Nα εντείνουν τις προσπάθειές τους oι τράπεζες "για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ (Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα), οι οποίοι στα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι" συνιστά η Τράπεζα της Ελλάδος σε έκθεσή της για την "Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος" που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Εκτιμά δε ότι το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα "παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές".
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και το σενάριο που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, το οποίο προβλέπει ότι ακόμη και αν οι τράπεζες πωλούσαν στο 3% της ονομαστικής τους αξίας το 64,7% του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετουμένων επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων (ποσού 29,8 δισεκ. ευρω), ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας δεν θα υποχωρούσε κάτω από το 12,5%.
Ειδικότερα, στην έκθεση της ΤτΕ για την "Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος", που αφορά κυρίως το πρώτο εννεάμηνο του 2017, αναφέρονται μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής:
«Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεώτερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προ- ϊόντος κατά 2,4%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους».
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και το σενάριο που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, το οποίο προβλέπει ότι ακόμη και αν οι τράπεζες πωλούσαν στο 3% της ονομαστικής τους αξίας το 64,7% του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετουμένων επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων (ποσού 29,8 δισεκ. ευρω), ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας δεν θα υποχωρούσε κάτω από το 12,5%.
Ειδικότερα, στην έκθεση της ΤτΕ για την "Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος", που αφορά κυρίως το πρώτο εννεάμηνο του 2017, αναφέρονται μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής:
«Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεώτερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προ- ϊόντος κατά 2,4%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους».
Επίσης, σχετικά με το ειδικό θέμα που, με τη χρήση εναλλακτικών σεναρίων, εξετάζει την επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών από ενδεχόμενες πιο συστηματικές πωλήσεις ΜΕΑ σε διάφορα επίπεδα τιμών, αναφέρονται τα εξής:
«Ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισεκ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%».
Πηγή: bankofgreece.gr
Ολόκληρη η έκθεση της ΤτΕ στο:
Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Ιανουάριος 2018
«Ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισεκ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%».
Πηγή: bankofgreece.gr
Ολόκληρη η έκθεση της ΤτΕ στο:
Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Ιανουάριος 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου