση των οικονομικών πόρων των υποτομέων. Ακόμη, το DSA ενσωματώνει όλα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ανακούφισης χρέους που περιγράφονται στη δήλωση του Eurogroup του Μαΐου 2016 και εγκρίθηκαν από τα όργανα διοίκησης του EFSF/ESM τον Ιανουάριο του 2017.
Πού θα φτάσει το χρέος
Τέσσερα σενάρια για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους της χώρας, έως το 2060, αλλά και τους κινδύνους που τα συνοδεύουν καλύπτει η έκθεση βιωσιμότητας που κατήρτισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και περιέχεται στην έκθεση που εκδόθηκε μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Στην έκθεσή της η Κομισιόν συμπεραίνει πως «το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση DSA καταδεικνύουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ανησυχίες αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω:
- Της συνεχούς εφαρμογής του εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που περιέχεται στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, διαδικασία που απαιτεί ισχυρή κυριότητα εκ μέρους των ελληνικών αρχών.
- Της εφαρμογής πρόσθετων μέτρων απομείωσης του χρέους, με βάση τους όρους και τις δεσμεύσεις που περιγράφονται στις αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και της 15ης Ιουνίου 2017, που περιλαμβάνουν την επέκταση ωριμάνσεων των δανείων, περιόδους χάριτος για κεφάλαιο και τόκους, καθώς και την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος που αποκομίστηκαν από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs).
Ωστόσο καταγράφει και άλλους κινδύνους που μπορούν να απειλήσουν μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του χρέους και είναι:
- Η αβεβαιότητα για τη διατήρηση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για αρκετές δεκαετίες, αλλά και
- η γήρανση του πληθυσμού.
Στην ανάλυση βιωσιμότητας της Κομισιόν τονίζεται πως ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά από το 2017. Οι προβλέψεις της DSA υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει το πρόγραμμα εκκαθάρισης των καθυστερήσεων κατά τα έτη 2017 και 2018, ώστε να εκκαθαρίσει όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές 6,5 δισ. ευρώ έως το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Η αποπληρωμή θα γίνει και με κεφάλαια από τον ESM αλλά και από «ίδια κεφάλαια» του κράτους, λόγω των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Επίσης, οι προβλέψεις υποθέτουν ότι η συνολική εκταμίευση του προγράμματος θα ανέλθει σε 58,6 δισ. ευρώ, ήτοι κατά 27,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το συνολικό δάνειο των 86 δισ. ευρώ που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Η μείωση της εκτίμησης για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες ανάγκες αναδιάρθρωσης των τραπεζών, στο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα και στην αποτελεσματικότερη χρήση των οικονομικών πόρων των υποτομέων. Ακόμη, το DSA ενσωματώνει όλα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ανακούφισης χρέους που περιγράφονται στη δήλωση του Eurogroup του Μαΐου 2016 και εγκρίθηκαν από τα όργανα διοίκησης του EFSF/ESM τον Ιανουάριο του 2017.
Πού θα φτάσει το χρέος
Το DSA της Κομισιόν περιλαμβάνει τέσσερα σενάρια για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, αλλά μόνο δύο εξ αυτών είναι σε τροχιά βιωσιμότητας, ενώ εάν επιβεβαιωθούν τα άλλα δύο, το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο.
Στο σενάριο Α, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει το 176,5% το 2017, το 159,9% το 2020, το 123,1% το 2030 και το 91,2% το 2060.
Ακόμη αναφέρει πως η προβλεπόμενη δυναμική του χρέους αντικατοπτρίζει ήδη τον θετικό αντίκτυπο της εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων, τα οποία εκτιμάται ότι θα μειώσουν το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ το 2060 κατά περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο σημειώνει ότι «δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους προς το ΑΕΠ, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου».
Στο σενάριο Β ο εκτιμώμενος ρυθμός ανάπτυξης για το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,25 μονάδα βάσης ετησίως σε σύγκριση με το σενάριο Α για την περίοδο μεταξύ 2023 και 2060. Επίσης το πρωτογενές πλεόνασμα θα κυμανθεί στο 2% από το 2025 και μετά.
Ακόμη αναφέρει πως η προβλεπόμενη δυναμική του χρέους αντικατοπτρίζει ήδη τον θετικό αντίκτυπο της εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων, τα οποία εκτιμάται ότι θα μειώσουν το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ το 2060 κατά περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο σημειώνει ότι «δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους προς το ΑΕΠ, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου».
Στο σενάριο Β ο εκτιμώμενος ρυθμός ανάπτυξης για το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,25 μονάδα βάσης ετησίως σε σύγκριση με το σενάριο Α για την περίοδο μεταξύ 2023 και 2060. Επίσης το πρωτογενές πλεόνασμα θα κυμανθεί στο 2% από το 2025 και μετά.
Το χρέος προς το ΑΕΠ σταθεροποιείται σε υψηλότερο επίπεδο στο σενάριο Β και αρχίζει να αυξάνεται αργά από το 2045 και μετά, φθάνοντας το 139% το 2060.
Στο σενάριο Γ ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,55 μονάδα βάσης ανά έτος σε σύγκριση με το σενάριο Α μεταξύ 2023 και 2060, φθάνοντας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο 2,7%.
Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται ότι ακολουθεί το σενάριο A μέχρι το 2022 και στη συνέχεια αμέσως μειώνεται στο 1,5% από το 2023.
Η δυναμική του χρέους στο σενάριο Γ γίνεται εκρηκτική από τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και μετά και το χρέος φτάνει το 241,4% το 2060.
Το σενάριο Δ, που είναι και το πιο φιλόδοξο, προϋποθέτει ευνοϊκότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και καλύτερη δημοσιονομική επίδοση. Η ανάπτυξη εκτιμάται ότι είναι 0,2 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερη σε σύγκριση με το σενάριο Α μετά το 2030. Το συνολικό πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,3% του ΑΕΠ το 2023-60.
Στο σενάριο Γ ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,55 μονάδα βάσης ανά έτος σε σύγκριση με το σενάριο Α μεταξύ 2023 και 2060, φθάνοντας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο 2,7%.
Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται ότι ακολουθεί το σενάριο A μέχρι το 2022 και στη συνέχεια αμέσως μειώνεται στο 1,5% από το 2023.
Η δυναμική του χρέους στο σενάριο Γ γίνεται εκρηκτική από τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και μετά και το χρέος φτάνει το 241,4% το 2060.
Το σενάριο Δ, που είναι και το πιο φιλόδοξο, προϋποθέτει ευνοϊκότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και καλύτερη δημοσιονομική επίδοση. Η ανάπτυξη εκτιμάται ότι είναι 0,2 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερη σε σύγκριση με το σενάριο Α μετά το 2030. Το συνολικό πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,3% του ΑΕΠ το 2023-60.
Σε αυτό το σενάριο, το χρέος προς το ΑΕΠ ανέρχεται σε 160% το 2020 και 122% το 2030, ενώ θα μειωθεί στο 75,4% του ΑΕΠ το έτος 2060.
Σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα
Με βάση τα τέσσερα σενάρια που πραγματεύεται, η Κομισιόν συμπεραίνει πως «το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση DSA καταδεικνύουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
«Αυτές οι ανησυχίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω της συνεχούς εφαρμογής του εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που περιέχεται στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, διαδικασία που απαιτεί ισχυρή κυριότητα εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Θα απαιτήσει επίσης την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων μετριασμού του χρέους, με βάση τους όρους και τις δεσμεύσεις που περιγράφονται στις αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και της 15ης Ιουνίου 2017.
Ο κατάλληλος συνδυασμός μέτρων διαχείρισης του χρέους (συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων που εφαρμόζονται ήδη) περιλαμβάνουν την επέκταση ωριμάνσεων των δανείων, περιόδους χάριτος για κεφάλαιο και τόκους, καθώς και την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος, που αποκομίστηκαν από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs). Το μίγμα αυτό θα επέτρεπε την επιστροφή του ελληνικού χρέους σε βιώσιμο επίπεδο σε όρους ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης».
Καταλήγοντας η έκθεση της Κομισιόν τονίζει τα ακόλουθα:
«Η βιωσιμότητα του χρέους και συνεπώς η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για το χρέος θα πρέπει να αξιολογείται κατά τρόπο που να καλύπτει και έναν αριθμό κινδύνων, οι οποίοι υποβαθμίζονται» και προσθέτει πως «υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετές δεκαετίες. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της εξέλιξης της συνολικής παραγωγικότητας».
Σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα
Με βάση τα τέσσερα σενάρια που πραγματεύεται, η Κομισιόν συμπεραίνει πως «το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση DSA καταδεικνύουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
«Αυτές οι ανησυχίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω της συνεχούς εφαρμογής του εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που περιέχεται στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, διαδικασία που απαιτεί ισχυρή κυριότητα εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Θα απαιτήσει επίσης την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων μετριασμού του χρέους, με βάση τους όρους και τις δεσμεύσεις που περιγράφονται στις αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και της 15ης Ιουνίου 2017.
Ο κατάλληλος συνδυασμός μέτρων διαχείρισης του χρέους (συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων που εφαρμόζονται ήδη) περιλαμβάνουν την επέκταση ωριμάνσεων των δανείων, περιόδους χάριτος για κεφάλαιο και τόκους, καθώς και την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος, που αποκομίστηκαν από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs). Το μίγμα αυτό θα επέτρεπε την επιστροφή του ελληνικού χρέους σε βιώσιμο επίπεδο σε όρους ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης».
Καταλήγοντας η έκθεση της Κομισιόν τονίζει τα ακόλουθα:
«Η βιωσιμότητα του χρέους και συνεπώς η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για το χρέος θα πρέπει να αξιολογείται κατά τρόπο που να καλύπτει και έναν αριθμό κινδύνων, οι οποίοι υποβαθμίζονται» και προσθέτει πως «υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετές δεκαετίες. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της εξέλιξης της συνολικής παραγωγικότητας».
Πηγή: naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου