Πέθανε χθες σε ηλικία 77 ετών ο πρώην λοχίας του αμερικανικού στρατού, Τσαρλς Τζένκινς, ένας από τους τέσσερις Αμερικανούς στρατιώτες που είχαν λιποτακτήσει στη Βόρεια Κορέα τη δεκαετία του '60, στην οποία έζησε επί σχεδόν σαράντα χρόνια αιχμάλωτος της Πιονγκγιάνγκ, ανακοίνωσαν σήμερα οι δημοτικές αρχές της πόλης Σάντο, στη βόρεια Ιαπωνία, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια μαζί με την οικογένειά του, μετά την απελευθέρωσή του το 2004 από τις βορειοκορεατικές αρχές. Ο θάνατος επήλθε εξαιτίας καρδιολογικών προβλημάτων.
Ο Τζένκινς ήταν ο μόνος Αμερικανός αιχμάλωτος που αφέθηκε τελικά ελεύθερος, με τους άλλους τρεις να αφήνουν τελικά την τελευταία τους πνοή σε βορειοκορεατικό έδαφος, όντας αιχμάλωτοι της Πιονγιάνγκ.
Η ιστορία του Τσαρλς Ρόμπερτ Τζένκινς, μια από τις πιο δραματικές της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, άρχισε μια κρύα νύχτα του 1965:
Όπως περιγράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματα και σε διάφορες συνεντεύξεις του, η περιπέτεια του ξεκίνησε μία νύχτα του Ιανουαρίου του '65, ενώ στρατοπέδευε με τον αμερικανικό στρατό στη Νότια Κορέα δίπλα στην Αποστρατιωτικοποιημένη Ζώνη (DMZ) που κόβει στη μέση την κορεατική χερσόνησο. Φοβούμενος ότι θα σκοτωθεί κατά τη διάρκεια κάποιας περιπολίας ή ότι θα τον στείλουν να υπηρετήσει στο Βιετνάμ, και μετά από μία μεγάλη κατάποση μπύρας, ο Τζένκινς πήρε μία «τρελή» απόφαση που σημάδεξε ολόκληρη τη ζωή του, εγκαταλείποντας τη μονάδα του και λιποτακτώντας στη Βόρεια Κορέα.
Τότε, όπως αφηγήθηκε αργότερα, πίστευε ότι μόλις περάσει στη Λαϊκή Δημοκρατία, θα ζητήσει άσυλο στη ρωσική πρεσβεία και ακολούθως θα επιστρέψει στις ΗΠΑ σε μια μελλοντική ανταλλαγή αιχμαλώτων. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, με τον Τζένκινς να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως αιχμάλωτος της Πιονγιάνγκ.
Όπως συνέβη και με τους άλλους τρεις Αμερικανούς λιποτάκτες, ο Τζένκινς αναγκάστηκε να μελετήσει τα κηρύγματα του ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας και «Μεγάλου Ηγέτη» Κιμ Ιλ-Σονγκ και να κάνει μεταφράσεις και να διδάσκει αγγλικά σε μελλοντικούς κατάσκοπους της Πιονγκγιάνγκ. Επίσης, έλαβε και μία «ανορθόδοξη» δόξα τα χρόνια που έζησε εκεί, υποδυόμενος μαζί με τους συγκρατουμένους του χαρακτήρες «κακών δυτικών» σε ταινίες προπαγάνδας του βορειοκορεατικού κράτους.
«Δεν λες όχι στη Βόρεια Κορέα. Αν πεις κάτι κακό για τον Κιμ Ιλ-Σονγκ, σκάβεις τον λάκκο σου και μετά χάθηκες», είχε πει αργότερα, ομολογώντας ότι υπέφερε πολύ κατά τα σχεδόν σαράντα χρόνια της αιχμαλωσίας του, βιώνοντας βασανισμούς, ξυλοδαρμούς και επίπονες περιττές ιατρικές διαδικασίες. Μία από αυτές ήταν όταν αποφάσισαν να του αφαιρέσουν χωρίς αναισθητικό ένα τατουάζ του αμερικανικού στρατού που είχε, χαρακτηρίζοντας την εμπειρία ως «κόλαση».
Το μοναδικό ίσως φωτεινό σήμειο της μακρόχρονης αιχμαλωσίας του, ήταν η μέλλουσα σύζυγός του, Χιτόμι Σόγκα, μια Γιαπωνέζα κατά είκοσι χρόνια μικρότερή του, επίσης αιχμάλωτη της Πιονγιάνγκ, η οποία είχε απαχθεί, για να διδάξει σε κατασκόπους της Πιονγκγιάνγκ τη γλώσσα της. Το 1980, οι βορειοκορεατικές αρχές την εγκατέστησαν σε ένα σπίτι μαζί με τον Τζένκινς και μέσα σε δύο εβδομάδες τους ανάγκασαν να παντρευτούν, αναφέρει ο ίδιος. Παρά τον εξαναγκαστικό τους γάμο, το κοινό μίσος τους ζέυγους για τους Βορειοκορεάτες τους έδεσε σε τεράστιο βαθμό, δημιουργώντας μία σχέση ζωής, βασισμένη σε κοινά, υπερβολικά δύσκολα βιώματα. Μαζί έκαναν δύο κόρες, τη Μίκα και την Μπρίντα.
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, το 2002, οι βορειοκορεατικές αρχές επέτρεψαν στη Σόγκα να επιστρέψει στην Ιαπωνία, όπως και σε άλλους τέσσερις Ιάπωνες που είχαν απαχθεί κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80, ενώ στον Τζένκινς επετράπη να ακολουθήσει τη σύζυγό του μαζί με τις δύο κόρες τους το 2004.
Τέλος, όταν βρέθηκε εκεί, ο Τζένκινς παραδόθηκε στον αμερικανικό στρατό και πέρασε από στρατοδικείο, το οποίο του επέβαλε στο τέλος μια συμβολική ποινή φυλάκισης 30 ημερών για λιποταξία. Αφού την εξέτισε, ο Τζένκινς μετακόμισε με την οικογένειά του στο Σάντο, τη γενέτειρα της συζύγου του, στα τέλη του 2004, όπου έζησε τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του.
Πηγές: kathimerini.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ, BBC, Reuters
Ο Τζένκινς ήταν ο μόνος Αμερικανός αιχμάλωτος που αφέθηκε τελικά ελεύθερος, με τους άλλους τρεις να αφήνουν τελικά την τελευταία τους πνοή σε βορειοκορεατικό έδαφος, όντας αιχμάλωτοι της Πιονγιάνγκ.
Η ιστορία του Τσαρλς Ρόμπερτ Τζένκινς, μια από τις πιο δραματικές της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, άρχισε μια κρύα νύχτα του 1965:
Όπως περιγράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματα και σε διάφορες συνεντεύξεις του, η περιπέτεια του ξεκίνησε μία νύχτα του Ιανουαρίου του '65, ενώ στρατοπέδευε με τον αμερικανικό στρατό στη Νότια Κορέα δίπλα στην Αποστρατιωτικοποιημένη Ζώνη (DMZ) που κόβει στη μέση την κορεατική χερσόνησο. Φοβούμενος ότι θα σκοτωθεί κατά τη διάρκεια κάποιας περιπολίας ή ότι θα τον στείλουν να υπηρετήσει στο Βιετνάμ, και μετά από μία μεγάλη κατάποση μπύρας, ο Τζένκινς πήρε μία «τρελή» απόφαση που σημάδεξε ολόκληρη τη ζωή του, εγκαταλείποντας τη μονάδα του και λιποτακτώντας στη Βόρεια Κορέα.
Τότε, όπως αφηγήθηκε αργότερα, πίστευε ότι μόλις περάσει στη Λαϊκή Δημοκρατία, θα ζητήσει άσυλο στη ρωσική πρεσβεία και ακολούθως θα επιστρέψει στις ΗΠΑ σε μια μελλοντική ανταλλαγή αιχμαλώτων. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, με τον Τζένκινς να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως αιχμάλωτος της Πιονγιάνγκ.
Όπως συνέβη και με τους άλλους τρεις Αμερικανούς λιποτάκτες, ο Τζένκινς αναγκάστηκε να μελετήσει τα κηρύγματα του ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας και «Μεγάλου Ηγέτη» Κιμ Ιλ-Σονγκ και να κάνει μεταφράσεις και να διδάσκει αγγλικά σε μελλοντικούς κατάσκοπους της Πιονγκγιάνγκ. Επίσης, έλαβε και μία «ανορθόδοξη» δόξα τα χρόνια που έζησε εκεί, υποδυόμενος μαζί με τους συγκρατουμένους του χαρακτήρες «κακών δυτικών» σε ταινίες προπαγάνδας του βορειοκορεατικού κράτους.
«Δεν λες όχι στη Βόρεια Κορέα. Αν πεις κάτι κακό για τον Κιμ Ιλ-Σονγκ, σκάβεις τον λάκκο σου και μετά χάθηκες», είχε πει αργότερα, ομολογώντας ότι υπέφερε πολύ κατά τα σχεδόν σαράντα χρόνια της αιχμαλωσίας του, βιώνοντας βασανισμούς, ξυλοδαρμούς και επίπονες περιττές ιατρικές διαδικασίες. Μία από αυτές ήταν όταν αποφάσισαν να του αφαιρέσουν χωρίς αναισθητικό ένα τατουάζ του αμερικανικού στρατού που είχε, χαρακτηρίζοντας την εμπειρία ως «κόλαση».
Το μοναδικό ίσως φωτεινό σήμειο της μακρόχρονης αιχμαλωσίας του, ήταν η μέλλουσα σύζυγός του, Χιτόμι Σόγκα, μια Γιαπωνέζα κατά είκοσι χρόνια μικρότερή του, επίσης αιχμάλωτη της Πιονγιάνγκ, η οποία είχε απαχθεί, για να διδάξει σε κατασκόπους της Πιονγκγιάνγκ τη γλώσσα της. Το 1980, οι βορειοκορεατικές αρχές την εγκατέστησαν σε ένα σπίτι μαζί με τον Τζένκινς και μέσα σε δύο εβδομάδες τους ανάγκασαν να παντρευτούν, αναφέρει ο ίδιος. Παρά τον εξαναγκαστικό τους γάμο, το κοινό μίσος τους ζέυγους για τους Βορειοκορεάτες τους έδεσε σε τεράστιο βαθμό, δημιουργώντας μία σχέση ζωής, βασισμένη σε κοινά, υπερβολικά δύσκολα βιώματα. Μαζί έκαναν δύο κόρες, τη Μίκα και την Μπρίντα.
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, το 2002, οι βορειοκορεατικές αρχές επέτρεψαν στη Σόγκα να επιστρέψει στην Ιαπωνία, όπως και σε άλλους τέσσερις Ιάπωνες που είχαν απαχθεί κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80, ενώ στον Τζένκινς επετράπη να ακολουθήσει τη σύζυγό του μαζί με τις δύο κόρες τους το 2004.
Τέλος, όταν βρέθηκε εκεί, ο Τζένκινς παραδόθηκε στον αμερικανικό στρατό και πέρασε από στρατοδικείο, το οποίο του επέβαλε στο τέλος μια συμβολική ποινή φυλάκισης 30 ημερών για λιποταξία. Αφού την εξέτισε, ο Τζένκινς μετακόμισε με την οικογένειά του στο Σάντο, τη γενέτειρα της συζύγου του, στα τέλη του 2004, όπου έζησε τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του.
Πηγές: kathimerini.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ, BBC, Reuters
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου