Η Ελλάδα του 2017 θυμίζει Βρετανία της δεκαετίας του 1970. Όπως και εδώ, έτσι και εκεί, κουμάντο έκαναν οι συντεχνίες, τα πάντα είχαν παραλύσει και το κρατικιστικό μοντέλο έπνεε τα λοίσθια, λέει μιλώντας στο Liberal ο Μιχάλης Αργυρού, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff.
Ζώντας για πάνω από 20 χρόνια στη Βρετανία, ο Μ. Αργυρού περιγράφει μια ζοφερή εικόνα για το πώς αντιμετωπίζουν η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ο ξένος Τύπος, και οι επενδυτές την Ελλάδα. Κάνει λόγο για μια χώρα που χαρακτηρίζεται διεθνώς ως Sui Generis, που συνεχίζει να προκαλεί την καχυποψία της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης καθώς πληρώνει όλο και πιο ακριβά τον λαϊκισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, την οποία τα ξένα ΜΜΕ παρομοιάζουν με εκείνες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Μιλά για τη βαριά κληρονομιά του 2015 που θα συνεχίσει να αμαυρώνει για χρόνια τη διεθνή εικόνα της χώρας, για την ταξική προσέγγιση της κυβέρνησης στην οικονομία, αλλά και για την ανεφάρμοστη συμφωνία του Ιουνίου του 2017 που δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθεί, και για το μνημόνιο που θα συνοδεύει μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους.
"Όταν μια χώρα πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, η επίδοση κατατάσσεται στο κορυφαίο 5% των επιδόσεων που έχουν επιτευχθεί ποτέ μεταπολεμικά. Είναι σαν να γράφεις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και να βαθμολογείσαι με 9,5. Εδώ λοιπόν είναι σαν λέμε ότι για πάνω από σαράντα χρόνια, μέχρι το 2060, θα αριστεύουμε κάθε χρόνο στις εξετάσεις. Κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν μπορεί να δεχθεί ως αξιόπιστη μια τέτοια συμφωνία", λέει χαρακτηριστικά ο Αργυρού.
Ένα μεγάλο μέρος της σχετικής συνέντευξης του Μιχάλη Αργυρού (φωτογραφία αριστερά) στον Γιώργο Φιντικάκη, από το liberal.gr, στη συνέχεια:
Ποια είναι η εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης στο εξωτερικό; Τι "στάμπα" έχει;
Ζώντας για πάνω από 20 χρόνια στη Βρετανία, ο Μ. Αργυρού περιγράφει μια ζοφερή εικόνα για το πώς αντιμετωπίζουν η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ο ξένος Τύπος, και οι επενδυτές την Ελλάδα. Κάνει λόγο για μια χώρα που χαρακτηρίζεται διεθνώς ως Sui Generis, που συνεχίζει να προκαλεί την καχυποψία της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης καθώς πληρώνει όλο και πιο ακριβά τον λαϊκισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, την οποία τα ξένα ΜΜΕ παρομοιάζουν με εκείνες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Μιλά για τη βαριά κληρονομιά του 2015 που θα συνεχίσει να αμαυρώνει για χρόνια τη διεθνή εικόνα της χώρας, για την ταξική προσέγγιση της κυβέρνησης στην οικονομία, αλλά και για την ανεφάρμοστη συμφωνία του Ιουνίου του 2017 που δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθεί, και για το μνημόνιο που θα συνοδεύει μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους.
"Όταν μια χώρα πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, η επίδοση κατατάσσεται στο κορυφαίο 5% των επιδόσεων που έχουν επιτευχθεί ποτέ μεταπολεμικά. Είναι σαν να γράφεις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και να βαθμολογείσαι με 9,5. Εδώ λοιπόν είναι σαν λέμε ότι για πάνω από σαράντα χρόνια, μέχρι το 2060, θα αριστεύουμε κάθε χρόνο στις εξετάσεις. Κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν μπορεί να δεχθεί ως αξιόπιστη μια τέτοια συμφωνία", λέει χαρακτηριστικά ο Αργυρού.
Ένα μεγάλο μέρος της σχετικής συνέντευξης του Μιχάλη Αργυρού (φωτογραφία αριστερά) στον Γιώργο Φιντικάκη, από το liberal.gr, στη συνέχεια:
Σήμερα η ελληνική κυβέρνηση συγκαταλέγεται από την πλειονότητα του ευυπόληπτου διεθνούς Τύπου, στις λαϊκίστικες ευρωπαϊκές κυβέρνησης. Είναι δηλαδή στην ίδια κατηγορία με εκείνη της Πολωνίας, ενώ έχει κοινά σημεία με αυτήν της Ουγγαρίας. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης του 2015, η ελληνική κυβέρνηση επικρίθηκε από την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων και υποστηρίχθηκε από την κυρία Λεπέν και τον κύριο Φαράζ. Αντιμετωπίζεται σαν εκείνη την φουρνιά κυβερνήσεων που προέκυψαν ή ενισχύθηκαν από την κοινωνική δυσαρέσκεια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, και την συνακόλουθη μείωση του βιοτικού επιπέδου κυρίως των λαών του Νότου. Είναι μια κυβέρνηση που "καβάλησε" την κοινωνική δυσαρέσκεια με υπεραπλουστεύσεις, ευχάριστες υποσχέσεις, με ένα μήνυμα ενάντια στην Ε.Ε., στα ανοικτά σύνορα, και στην ελεύθερη οικονομία. Η εικόνα αυτή για την Ελλάδα εδραιώθηκε το 2015, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συγκρούσθηκε με την πραγματικότητα, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.
Λέτε δηλαδή ότι παρά την στροφή της από το δεύτερο εξάμηνο του 2015 και μετά, η διεθνής εικόνα της χώρας συνεχίζει να πληρώνει αυτό το λαϊκίστικο στίγμα;
Καταρχήν το άμεσο κόστος είναι το 3ο Μνημόνιο, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν αναπόφευκτο, και που δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Δεν ήταν απαραίτητο να αυξηθούν οι φόροι στο βαθμό που αυξήθηκαν, θα ήταν χαμηλότεροι αν δεν είχε επιδεινωθεί σημαντικά η οικονομική κατάσταση της χώρας το 2015. Το έμμεσο κόστος είναι εξίσου σημαντικό, και έχει δύο πτυχές. Αφενός η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει πλέον καθαρή έξοδο στις αγορές, γιατί τα γεγονότα του 2015 κατέστησαν απαραίτητη μια σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους... Αφετέρου η διεθνής εικόνα της χώρας, όχι μόνο στο διεθνή Τύπο, αλλά και στην κοινή γνώμη που ίσως είναι ακόμη χειρότερο, επιβαρύνθηκε πάρα πολύ το 2015. Τότε λοιπόν παγιώθηκε η εικόνα της Ελλάδας, ως μια χώρα που εκβιάζει τους εταίρους της. Το μήνυμα που εστάλη τότε από την ελληνική κυβέρνηση προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ήταν ότι είτε θα μας διαγράψετε το χρέος, που στα μάτια των ξένων ήταν και παραμένει μια αδικαιολόγητη απαίτηση, είτε θα σας καταστρέψουμε μαζί μας. Αυτό που παλαιότερα υπήρχε ως υποψία, έκτοτε έχει εδραιωθεί, δηλαδή η Ελλάδα αντιμετωπίζεται (και ορίζεται και από επίσημα χείλη) ως μια ειδική περίπτωση, μια χώρα ιδιόρρυθμη, Sui Generis.
Ας μείνουμε στο θέμα του προγράμματος και της μείωσης του χρέους. Πιστεύετε ότι μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα θα πάρει κάτι, και τι μπορεί να είναι αυτό; Θα ανταποκρίνεται έστω και στο ελάχιστο σε αυτά που ζητά η κυβέρνηση;
Πότε θα καταφέρουμε να βγάλουμε από πάνω μας αυτή την "στάμπα" της χώρας Sui Generis;
Δεν βγάζεις εύκολα από πάνω σου μια τέτοια "στάμπα". Αρκεί να δείτε ποια είναι σήμερα η εξέλιξη των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, παρά το 3ο Μνημόνιο, την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ τον Ιούλιο του 2015 ή την πρόσφατη έξοδο στις αγορές. Δεν είναι τυχαίο το εύρημα ακαδημαϊκής έρευνας που διεξάγουμε την περίοδο αυτή με συναδέλφους μου, για το πως αποτυπώνονται μια σειρά από εξελίξεις πάνω στο κόστος δανεισμού των ευρωπαϊκών χωρών, και ειδικά όσων ήταν σε Μνημόνια. Η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας τα τελευταία δύο χρόνια είναι σημαντικά βελτιωμένη, και υπάρχει μεγάλη ρευστότητα διεθνώς, κυρίως ως αποτέλεσμα της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αυτές οι ευνοϊκές εξελίξεις αποτυπώνονται πάνω στο κόστος δανεισμού των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, το οποίο έχει αποκλιμακωθεί σημαντικά. Δεν συμβαίνει το ίδιο για το κόστος δανεισμού της Ελλάδας. Το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς παραμένει καρφωμένο στην ζώνη του 5,5% γιατί οι αγορές συνεχίζουν να είναι καχύποπτες με την Ελλάδα, αφού την βλέπουν ως μια ειδικής περίπτωσης χώρα. Το κόστος αυτό παγιώθηκε το 2015, και χωρίς αλλαγή οικονομικής φιλοσοφίας και πολιτικής θα μας ακολουθεί για αρκετά χρόνια...
Δεν βγάζεις εύκολα από πάνω σου μια τέτοια "στάμπα". Αρκεί να δείτε ποια είναι σήμερα η εξέλιξη των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, παρά το 3ο Μνημόνιο, την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ τον Ιούλιο του 2015 ή την πρόσφατη έξοδο στις αγορές. Δεν είναι τυχαίο το εύρημα ακαδημαϊκής έρευνας που διεξάγουμε την περίοδο αυτή με συναδέλφους μου, για το πως αποτυπώνονται μια σειρά από εξελίξεις πάνω στο κόστος δανεισμού των ευρωπαϊκών χωρών, και ειδικά όσων ήταν σε Μνημόνια. Η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας τα τελευταία δύο χρόνια είναι σημαντικά βελτιωμένη, και υπάρχει μεγάλη ρευστότητα διεθνώς, κυρίως ως αποτέλεσμα της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αυτές οι ευνοϊκές εξελίξεις αποτυπώνονται πάνω στο κόστος δανεισμού των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, το οποίο έχει αποκλιμακωθεί σημαντικά. Δεν συμβαίνει το ίδιο για το κόστος δανεισμού της Ελλάδας. Το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς παραμένει καρφωμένο στην ζώνη του 5,5% γιατί οι αγορές συνεχίζουν να είναι καχύποπτες με την Ελλάδα, αφού την βλέπουν ως μια ειδικής περίπτωσης χώρα. Το κόστος αυτό παγιώθηκε το 2015, και χωρίς αλλαγή οικονομικής φιλοσοφίας και πολιτικής θα μας ακολουθεί για αρκετά χρόνια...
Τι κινήσεις κάνει η κυβέρνηση για να αμβλύνει αυτή την εικόνα της Ελλάδας; Ή να το ρωτήσω διαφορετικά, μπορεί η χώρα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της με αυτή την κυβέρνηση;
Έτσι, όπως πολιτεύεται η κυβέρνηση, η απάντηση είναι δυστυχώς όχι. Ευχής έργον θα ήταν, η κυβέρνηση έστω και μετά την τραυματική εμπειρία του 2015 να εφαρμόσει πολιτική όμοια με εκείνη που ακολούθησαν χώρες οι οποίες επίσης βρέθηκαν σε μνημόνια. Αυτό όμως δεν γίνεται. Μετά την πανωλεθρία του 2015, ναι μεν η κυβέρνηση συνεργάζεται με τους πιστωτές αλλά μέσα από ένα τρόπο πολύ χαμηλών προσδοκιών. Κάνει λίγο-πολύ αυτό που της ζητούν οι δανειστές στα δημοσιονομικά ώστε να πιάνει προς το παρόν τους στόχους, ωστόσο δεν κάνει σχεδόν τίποτα στην πραγματική οικονομία. Κάθε οικονομολόγος γνωρίζει ότι για να έλθει σε μια χώρα ανάπτυξη, απαιτούνται τρία πράγματα: Το πρώτο είναι η μεγαλύτερη μακροχρόνια απασχόληση, που είναι άμεσα συνυφασμένη με το άνοιγμα των αγορών, κάτι που η κυβέρνηση αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι, καθώς δεν πιστεύει στην ελεύθερη οικονομία, παρά στον κρατισμό. Το δεύτερο είναι οι επενδύσεις, και όχι μόνο οι αποκρατικοποιήσεις. Αλλά για να επενδύσει κανείς πρέπει να προσδοκά κέρδη, κάτι εξαιρετικά δύσκολο με τόσο υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, τέτοιους φορολογικούς συντελεστές, με τόσο αργή απονομή δικαιοσύνης, κ.ο.κ. Το τρίτο είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, που και αυτή απαιτεί αύξηση του ανταγωνισμού και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Τελικά, για να γίνουν αυτά απαιτείται η πολιτική βούληση που η κυβέρνηση δεν δείχνει. Και ο λόγος που η κυβέρνηση δεν δείχνει πολιτική βούληση, είναι ότι διαφορετικά, θα θίξει συμφέροντα ομάδων που κρίνει ότι πολιτικά βρίσκονται κοντά της.
Λέτε δηλαδή ότι η κυβέρνηση δεν λειτουργεί προς όφελος του συνόλου;
Ίσως είναι κάπως βαρύ αυτό που θα πω, αλλά η κυβέρνηση δυστυχώς δεν φαίνεται να κινείται σαν κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Ο Πρωθυπουργός της χώρας είναι ex officio Πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων. Δεν πρέπει να βάζει προτεραιότητες ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων, αλλά να δουλεύει για το καλό όλων. Η κυβέρνηση όμως υιοθετεί μια αναχρονιστική, ταξική κατά δηλώσεις των στελεχών της προσέγγιση στην οικονομία. Σας θυμίζω την αποστροφή του κ. Τσακαλώτου στην Βουλή: "Έχουμε ζορίσει τα μεσαία στρώματα; Τα έχουμε ζορίσει, γιατί είχαμε αναλάβει δέσμευση για τα φτωχότερα στρώματα". Η δήλωση αυτή εμπεριέχει κατά τη γνώμη μου ένα στοιχείο ιδεολογικής αντιπαράθεσης έναντι της μεσαίας τάξης, που είναι και η κοινωνικά πολυπληθέστερη, η οποία μετουσιώνεται σε μια πολιτική υπερφορολόγησης που κάθε άλλο παρά δημιουργεί προϋποθέσεις καλύτερου βιοτικού επιπέδου για τα ασθενέστερα στρώματα.
Στην πράξη, η υπερφορολόγηση και η απουσία μεταρρυθμίσεων στην πλευρά της προσφοράς σημαίνει ότι η κυβέρνηση θέτει σε προτεραιότητα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων. Δέχομαι ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν βραχυχρόνια κόστη για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, και είμαι ανοικτός σε μια συζήτηση που θα αποσκοπεί να μετριασθεί το κόστος για τις ομάδες αυτές, μέσα από τα κέρδη της επιδιωκόμενης ανάπτυξης. Οι μεταρρυθμίσεις όμως πρέπει να γίνουν, διαφορετικά η χώρα δεν μπορεί η χώρα να αναπτυχθεί μακροχρόνια.
Κάποιοι βλέπουν στην κατάσταση της Ελλάδας ομοιότητες με εκείνες της Βρετανίας, κατά την δεκαετία του 1970. Διαδοχικές κυβερνήσεις που όχι μόνο δεν κατάφερναν να λύσουν τα προβλήματα, αλλά που η πολιτική τους οδηγούσε σε ακόμη πιο καταστροφικές επιπτώσεις. Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;
Έτσι, όπως πολιτεύεται η κυβέρνηση, η απάντηση είναι δυστυχώς όχι. Ευχής έργον θα ήταν, η κυβέρνηση έστω και μετά την τραυματική εμπειρία του 2015 να εφαρμόσει πολιτική όμοια με εκείνη που ακολούθησαν χώρες οι οποίες επίσης βρέθηκαν σε μνημόνια. Αυτό όμως δεν γίνεται. Μετά την πανωλεθρία του 2015, ναι μεν η κυβέρνηση συνεργάζεται με τους πιστωτές αλλά μέσα από ένα τρόπο πολύ χαμηλών προσδοκιών. Κάνει λίγο-πολύ αυτό που της ζητούν οι δανειστές στα δημοσιονομικά ώστε να πιάνει προς το παρόν τους στόχους, ωστόσο δεν κάνει σχεδόν τίποτα στην πραγματική οικονομία. Κάθε οικονομολόγος γνωρίζει ότι για να έλθει σε μια χώρα ανάπτυξη, απαιτούνται τρία πράγματα: Το πρώτο είναι η μεγαλύτερη μακροχρόνια απασχόληση, που είναι άμεσα συνυφασμένη με το άνοιγμα των αγορών, κάτι που η κυβέρνηση αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι, καθώς δεν πιστεύει στην ελεύθερη οικονομία, παρά στον κρατισμό. Το δεύτερο είναι οι επενδύσεις, και όχι μόνο οι αποκρατικοποιήσεις. Αλλά για να επενδύσει κανείς πρέπει να προσδοκά κέρδη, κάτι εξαιρετικά δύσκολο με τόσο υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, τέτοιους φορολογικούς συντελεστές, με τόσο αργή απονομή δικαιοσύνης, κ.ο.κ. Το τρίτο είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, που και αυτή απαιτεί αύξηση του ανταγωνισμού και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Τελικά, για να γίνουν αυτά απαιτείται η πολιτική βούληση που η κυβέρνηση δεν δείχνει. Και ο λόγος που η κυβέρνηση δεν δείχνει πολιτική βούληση, είναι ότι διαφορετικά, θα θίξει συμφέροντα ομάδων που κρίνει ότι πολιτικά βρίσκονται κοντά της.
Λέτε δηλαδή ότι η κυβέρνηση δεν λειτουργεί προς όφελος του συνόλου;
Ίσως είναι κάπως βαρύ αυτό που θα πω, αλλά η κυβέρνηση δυστυχώς δεν φαίνεται να κινείται σαν κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Ο Πρωθυπουργός της χώρας είναι ex officio Πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων. Δεν πρέπει να βάζει προτεραιότητες ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων, αλλά να δουλεύει για το καλό όλων. Η κυβέρνηση όμως υιοθετεί μια αναχρονιστική, ταξική κατά δηλώσεις των στελεχών της προσέγγιση στην οικονομία. Σας θυμίζω την αποστροφή του κ. Τσακαλώτου στην Βουλή: "Έχουμε ζορίσει τα μεσαία στρώματα; Τα έχουμε ζορίσει, γιατί είχαμε αναλάβει δέσμευση για τα φτωχότερα στρώματα". Η δήλωση αυτή εμπεριέχει κατά τη γνώμη μου ένα στοιχείο ιδεολογικής αντιπαράθεσης έναντι της μεσαίας τάξης, που είναι και η κοινωνικά πολυπληθέστερη, η οποία μετουσιώνεται σε μια πολιτική υπερφορολόγησης που κάθε άλλο παρά δημιουργεί προϋποθέσεις καλύτερου βιοτικού επιπέδου για τα ασθενέστερα στρώματα.
Στην πράξη, η υπερφορολόγηση και η απουσία μεταρρυθμίσεων στην πλευρά της προσφοράς σημαίνει ότι η κυβέρνηση θέτει σε προτεραιότητα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων. Δέχομαι ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν βραχυχρόνια κόστη για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, και είμαι ανοικτός σε μια συζήτηση που θα αποσκοπεί να μετριασθεί το κόστος για τις ομάδες αυτές, μέσα από τα κέρδη της επιδιωκόμενης ανάπτυξης. Οι μεταρρυθμίσεις όμως πρέπει να γίνουν, διαφορετικά η χώρα δεν μπορεί η χώρα να αναπτυχθεί μακροχρόνια.
Κάποιοι βλέπουν στην κατάσταση της Ελλάδας ομοιότητες με εκείνες της Βρετανίας, κατά την δεκαετία του 1970. Διαδοχικές κυβερνήσεις που όχι μόνο δεν κατάφερναν να λύσουν τα προβλήματα, αλλά που η πολιτική τους οδηγούσε σε ακόμη πιο καταστροφικές επιπτώσεις. Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;
Η ομοιότητα είναι μεγάλη. Το 1960, η Βρετανία βρισκόταν σε μια καθοδική πορεία, και τότε προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας του Κράτους Πρόνοιας ως η απάντηση στις ανησυχίες των φτωχότερων στρωμάτων. Στη πράξη, μεταπολεμικά τα δύο μεγάλα κόμματα, το συντηρητικό και το εργατικό, συμφώνησαν στην ύπαρξη ενός μεγάλου, εκτεταμένου κρατικού τομέα, ο οποίος αποδείχθηκε, όπως και αλλού, πλήρως αναποτελεσματικός. Η Βρετανία εισήλθε σε μια μεγάλη οικονομική περιπέτεια που έγινε ορατή τη δεκαετία του 1970 ως αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης. Το αποτέλεσμα ήταν μια κατάσταση ανάλογη με την σημερινή της Ελλάδας. Η βρετανική κοινωνία ήταν χωρισμένη σε ομάδες συμφερόντων, οι συνδικαλιστές είχαν υπερβολική επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις και το 1974 η κυβέρνηση των Συντηρητικών υπό τον Χιθ ανατράπηκε λόγω μιας γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής που δημιούργησε η κακή οικονομική επίδοση της χώρας. Η κοινωνία πίστεψε ότι οι Εργατικοί θα έχουν καλύτερες σχέσεις με τα εργατικά συνδικάτα και έτσι την σκυτάλη πήρε η κυβέρνηση Κάλαχαν, η πολιτική της οποίας επιδείνωσε τα πράγματα, με αποτέλεσμα η χώρα να παραλύσει, και να φτάσουν το χειμώνα του 1977-78 να κάνουν απεργία οι πάντες, ακόμη και οι… νεκροθάφτες.
Η κυβέρνηση Θάτσερ το 1979 δεν προέκυψε επειδή η κοινωνία πίστεψε στο αφήγημά της, αλλά επειδή αντιλήφθηκε πως το κρατικίστικο βρετανικό μοντέλο έχει παντελώς αποτύχει, και άρα έπρεπε να δοκιμασθεί κάτι άλλο. Η βρετανίδα Πρωθυπουργός δημιούργησε ισχυρή βάση υποστηρικτών μόνο μετά το 1982-1983, αφού δηλαδή η πολιτική της άρχισε να αποδίδει καρπούς. Οι Βρετανοί την πίστεψαν, αφού όμως πρώτα δημιουργήθηκε μια κοινωνική πλειοψηφία από "winners", ανθρώπους δηλαδή που ωφελήθηκαν από την φιλελεύθερη πολιτική της. Η επιτυχία της Θάτσερ δεν είναι μόνο ότι κατάφερε να κερδίσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ότι ανάγκασε το ίδιο το Εργατικό Κόμμα να αλλάξει, προκειμένου αυτό να ξαναγίνει κυβέρνηση επί Τόνι Μπλερ. Μετακίνησε δηλαδή την μεσαία τάξη σε ένα πιο φιλελεύθερο έδαφος. Αυτό αποτελεί αναγκαιότητα κατά τη γνώμη μου και για την Ελλάδα του σήμερα, αν και θα ήταν πολύ προτιμότερο, για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, να γίνει μέσα από μια συναινετική διαδικασία, όπως συνέβη στην Ιρλανδία στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, παρά μέσα από το κλίμα έντονης αντιπαράθεσης που βίωσε η Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του 1980...
Η κυβέρνηση Θάτσερ το 1979 δεν προέκυψε επειδή η κοινωνία πίστεψε στο αφήγημά της, αλλά επειδή αντιλήφθηκε πως το κρατικίστικο βρετανικό μοντέλο έχει παντελώς αποτύχει, και άρα έπρεπε να δοκιμασθεί κάτι άλλο. Η βρετανίδα Πρωθυπουργός δημιούργησε ισχυρή βάση υποστηρικτών μόνο μετά το 1982-1983, αφού δηλαδή η πολιτική της άρχισε να αποδίδει καρπούς. Οι Βρετανοί την πίστεψαν, αφού όμως πρώτα δημιουργήθηκε μια κοινωνική πλειοψηφία από "winners", ανθρώπους δηλαδή που ωφελήθηκαν από την φιλελεύθερη πολιτική της. Η επιτυχία της Θάτσερ δεν είναι μόνο ότι κατάφερε να κερδίσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ότι ανάγκασε το ίδιο το Εργατικό Κόμμα να αλλάξει, προκειμένου αυτό να ξαναγίνει κυβέρνηση επί Τόνι Μπλερ. Μετακίνησε δηλαδή την μεσαία τάξη σε ένα πιο φιλελεύθερο έδαφος. Αυτό αποτελεί αναγκαιότητα κατά τη γνώμη μου και για την Ελλάδα του σήμερα, αν και θα ήταν πολύ προτιμότερο, για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, να γίνει μέσα από μια συναινετική διαδικασία, όπως συνέβη στην Ιρλανδία στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, παρά μέσα από το κλίμα έντονης αντιπαράθεσης που βίωσε η Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του 1980...
Οικονομικά μιλώντας, δεν υπάρχει καμία περίπτωση, η συμφωνία του Ιουνίου του 2017, να εφαρμοσθεί ποτέ στο σύνολο της. Όποτε μια χώρα του Δυτικού Κόσμου πετυχαίνει για μια χρονιά πλεόνασμα 3,5%, η επίδοση αυτή κατατάσσεται στο κορυφαίο 5% των επιδόσεων που έχουν επιτευχθεί κατά την μεταπολεμική περίοδο παγκοσμίως. Είναι σαν να γράφεις εξετάσεις και να παίρνεις βαθμό 9,5. Εδώ λοιπόν είναι σαν λέμε ότι για πέντε συνεχή χρόνια, δηλαδή έως το 2022, θα γράφουμε για 9,5 ! Από εκεί και πέρα και για ακόμη σαράντα χρόνια, ως το 2060, πρέπει να πιάνουμε ετησίως ένα 2%, βρέξει -χιονίσει, χωρίς να μας απασχολούν καθόλου οι διεθνείς εξελίξεις, σε ποιο κύκλο θα βρίσκεται η ελληνική οικονομία, κ.ο.κ. Είναι σαν να λές σε ένα άνθρωπο ότι έως το 2060, θα πρέπει να έχει μια επίδοση υψηλότερη από τα …3/4 των υπολοίπων. Δεν έχει συμβεί ποτέ αυτό.
Δεν γνώριζαν οι δανειστές ότι η συμφωνία είναι ανεφάρμοστη; Γιατί το έκαναν;
Διότι πολιτικά βόλευε τους πάντες να σταματήσει για λίγο η φασαρία γύρω από την Ελλάδα. Βόλευε και την ελληνική κυβέρνηση που ήθελε να παρουσιάσει μια επιστροφή στην κανονικότητα. Βόλευε και τους δανειστές ώστε να φύγει το ελληνικό ζήτημα από το δημόσιο διάλογο, ενόψει και των γερμανικών εκλογών. Έτσι υπεγράφη μια συμφωνία που κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν μπορεί να δεχθεί ως αξιόπιστη, άρα αυτή πρέπει να αλλάξει, και η συζήτηση θα ξεκινήσει μετά τις γερμανικές εκλογές.
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
Δεν γνώριζαν οι δανειστές ότι η συμφωνία είναι ανεφάρμοστη; Γιατί το έκαναν;
Διότι πολιτικά βόλευε τους πάντες να σταματήσει για λίγο η φασαρία γύρω από την Ελλάδα. Βόλευε και την ελληνική κυβέρνηση που ήθελε να παρουσιάσει μια επιστροφή στην κανονικότητα. Βόλευε και τους δανειστές ώστε να φύγει το ελληνικό ζήτημα από το δημόσιο διάλογο, ενόψει και των γερμανικών εκλογών. Έτσι υπεγράφη μια συμφωνία που κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν μπορεί να δεχθεί ως αξιόπιστη, άρα αυτή πρέπει να αλλάξει, και η συζήτηση θα ξεκινήσει μετά τις γερμανικές εκλογές.
Φοβάστε ότι η εμμονή της Γερμανίας θα οδηγήσει και πάλι σε μια λογιστικού τύπου λύση, δίχως να αλλάζει επί της ουσίας κάτι ως προς τα υπέρογκα πλεονάσματα; Κινδυνεύει δηλαδή η Ελλάδα να παραμείνει για πάντα ένα "κράτος υπηρέτης" πλεονασμάτων, ακόμη και αν δεν θα βαφτίζονται έτσι;
Αυτό θα εξαρτηθεί από τι θα γίνει μέσα στην Ελλάδα, αν δηλαδή θα προχωρήσει η χώρα στις απαραίτητες τομές σε οικονομία και δημόσια διοίκηση. Όσο για την Γερμανία, όντως έχει ιστορικά την προσέγγιση ότι όταν υπάρχει συνεταιρισμός πρέπει να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες, άποψη που έχει μεταφέρει και στην Ευρώπη. Από την άλλη βέβαια, η Γαλλία, αλλά και η Ιταλία, ενδεχομένως να ασκήσουν κάποια πίεση, ώστε η συμφωνία να γίνει πιο ορθολογική οικονομικά. Στο τέλος λοιπόν του προγράμματος θα υπάρξει συμφωνία ελάφρυνσης χρέους, μέσω όχι μόνο της μείωσης των επιτοκίων, αλλά με μεταθέσεις πληρωμών κεφαλαίου στο μέλλον. Αυτό όμως υπό όρους.
Όρους που μπορεί να ισοδυναμούν με ένα, έστω light, νέο μνημόνιο;
Ακριβώς, και δεν θα είναι κατά την γνώμη μου, τόσο light, και αυτό επειδή δεν μας έχουν εμπιστοσύνη. Μια μεταφορά πληρωμών στο μέλλον, μειώνει τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να δίνουν χρήματα στον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, π.χ. για προσλήψεις. Άρα, η ελάφρυνση χρέους δεν θα γίνει σε ένα βήμα, αλλά μέσω ενός σχεδίου που θα περιλαμβάνει περιοδικές μεταφορές υπό όρους...
Όρους που μπορεί να ισοδυναμούν με ένα, έστω light, νέο μνημόνιο;
Ακριβώς, και δεν θα είναι κατά την γνώμη μου, τόσο light, και αυτό επειδή δεν μας έχουν εμπιστοσύνη. Μια μεταφορά πληρωμών στο μέλλον, μειώνει τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να δίνουν χρήματα στον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, π.χ. για προσλήψεις. Άρα, η ελάφρυνση χρέους δεν θα γίνει σε ένα βήμα, αλλά μέσω ενός σχεδίου που θα περιλαμβάνει περιοδικές μεταφορές υπό όρους...
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
Πηγή: liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου