Βιάστηκε να τα πει όλα ο «ποιητής του βουνού και της στάνης», σαν να προαισθανόταν πως δεν υπήρχε γι' αυτόν πίστωση χρόνου. Και ήταν μόλις 26 χρονών όταν πέθανε. Ένα παιδί!
Κάποια στοιχεία για τον Κώστα Κρυστάλλη, όπως επίσης ένα ποιήμα του «στο σταυραητό», καθώς και δυο λόγια «για όσα δεν έκανε η Πολιτεία για να τιμηθεί το έργο του» στη συνέχεια:
Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», στο οποίο εξυμνεί τους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη συνέχεια διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του. Ήταν μόλις 26 χρονών.
Τα πρώτα του ποιήματα, "Αι Σκιαί του Άδου" (1887) και "Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου" (αρχές του1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντίθετα, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής, με επίδραση από το δημοτικό τραγούδι και τη λαογραφική θεματολογία. Οι δυο αυτές ποιητικές συλλογές, "Αγροτικά" (Μάιος του 1891) η πρώτη του και "Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης" (1893) η δεύτερη και τελευταία του, διακρίθηκαν παίρνοντας επαίνους στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό.
Στὸ Σταυραητό
του Κώστα Κρυστάλλη
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
ΠτΔ: Αναδρομική συγγνώμη στον Κώστα Κρυστάλλη
«Μια αναδρομική συγγνώμη» εξέφρασε, χθες Σάββατο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τα αποκαλυπτήρια προτομής του Κώστα Κρυστάλλη στο Συρράκο του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων Ιωαννίνων «για όσα δεν έκανε η Πολιτεία τόσο όσο ο Κώστας Κρυστάλλης ήταν ζωντανός, όσο και μετά τον θάνατό του για να τιμηθεί το έργο του όπως του αρμόζει».
Όπως είπε ο κ. Παυλόπουλος, «ευτυχώς το έργο του αναγνωρίζεται από εκείνους που πρέπει. Αλλά εύχομαι η Πολιτεία εφεξής να πράξει κι εκείνη το δικό της χρέος».
Στην ομιλία του, κατά την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, ο ΠτΔ έκανε λόγο για μία από τις πιο αγνές και χαρακτηριστικές μορφές στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. «Θύμισε στους Έλληνες της εποχής του, μέσα από το πλούσιο έργο του, την σημασία του Λαϊκού Πολιτισμού μας και την αξία της γλώσσας του λαού μας, της δημοτικής» είπε. Η ψυχή μας είναι η Ιστορία μας, είναι η Γλώσσα μας και είναι ο Πολιτισμός μας. Αυτά τα τρία υπηρέτησε ο Κώστας Κρυστάλλης, ανέφερε ο κ. Παυλόπουλος.
«Έζησε λίγο μα απέδειξε ότι το να δικαιώσει κάποιος την παρουσία του επί γης δεν εξαρτάται από το πόσα χρόνια θα ζήσει. Σημασία έχει τι “σφραγίδα δωρεάς” του ανήκει» επισήμανε ο κ. Παυλόπουλος και κατέληξε: «Για ανθρώπους όπως ο Κώστας Κρυστάλλης το μερίδιο αιωνιότητας που ανήκει στον καθένα δεν εξαρτάται ούτε από τον χρόνο ούτε από την ποσότητα. Είναι η ποιότητα και, κυρίως, το παράδειγμα που μας αφήνει».
Πηγές: Στοιχεία από el.wikipedia.org, users.uoa.gr, naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου