Μια πρόσφατη έκδοση πραγματεύεται τη σχέση των Γερμανών με την Ελλάδα από τα μέσα του 18ου αιώνα. Η συγγραφέας του βιβλίου Κλάουντια Σμέλντερς μιλά στην Deutsche Welle για το βιβλίο της.
Άπειρες είναι οι δημοσιεύσεις για τις ελληνογερμανικές σχέσεις και έχει κανείς την αίσθηση ότι έχουν ειπωθεί όλα. Ένα βιβλίο που μόλις εκδόθηκε αποδεικνύει το αντίθετο. «Ο Φάουστ και η Ελένη. Μια γερμανοελληνική ιστορία γοητείας» είναι ο τίτλος του έργου της Κλάουντια Σμέλντερς. Πρόκειται για ένα δοκίμιο 300 σελίδων που ούτε λίγο ούτε πολύ εξιστορεί με συνειρμικό τρόπο την επίδραση της ελληνικής αρχαιότητας στη Γερμανία. Το βιβλίο καλύπτει μια περίοδο περίπου 200 χρόνων – από τα μέσα του 18ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Δηλαδή από την εποχή του πατέρα της κλασικής αρχαιολογίας και της γερμανικής «ελληνολατρίας» Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν και του ποιητή Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε ως το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με ορισμένες αναφορές στη μεταπολεμική περίοδο.
Η κρίση «γέννησε» το βιβλιο
Η 73χρονη συγγραφέας Κλαούντια Σμέλντερς έχει σπουδάσει γερμανική φιλολογία, είναι ειδική σε θέματα πολιτισμολογίας και φυσιογνωμικής, ήταν επιμελήτρια σε σειρά εκδοτικών οίκων, εξακολουθεί να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ Βερολίνου και πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τη χώρα προέκυψε από τις συζητήσεις που είχε με δύο ελληνίδες φίλες της με αφορμή τις επιθέσεις που δεχόταν η Ελλάδα. Η μια εξ αυτών είναι η συγγραφέας και άλλοτε συνεργάτιδα της Deutsche Welle, Δανάη Κουλμάση. Σε μια πρώτη φάση των ερευνών της η Κλάουντια Σμέλντερς ασχολήθηκε με την ιδέα του φιλελληνισμού στη Γερμανία: «Με γοήτευσε πάρα πολύ ή όλη υπόθεση, ήταν σαν να ξεκινούσα νέες σπουδές. Σιγά-σιγά προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο. Σάρκα και οστά πήρε το όλο εγχείρημα επειδή επέμενε ο εκδότης μου Χάινριχ φον Μπέρενμπεργκ. Η επιμονή του με κράτησε και έτσι εμβάθυνα την έρευνα».
Επειδή δεν ήθελε να ανακυκλώσει τα χιλιοειπωμένα η Κ. Σμέλντερς αναζητούσε μια άλλη προσέγγιση για να εξιστορήσει τη σχέση της Γερμανίας με την Ελλάδα. Στην πορεία των ερευνών της ανακάλυψε ότι ένα συγκεκριμένο έργο αποτελούσε σημείο αναφοράς για πολλούς γερμανούς όπως τον ποιητή Χάινριχ Χάινε, τον αρχαιολόγο Χάινριχ Σλίμαν, τον ψυχολόγο Ζίγκμουντ Φρόιντ, τον ιδρυτή της ανθρωποσοφίας Ρούντολφ Στάινερ ή ακόμη και τον φιλόσοφο Όσβαλντ Σπένγκλερ. Το έργο αυτό είναι ο «Φαουστ» του Γκαίτε, προπαντός το δεύτερο μέρος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό διαδραματίζεται στην Ελλάδα. Ο Φάουστ αναζητώντας το «ωραίο» πηγαίνει πρώτα στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο. Εκεί ιδρύει το βασίλειό του στην Αρκαδία, παντρεύεται την ωραία Ελένη και κάνουν ένα γιο, τον Ευφορίωνα. Με άλλα λόγια με αυτόν το δεσμό εκπληρώνεται ο πόθος του μορφωμένου Γερμανού να ταυτιστεί με το «αληθινό, όμορφο, καλό» (Γκαίτε) – το κλασσικό ιδεώδες.
Η υιοθέτηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού συνιστούσε παράλληλα μια προσπάθεια των Γερμανών να αποδεσμευτούν από την μεγάλη επίδραση του γαλλικού πολιτισμού – πολύ περισσότερο μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Όπως εξηγεί η Κλάουντια Σμέλντερς, ταυτίζοντας τους εαυτούς τους με την αρχαιότητα ήταν «σαν να αποκτούσαν βασιλική καταγωγή. Σίγουρα επρόκειτο για ένα δημιούργημα της φαντασίας. Αλλά είναι γεγονός πως αισθάνονταν πραγματικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Αυτό ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση τους έναντι των Γάλλων».
Η ομολογία του φιλοσόφου Χέγκελ πως «στο άκουσμα του ονόματος Ελλάδα γεννιούνται σε κάθε μορφωμένο άνθρωπο στην Ευρώπη και ειδικά σε εμάς τους Γερμανούς, πάτρια αισθήματα», δεν ήταν απλώς λόγια. Η «ελληνολατρία» είχε επηρεάσει ακόμη και τον Χίτλερ, ο οποίος χρηματοδοτούσε με δικά του χρήματα αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα. Βέβαια στην πορεία της γερμανικής κατοχής και με την ενδυνάμωση της αντίστασης η γερμανική στάση άλλαξε. Οι κατοχικές δυνάμεις έβλεπαν όλο και περισσότερο τους σύγχρονους Έλληνες με τα μάτια του Φαλμεράιερ.
Άπειρες είναι οι δημοσιεύσεις για τις ελληνογερμανικές σχέσεις και έχει κανείς την αίσθηση ότι έχουν ειπωθεί όλα. Ένα βιβλίο που μόλις εκδόθηκε αποδεικνύει το αντίθετο. «Ο Φάουστ και η Ελένη. Μια γερμανοελληνική ιστορία γοητείας» είναι ο τίτλος του έργου της Κλάουντια Σμέλντερς. Πρόκειται για ένα δοκίμιο 300 σελίδων που ούτε λίγο ούτε πολύ εξιστορεί με συνειρμικό τρόπο την επίδραση της ελληνικής αρχαιότητας στη Γερμανία. Το βιβλίο καλύπτει μια περίοδο περίπου 200 χρόνων – από τα μέσα του 18ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Δηλαδή από την εποχή του πατέρα της κλασικής αρχαιολογίας και της γερμανικής «ελληνολατρίας» Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν και του ποιητή Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε ως το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με ορισμένες αναφορές στη μεταπολεμική περίοδο.
Κλαούντια Σμέλντερς
Η 73χρονη συγγραφέας Κλαούντια Σμέλντερς έχει σπουδάσει γερμανική φιλολογία, είναι ειδική σε θέματα πολιτισμολογίας και φυσιογνωμικής, ήταν επιμελήτρια σε σειρά εκδοτικών οίκων, εξακολουθεί να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ Βερολίνου και πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τη χώρα προέκυψε από τις συζητήσεις που είχε με δύο ελληνίδες φίλες της με αφορμή τις επιθέσεις που δεχόταν η Ελλάδα. Η μια εξ αυτών είναι η συγγραφέας και άλλοτε συνεργάτιδα της Deutsche Welle, Δανάη Κουλμάση. Σε μια πρώτη φάση των ερευνών της η Κλάουντια Σμέλντερς ασχολήθηκε με την ιδέα του φιλελληνισμού στη Γερμανία: «Με γοήτευσε πάρα πολύ ή όλη υπόθεση, ήταν σαν να ξεκινούσα νέες σπουδές. Σιγά-σιγά προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο. Σάρκα και οστά πήρε το όλο εγχείρημα επειδή επέμενε ο εκδότης μου Χάινριχ φον Μπέρενμπεργκ. Η επιμονή του με κράτησε και έτσι εμβάθυνα την έρευνα».
Ο Φάουστ χορεύει με την Ελένη παρουσία του Μεφιστοφελή (παράσταση του 2015 στο Μπερλίνερ Ενσέμπλ)
Τι απομένει χωρίς τους έλληνες στοχαστές;
Η υιοθέτηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού συνιστούσε παράλληλα μια προσπάθεια των Γερμανών να αποδεσμευτούν από την μεγάλη επίδραση του γαλλικού πολιτισμού – πολύ περισσότερο μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Όπως εξηγεί η Κλάουντια Σμέλντερς, ταυτίζοντας τους εαυτούς τους με την αρχαιότητα ήταν «σαν να αποκτούσαν βασιλική καταγωγή. Σίγουρα επρόκειτο για ένα δημιούργημα της φαντασίας. Αλλά είναι γεγονός πως αισθάνονταν πραγματικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Αυτό ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση τους έναντι των Γάλλων».
Η ομολογία του φιλοσόφου Χέγκελ πως «στο άκουσμα του ονόματος Ελλάδα γεννιούνται σε κάθε μορφωμένο άνθρωπο στην Ευρώπη και ειδικά σε εμάς τους Γερμανούς, πάτρια αισθήματα», δεν ήταν απλώς λόγια. Η «ελληνολατρία» είχε επηρεάσει ακόμη και τον Χίτλερ, ο οποίος χρηματοδοτούσε με δικά του χρήματα αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα. Βέβαια στην πορεία της γερμανικής κατοχής και με την ενδυνάμωση της αντίστασης η γερμανική στάση άλλαξε. Οι κατοχικές δυνάμεις έβλεπαν όλο και περισσότερο τους σύγχρονους Έλληνες με τα μάτια του Φαλμεράιερ.
Και σήμερα; Πώς εξηγεί η Κλάουντια Σμέλντερς τη γερμανική επιθετικότητα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα; «Πιθανώς επειδή τους αγαπούσαν για τόσο μεγάλο διάστημα και επειδή επικρατούσε αυτή η μεγάλη εξάρτηση. Όντως, αν αφαιρέσουμε από τα μέσα του 18ου αιώνα από τη γερμανική σκέψη τους έλληνες στοχαστές, ποιος γερμανός διανοητής θα απομείνει ο οποίος δεν έχει επηρεαστεί από αυτούς; Ούτε ο Χούμπολντ, ούτε ο Χέγκελ, ούτε ο Νίτσε, ούτε ο Χέλντερλιν, ούτε ο Βίνκελμαν κ.ο.κ. Δεν θα απομείνει κανείς - μόνο η Βαλχάλα». Δηλαδή η γερμανική μυθολογία.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο
Πηγή: Deutsche Welle
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο
Πηγή: Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου