(upd) Στη Γερμανία ο μη αυστηρός διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας που θεσμοθετήθηκε το 1919 προβλέπει μια στενότατη συνεργασία μεταξύ των δυο πλευρών στη βάση της αρχής της ουδετερότητας. Πρότυπο και για την Ελλάδα;
Πάνω από 10 δις ευρώ αποφέρει ετησίως ο λεγόμενος εκκλησιαστικός φόρος τον οποίο επιβάλλουν οι μεγάλες εκκλησίες στη Γερμανία. Παρά ταύτα οι ανώτεροι κληρικοί συνεχίζουν να πληρώνονται από το δημόσιο.
Από δυο δημοσιεύματα στη Deutsche Welle:
Πόσο ουδέτερες είναι οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας
Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας άρχισε να δρομολογείται στη Γερμανία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και θεσμοθετήθηκε τελικώς στις αρχές του 20ου. Μετά από πολλούς αιώνες κατά τους οποίους η ευαγγελική ήταν η επικρατούσα εκκλησία, η νεοϊδρυθείσα το 1919 Δημοκρατία της Βαϊμάρης ρύθμισε στο νέο Σύνταγμά της εκ νέου τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας. Καταργώντας την αρχή της επικρατούσας εκκλησίας, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης προέβλεπε ένα εξειδικευμένο ρυθμιστικό πλαίσιο με αναφορές στην ανεξιθρησκία, την κρατική θρησκευτική ουδετερότητα αλλά και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων. Τις ίδιες αρχές υιοθέτησε εν πολλοίς και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που «γεννήθηκε» το 1949 από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την επικρατούσα εκκλησία στην εταιρική σχέση
Πόσο «ουδέτερο» είναι όμως στην πραγματικότητα το γερμανικό μοντέλο και τι θα έφερνε εντέλει στην Ελλάδα; «Σε περίπτωση που ευοδωθεί η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου θα υπήρχε μια σημαντική προσέγγιση, αλλά όχι ταύτιση του ελληνικού και του γερμανικού μοντέλου καθώς δεν διαφαίνεται πρόβλεψη καθολικής απόσυρσης της αρχής της επικρατούσας εκκλησίας στο ελληνικό Σύνταγμα», εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας ο οποίος, σημειωτέον, έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των σχέσεων κράτους-εκκλησίας στο πλαίσιο της διατριβής του με τίτλο «Η κατανόηση της Ευρώπης από την σκοπιά των Εκκλησιών».
Η προνομιακή μεταχείριση εκκλησιών
Όπως σημειώνει, «σε αντίθεση με την Ελλάδα, στη Γερμανία δεν υπάρχουν ούτε εμφανώς ‘εθνοθρησκευτικά’ στοιχεία που να συνεπάγονται την προνομιακή μεταχείριση μιας συγκεκριμένης εκκλησίας (όπως συμβαίνει συχνά στον ορθόδοξο χώρο), αλλά ούτε και στοιχεία επικρατούσας εκκλησίας που να επιτρέπουν την απευθείας ανάμειξη του κράτους στα της εκκλησίας […]. Εκ πρώτης όψης λοιπόν το γερμανικό είναι πιο ουδέτερο από το ελληνικό. Ωστόσο το γερμανικό κράτος συγχρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές εκκλησίες εν είδει αποζημίωσης. […] Επί της αρχής αυτό μπορεί να μην θίγει την αρχή της ουδετερότητας, […] ωστόσο με δεδομένο ότι οι εκκλησίες στη Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες, στις οποίες υπάγεται μάλιστα μια σειρά οργανισμών παροχής υπηρεσιών, αμφισβητείται συχνά η ουδετερότητα αυτή της Γερμανίας […]».
Η αρχή της κρατικής θρησκευτικής ουδετερότητας σημαίνει ότι η πολιτεία οφείλει να συνεργάζεται ισότιμα με όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, απαγορεύοντας ουσιαστικά την προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένης κοινότητας. Σε πολλές χώρες όπου ισχύει η ίδια αρχή αυτό είναι αρκετά προβληματικό και η Γερμανία δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι δυο μεγάλες εκκλησίες της χώρας, η Ευαγγελική και η Καθολική, πριμοδοτούνται συχνά από το κράτος σε βάρος μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Πάνω από 10 δις ευρώ αποφέρει ετησίως ο λεγόμενος εκκλησιαστικός φόρος τον οποίο επιβάλλουν οι μεγάλες εκκλησίες στη Γερμανία. Παρά ταύτα οι ανώτεροι κληρικοί συνεχίζουν να πληρώνονται από το δημόσιο.
Από δυο δημοσιεύματα στη Deutsche Welle:
Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας άρχισε να δρομολογείται στη Γερμανία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και θεσμοθετήθηκε τελικώς στις αρχές του 20ου. Μετά από πολλούς αιώνες κατά τους οποίους η ευαγγελική ήταν η επικρατούσα εκκλησία, η νεοϊδρυθείσα το 1919 Δημοκρατία της Βαϊμάρης ρύθμισε στο νέο Σύνταγμά της εκ νέου τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας. Καταργώντας την αρχή της επικρατούσας εκκλησίας, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης προέβλεπε ένα εξειδικευμένο ρυθμιστικό πλαίσιο με αναφορές στην ανεξιθρησκία, την κρατική θρησκευτική ουδετερότητα αλλά και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων. Τις ίδιες αρχές υιοθέτησε εν πολλοίς και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που «γεννήθηκε» το 1949 από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την επικρατούσα εκκλησία στην εταιρική σχέση
Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε ουσιαστικά μια «εταιρική σχέση» μεταξύ των δυο πλευρών: οι εκκλησίες συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή της χώρας και εκπροσωπούνται σε μια σειρά σημαντικών φόρουμ, όπως στην Επιτροπή Ηθικής (επιτροπές που συμβουλεύουν επιστήμονες σε ζητήματα ηθικής και νομικής φύσης), στα ραδιοτηλεοπτικά συμβούλια δημοσίων ΜΜΕ ενώ συμμετέχουν ακόμη και σε ακροάσεις επιτροπών της Βουλής. Πέραν αυτών το γερμανικό Σύνταγμα προστατεύει τις πολυάριθμες παγγερμανικές αλλά και περιφερειακές χριστιανικές αργίες.
Η συνεργασία μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας στη Γερμανία όμως δεν περιορίζεται μόνον σε αυτά. Οι εφορίες εισπράττουν για λογαριασμό των εκκλησιών τον εκκλησιαστικό φόρο παρακρατώντας ένα ποσοστό ως αποζημίωση. Επίσης, σε όλα σχεδόν τα κρατίδια, πλην Βερολίνου και Βρέμης, τα θρησκευτικά διδάσκονται στα δημόσια σχολεία. Το μάθημα είναι μεν υποχρεωτικό, εντούτοις οι γονείς έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν τα παιδιά τους. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι οι δάσκαλοι θρησκευτικών χρειάζονται επί της αρχής την άδεια της εκκλησίας στην οποία ανήκουν για να διδάξουν ενώ στα δημόσια πανεπιστήμια οι εκκλησίες αποφασίζουν ποιος θα γίνει καθηγητής στις Θεολογικές Σχολές αλλά και την ύλη διδασκαλίας.
Η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας
Η συνεργασία μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας στη Γερμανία όμως δεν περιορίζεται μόνον σε αυτά. Οι εφορίες εισπράττουν για λογαριασμό των εκκλησιών τον εκκλησιαστικό φόρο παρακρατώντας ένα ποσοστό ως αποζημίωση. Επίσης, σε όλα σχεδόν τα κρατίδια, πλην Βερολίνου και Βρέμης, τα θρησκευτικά διδάσκονται στα δημόσια σχολεία. Το μάθημα είναι μεν υποχρεωτικό, εντούτοις οι γονείς έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν τα παιδιά τους. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι οι δάσκαλοι θρησκευτικών χρειάζονται επί της αρχής την άδεια της εκκλησίας στην οποία ανήκουν για να διδάξουν ενώ στα δημόσια πανεπιστήμια οι εκκλησίες αποφασίζουν ποιος θα γίνει καθηγητής στις Θεολογικές Σχολές αλλά και την ύλη διδασκαλίας.
Ουσιαστικά λοιπόν δεν υπάρχει στη Γερμανία ένας αυστηρός διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, υπό την έννοια ενός κοσμικού κράτους όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Γαλλία αλλά αντιθέτως προβλέπεται μια στενή και πολυεπίπεδη συνεργασία μεταξύ των δυο πλευρών που βασίζεται στην ελευθερία και την ανεξαρτησία.
Ένα μοντέλο με κάποια παρόμοια στοιχεία φαίνεται να δρομολογείται τώρα και στην Ελλάδα. Όπως εξήγησε σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Deutsche Welle ο πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος (φωτογραφία αριστερά), με τις προωθούμενες αλλαγές διατηρείται καταρχήν το υπάρχον στην Ελλάδα «εθνοθρησκευτικό» σύστημα με στοιχεία επικρατούσας εκκλησίας, ωστόσο «[…] στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης αναθεώρησης του Άρθρου 3 του Ελληνικού Συντάγματος, θα διαφαινόταν με σαφήνεια αύξηση τόσο του βαθμού της ουδετερότητας όσο και της κοσμικότητας. Διότι στην παράγραφο που ορίζει την Ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία, προβλέπεται να προστεθεί -αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει μέρος της νυν ελληνικής κυβέρνησης- ότι αυτό δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό θα έχει σημασία να δούμε πώς θα αντιμετωπιστούν άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως οι λοιπές του Άρθρου 3, το Άρθρο 13 για την απαγόρευση του προσηλυτισμού και το Άρθρο 16 που ορίζει τη θρησκευτική συνείδηση ως εκπαιδευτική αποστολή του κράτους».
Πόσο «ουδέτερο» είναι όμως στην πραγματικότητα το γερμανικό μοντέλο και τι θα έφερνε εντέλει στην Ελλάδα; «Σε περίπτωση που ευοδωθεί η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου θα υπήρχε μια σημαντική προσέγγιση, αλλά όχι ταύτιση του ελληνικού και του γερμανικού μοντέλου καθώς δεν διαφαίνεται πρόβλεψη καθολικής απόσυρσης της αρχής της επικρατούσας εκκλησίας στο ελληνικό Σύνταγμα», εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας ο οποίος, σημειωτέον, έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των σχέσεων κράτους-εκκλησίας στο πλαίσιο της διατριβής του με τίτλο «Η κατανόηση της Ευρώπης από την σκοπιά των Εκκλησιών».
Η προνομιακή μεταχείριση εκκλησιών
Όπως σημειώνει, «σε αντίθεση με την Ελλάδα, στη Γερμανία δεν υπάρχουν ούτε εμφανώς ‘εθνοθρησκευτικά’ στοιχεία που να συνεπάγονται την προνομιακή μεταχείριση μιας συγκεκριμένης εκκλησίας (όπως συμβαίνει συχνά στον ορθόδοξο χώρο), αλλά ούτε και στοιχεία επικρατούσας εκκλησίας που να επιτρέπουν την απευθείας ανάμειξη του κράτους στα της εκκλησίας […]. Εκ πρώτης όψης λοιπόν το γερμανικό είναι πιο ουδέτερο από το ελληνικό. Ωστόσο το γερμανικό κράτος συγχρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές εκκλησίες εν είδει αποζημίωσης. […] Επί της αρχής αυτό μπορεί να μην θίγει την αρχή της ουδετερότητας, […] ωστόσο με δεδομένο ότι οι εκκλησίες στη Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες, στις οποίες υπάγεται μάλιστα μια σειρά οργανισμών παροχής υπηρεσιών, αμφισβητείται συχνά η ουδετερότητα αυτή της Γερμανίας […]».
Η αρχή της κρατικής θρησκευτικής ουδετερότητας σημαίνει ότι η πολιτεία οφείλει να συνεργάζεται ισότιμα με όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, απαγορεύοντας ουσιαστικά την προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένης κοινότητας. Σε πολλές χώρες όπου ισχύει η ίδια αρχή αυτό είναι αρκετά προβληματικό και η Γερμανία δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι δυο μεγάλες εκκλησίες της χώρας, η Ευαγγελική και η Καθολική, πριμοδοτούνται συχνά από το κράτος σε βάρος μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Εδώ και 200 και πλέον χρόνια οι εκκλησίες στη Γερμανία λαμβάνουν τακτική αποζημίωση από τα κρατικά ταμεία για τη δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας που έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα. Με τα χρήματα αυτά που κυμαίνονται ετησίως στα 500 περίπου εκατομμύρια ευρώ πληρώνονται οι μισθοί ανώτερων κληρικών, όπως επισκόπων, αρχιεπισκόπων και καρδιναλίων. Συνεπώς όλοι οι φορολογούμενοι στη Γερμανία (και όχι μόνον τα μέλη εκκλησιών που καταβάλλουν τους αντίστοιχους εκκλησιαστικούς φόρους) πληρώνουν τους ιδιαίτερα παχυλούς μισθούς ανώτερων κληρικών. Οι μηνιαίες απολαβές ενός επισκόπου ξεκινούν από τις 8.000 ευρώ και μπορεί να φτάσουν και τις 13.000 ευρώ.
Οι «απλοί» ιερείς, αντίθετα, αμείβονται από τις επισκοπές ή τις ενορίες στις οποίες ανήκουν. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος, εξειδικευμένος στο θέμα των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας, οι επισκοπές χρηματοδοτούνται από τον εκκλησιαστικό φόρο τον οποίο έχουν δικαίωμα να επιβάλλουν εκείνες οι εκκλησίες που αναγνωρίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις είναι πολύ αυστηρές, ο αριθμός των εκκλησιών που αναγνωρίζονται ως ΝΠΔΔ και έχουν το δικαίωμα επιβολής εκκλησιαστικού φόρου είναι μικρός. Εκτός από την Ευαγγελική και την Καθολική Εκκλησία, χρήση της δυνατότητας επιβολής εκκλησιαστικού φόρου κάνουν η Παλαιοκαθολική Εκκλησία, οι Ελεύθερες Θρησκευτικές Κοινότητες, οι Ελεύθεροι Προτεστάντες και οι εβραϊκές κοινότητες. Σύμφωνα με τον κ. Μηλιόπουλο υπάρχουν και άλλες κοινότητες που πληρούν μεν τα κριτήρια αναγνώρισης ως ΝΠΔΔ, αλλά οικειοθελώς δεν κάνουν χρήση του δικαιώματος είσπραξης φόρων. Μεταξύ αυτών και η Ελληνορθόδοξη Ιερά Μητρόπολη της Γερμανίας.
Υψηλές εισφορές παρά τις αποχωρήσεις μελών
Οι «απλοί» ιερείς, αντίθετα, αμείβονται από τις επισκοπές ή τις ενορίες στις οποίες ανήκουν. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος, εξειδικευμένος στο θέμα των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας, οι επισκοπές χρηματοδοτούνται από τον εκκλησιαστικό φόρο τον οποίο έχουν δικαίωμα να επιβάλλουν εκείνες οι εκκλησίες που αναγνωρίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις είναι πολύ αυστηρές, ο αριθμός των εκκλησιών που αναγνωρίζονται ως ΝΠΔΔ και έχουν το δικαίωμα επιβολής εκκλησιαστικού φόρου είναι μικρός. Εκτός από την Ευαγγελική και την Καθολική Εκκλησία, χρήση της δυνατότητας επιβολής εκκλησιαστικού φόρου κάνουν η Παλαιοκαθολική Εκκλησία, οι Ελεύθερες Θρησκευτικές Κοινότητες, οι Ελεύθεροι Προτεστάντες και οι εβραϊκές κοινότητες. Σύμφωνα με τον κ. Μηλιόπουλο υπάρχουν και άλλες κοινότητες που πληρούν μεν τα κριτήρια αναγνώρισης ως ΝΠΔΔ, αλλά οικειοθελώς δεν κάνουν χρήση του δικαιώματος είσπραξης φόρων. Μεταξύ αυτών και η Ελληνορθόδοξη Ιερά Μητρόπολη της Γερμανίας.
Υψηλές εισφορές παρά τις αποχωρήσεις μελών
Ο εκκλησιαστικός φόρος ανέρχεται στο 9% επί του φόρου εισοδήματος και εισπράττεται απευθείας από τις εφορίες οι οποίες και τον εμβάζουν στις εκκλησίες. Για το «σέρβις» αυτό το γερμανικό δημόσιο παρακρατεί από 2% έως 4,5% του εισπραχθέντος φόρου. Παρά τις χιλιάδες αποχωρήσεις μελών των δυο μεγάλων εκκλησιών τα τελευταία χρόνια (όχι τόσο λόγω του φόρου, αλλά εξαιτίας των σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης), τα περίπου 45 εκατομμύρια μέλη της Ευαγγελικής και της Καθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία κατέβαλαν το 2015 εκκλησιαστικούς φόρους συνολικού ύψους 11 δισεκατομμυρίων (!) ευρώ. (Σημείωση: περίπου 245 ευρώ κάθε μέλος).
Τα τρία τέταρτα των χρημάτων αυτών καλύπτουν τα έξοδα μισθοδοσίας για ιερείς (μισθοί μεταξύ 3.700-4.500 ευρώ), εκπαιδευτικούς και παιδαγωγούς (λ.χ. για καθολικά νηπιαγωγεία και σχολεία) καθώς και διοικητικό προσωπικό (διακονιών, νοσοκομείων κ.α.). Τα υπόλοιπα χρήματα δαπανώνται, μεταξύ άλλων, για ανέγερση και συντήρηση σχολείων, εκκλησιών κ.α. Με τον εκκλησιαστικό φόρο δηλαδή, οι εκκλησίες χρηματοδοτούν ως επί το πλείστον το δικό τους έργο και τις δικές τους (υπο-)δομές.
Σκάνδαλα αλλά και υγιή οικονομικά
Τα τρία τέταρτα των χρημάτων αυτών καλύπτουν τα έξοδα μισθοδοσίας για ιερείς (μισθοί μεταξύ 3.700-4.500 ευρώ), εκπαιδευτικούς και παιδαγωγούς (λ.χ. για καθολικά νηπιαγωγεία και σχολεία) καθώς και διοικητικό προσωπικό (διακονιών, νοσοκομείων κ.α.). Τα υπόλοιπα χρήματα δαπανώνται, μεταξύ άλλων, για ανέγερση και συντήρηση σχολείων, εκκλησιών κ.α. Με τον εκκλησιαστικό φόρο δηλαδή, οι εκκλησίες χρηματοδοτούν ως επί το πλείστον το δικό τους έργο και τις δικές τους (υπο-)δομές.
Σκάνδαλα αλλά και υγιή οικονομικά
Εν συγκρίσει με άλλες χώρες, οι εκκλησίες της Γερμανίας μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα εύπορες. Και αυτό διότι δραστηριοποιούνται σε μια πλούσια χώρα. Μια καλή οικονομική συγκυρία ευνοεί αυτομάτως και τις εκκλησίες αφού η μείωση της ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα και ακολούθως τους εκκλησιαστικούς φόρους.
Τα δυσθεώρητα ποσά που διαχειρίζονται τις καθιστά βέβαια ευάλωτες και σε οικονομικά σκάνδαλα και υποθέσεις κακοδιαχείρισης. Παρά ταύτα μέχρι και σήμερα τα οικονομικά των εκκλησιών στη Γερμανία θεωρούνται ιδιαίτερα υγιή.
Κώστας Συμεωνίδης
Τα δυσθεώρητα ποσά που διαχειρίζονται τις καθιστά βέβαια ευάλωτες και σε οικονομικά σκάνδαλα και υποθέσεις κακοδιαχείρισης. Παρά ταύτα μέχρι και σήμερα τα οικονομικά των εκκλησιών στη Γερμανία θεωρούνται ιδιαίτερα υγιή.
Κώστας Συμεωνίδης
Πηγή: Deutsche Welle
και ειδικότερα από https://p.dw.com/p/38DCy και https://p.dw.com/p/38DDF
και ειδικότερα από https://p.dw.com/p/38DCy και https://p.dw.com/p/38DDF
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου