Ο λόγος για το τελευταίο βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ «Το νέο αντιλεξικό νεοελληνικής χρηστομάθειας», σε 130 σελίες, στην καλαίσθητη έκδοση του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο σε εκείνους που: Δεν αμφιβάλλουν ποτέ για τις ιδέες τους, ούτε καν για το ότι είναι δικές τους. Είναι βέβαιοι ότι η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Πιστεύουν (για τον εαυτό τους) ότι άλλοτε προοδευτικός = πάντα προοδευτικός. Φρονούν ότι η ανοιχτή κοινωνία κινδυνεύει μόνο από όσους θέλουν να την κλείσουν. Υπερασπίζονται με πάθος τη διαφορετικότητα, αλλά θέλουν να στομώσουν ό,τι την κάνει διαφορετική. Απολαμβάνουν στη λογοτεχνία και την τέχνη ό,τι έχει πιστοποιηθεί ως απολαυστικό. Θεωρούν ότι το σεξ είναι ζήτημα δικαιωμάτων και καλών τρόπων Έχουν παντού άκρες, αλλά πουθενά ρίζες.
Ο αναγνώστης των λημμάτων που ξεκινά την ανάγνωση με κάποια απορία, η οποία ωστόσο μετατρέπεται σε ευχάριστη έκπληξη, αιτιολογεί πλήρως την αλήθεια του συγκεκριμένου ορισμού. Πραγματικά δεν θα διαφωνούσε με το ότι «το πιο ασυγχώρητο αμάρτημα στην Ελλάδα είναι να λες φανερά αυτό που σκέφτονται όλοι κρυφά», ενώ θα αποδεχόταν ότι τελικά η μόνη ουσιαστική διάκριση ανάμεσα σε στοχαστές και καλλιτέχνες εντοπίζεται στο πώς «βλέπουν» την αναρχία: άλλοι την αποστρέφονται με βδελυγμία και άλλοι βρίσκουν σε αυτήν μιαν ανεπανάληπτη πηγή έμπνευσης (στο λήμμα «Ελλάδα»). (...)
Με τις απόψεις του ο Κούρτοβικ αναγνωρίζει πόσο επισφαλές γίνεται το κριτικό εγχείρημα σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο θεωρητικό πεδίο. Ο κριτικός λόγος, ωστόσο, δικαιούται να επιφυλάσσεται και να δυσπιστεί απέναντι στον «ανορθολογισμό που ζωογόνησε την ποίηση και σκότωσε την πεζογραφία» (μοντερνισμός). Επειδή «η μοντερνιστική ποίηση θα συγκινεί και στο μέλλον, ενώ η μοντερνιστική πεζογραφία δεν συγκινούσε (με λίγες εξαιρέσεις) ούτε στην εποχή στην οποία μεσουρανούσε».
Πηγές: biblionet.gr, kathimerini.gr
Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο σε εκείνους που: Δεν αμφιβάλλουν ποτέ για τις ιδέες τους, ούτε καν για το ότι είναι δικές τους. Είναι βέβαιοι ότι η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Πιστεύουν (για τον εαυτό τους) ότι άλλοτε προοδευτικός = πάντα προοδευτικός. Φρονούν ότι η ανοιχτή κοινωνία κινδυνεύει μόνο από όσους θέλουν να την κλείσουν. Υπερασπίζονται με πάθος τη διαφορετικότητα, αλλά θέλουν να στομώσουν ό,τι την κάνει διαφορετική. Απολαμβάνουν στη λογοτεχνία και την τέχνη ό,τι έχει πιστοποιηθεί ως απολαυστικό. Θεωρούν ότι το σεξ είναι ζήτημα δικαιωμάτων και καλών τρόπων Έχουν παντού άκρες, αλλά πουθενά ρίζες.
Σε κάποιες από αυτές και άλλες τέτοιες κατηγορίες μπορεί να ανήκει, όπως φοβάται, και ο ίδιος ο συγγραφέας. Αυτός είναι ένας λόγος που τον ώθησε να γράψει το Αντιλεξικό.
Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε και τον ορισμό του αφορισμού: «Ο αφορισμός πρέπει όχι μόνο να είναι σύντομος, αλλά και να ξαφνιάζει προκαλώντας την άμεση αντίδραση του αναγνώστη ή ακροατή. Πρέπει να είναι απλός και κρυστάλλινα καθαρός στη διατύπωση, έστω κι αν το νόημά του δεν ξεκλειδώνεται μονομιάς, γι’ αυτό ν’ αποφεύγει ασυνήθιστες ή εξεζητημένες λόγιες λέξεις, καθώς επίσης όσο είναι δυνατόν, αφηρημένες έννοιες. Πρέπει να φυλάγεται από συναισθηματικά φορτισμένα ουσιαστικά και, προπαντός, επίθετα. Πρέπει να εμφανίζεται απόλυτος, έστω και αν εκφράζει μια σχετική αλήθεια, γιατί η αλήθεια αυτή είναι αφανής, αποσιωπημένη ή ενοχλητική για τον κυρίαρχο λόγο, οπότε χρειάζεται ενδυνάμωση για να γίνει αισθητή. Τέλος, ένα σώμα αφορισμών δεν οφείλει να συνιστά ένα ιδεολογικά συνεπές οικοδόμημα. Οποιος ζητάει κάτι τέτοιο, μάλλον δεν έχει καταλάβει τη φύση και τη λειτουργία των αφορισμών».
Ο αναγνώστης των λημμάτων που ξεκινά την ανάγνωση με κάποια απορία, η οποία ωστόσο μετατρέπεται σε ευχάριστη έκπληξη, αιτιολογεί πλήρως την αλήθεια του συγκεκριμένου ορισμού. Πραγματικά δεν θα διαφωνούσε με το ότι «το πιο ασυγχώρητο αμάρτημα στην Ελλάδα είναι να λες φανερά αυτό που σκέφτονται όλοι κρυφά», ενώ θα αποδεχόταν ότι τελικά η μόνη ουσιαστική διάκριση ανάμεσα σε στοχαστές και καλλιτέχνες εντοπίζεται στο πώς «βλέπουν» την αναρχία: άλλοι την αποστρέφονται με βδελυγμία και άλλοι βρίσκουν σε αυτήν μιαν ανεπανάληπτη πηγή έμπνευσης (στο λήμμα «Ελλάδα»). (...)
Με τις απόψεις του ο Κούρτοβικ αναγνωρίζει πόσο επισφαλές γίνεται το κριτικό εγχείρημα σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο θεωρητικό πεδίο. Ο κριτικός λόγος, ωστόσο, δικαιούται να επιφυλάσσεται και να δυσπιστεί απέναντι στον «ανορθολογισμό που ζωογόνησε την ποίηση και σκότωσε την πεζογραφία» (μοντερνισμός). Επειδή «η μοντερνιστική ποίηση θα συγκινεί και στο μέλλον, ενώ η μοντερνιστική πεζογραφία δεν συγκινούσε (με λίγες εξαιρέσεις) ούτε στην εποχή στην οποία μεσουρανούσε».
Πηγές: biblionet.gr, kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου