"Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν στη βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας" σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που εστιάζεται κυρίως στις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που έλαβαν χώρα κατά το α΄ εξάμηνο του 2019. Όμως, "το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκτός από την επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας, καλείται να αντιμετωπίσει και άλλες πιο σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με την οργανική κερδοφορία, την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων" επισημαίνει η ΤτΕ.
«Οι συνθήκες χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν, γεγονός που επενεργεί θετικά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στις δυνατότητές του να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο. Διευκρινίζεται ότι το περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων στην ευρωζώνη αποτελεί σημαντική παράμετρο που επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι η πρόσβαση στις αγορές χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη περιορισμένη και δεν έχει καταστεί εφικτή η μακροχρόνια χρηματοδότησή τους χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων.
Σχετικός σύνδεσμος: Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Δεκέμβριος 2019.
Πηγή: bankofgreece.gr
Ειδικότερα, μεταξύ πολλών άλλων, η ΤτΕ στην έκθεσή της σημειώνει και τα ακόλουθα:
«Οι συνθήκες χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν, γεγονός που επενεργεί θετικά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στις δυνατότητές του να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο. Διευκρινίζεται ότι το περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων στην ευρωζώνη αποτελεί σημαντική παράμετρο που επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι η πρόσβαση στις αγορές χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη περιορισμένη και δεν έχει καταστεί εφικτή η μακροχρόνια χρηματοδότησή τους χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκτός από την επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας, καλείται να αντιμετωπίσει και άλλες πιο σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με την οργανική κερδοφορία, την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι εν λόγω προκλήσεις είναι αλληλένδετες και, για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, είτε μεμονωμένα είτε συνολικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδραση των αποτελεσμάτων που θα επιφέρει κάθε μεμονωμένη προσέγγιση.
Στο πλαίσιο αυτό, η οργανική κερδοφορία των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού τους. Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία, καθώς διατηρεί υψηλά το κόστος του πιστωτικού κινδύνου (Ιούνιος 2019: 1,8%). Αποτέλεσμα είναι το κόστος αυτό να περιορίζει το καθαρό περιθώριο κέρδους των τραπεζών.
Αναμφισβήτητα, οι προσπάθειες για την αποτελεσματική διαχείριση του αποθέματος των ΜΕΔ έχουν παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα. Το απόθεμα των ΜΕΔ συρρικνώθηκε περαιτέρω και ανήλθε τον Ιούνιο του 2019 σε 75,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,9% ή 6,4 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2018 (81,8 δισεκ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ από το υψηλότερο σημείο τους, στο οποίο είχαν ανέλθει το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 30% ή 31,8 δισεκ. ευρώ και αναμφισβήτητα αποτελεί απόδειξη και επιβράβευση των προσπαθειών όλων των εμπλεκόμενων μερών. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (43,6%) παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέχοντας πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%.
Αναμφισβήτητα, οι προσπάθειες για την αποτελεσματική διαχείριση του αποθέματος των ΜΕΔ έχουν παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα. Το απόθεμα των ΜΕΔ συρρικνώθηκε περαιτέρω και ανήλθε τον Ιούνιο του 2019 σε 75,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,9% ή 6,4 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2018 (81,8 δισεκ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ από το υψηλότερο σημείο τους, στο οποίο είχαν ανέλθει το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 30% ή 31,8 δισεκ. ευρώ και αναμφισβήτητα αποτελεί απόδειξη και επιβράβευση των προσπαθειών όλων των εμπλεκόμενων μερών. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (43,6%) παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέχοντας πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%.
Η αρνητική σχέση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού με το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ, σε συνδυασμό με την τρέχουσα αρνητική πιστωτική επέκταση, διαμορφώνει το πλαίσιο λειτουργίας της κερδοφορίας και περιορίζει σημαντικά τα περιθώρια βελτίωσής της. Εάν δεν υπάρξει μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης, τα μεγέθη κερδοφορίας των τραπεζών δεν θα μπορέσουν εύκολα να μεταβληθούν δεδομένου του πεπερασμένου περιθωρίου περιστολής του λοιπού λειτουργικού κόστους.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο και το α΄ εξάμηνο του 2019, με το Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) να διαμορφώνεται σε 15,6%. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αποτελεί παράμετρο που χρήζει προσοχής, καθώς οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) υπερβαίνουν σε επίπεδο συστήματος το 60% των Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 τον Ιούνιο του 2019. (...)
Ως εκ τούτου, η ανάληψη προληπτικής δράσης για τη βελτίωση των συνθηκών και παραμέτρων στους παραπάνω τομείς αποτελεί βασική προτεραιότητα για την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ο πιστωτικός κίνδυνος σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, αλλά η περαιτέρω ταχεία αποκλιμάκωση του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ καθίσταται πλέον καθοριστικής σημασίας. Η υιοθέτηση μιας ολιστικής προσέγγισης επιβάλλεται προκειμένου οι τράπεζες να προχωρήσουν στον αναγκαίο μετασχηματισμό του επιχειρηματικού τους σχεδίου, την αύξηση της αποδοτικότητάς τους και συνακόλουθα τη διασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών για τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν καθολικά οι αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος». (...)
Πιο συγκεκριμένα για την ανάγκη της επιτυχούς αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ (Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων) η ΤτΕ αναφέρει τα εξής:
«Η επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας και η βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας απαιτούν την ενεργό συνδρομή και του πιστωτικού συστήματος, το οποίο με δεδομένες τις υφιστάμενες αδυναμίες του δεν μπορεί να συμβάλει καθοριστικά σε αυτή την προσπάθεια.
Το υφιστάμενο μεγάλο απόθεμα ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει την κερδοφορία, καθώς και η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων δρουν επιβαρυντικά στη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Παρόλο που ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΔ εμφανίζεται βελτιωμένος, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη, ώστε να επιτευχθεί σύντομα σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους και να προσεγγίσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η πρόσφατη πρωτοβουλία του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS) κινείται στον άξονα βελτίωσης της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών και αποτελεί θετική εξέλιξη. Ενώ αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, κρίνεται σκόπιμο να πλαισιωθεί από συμπληρωματικές ενέργειες προκειμένου αφενός να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα του αποθέματος των ΜΕΔ, αλλά και αφετέρου να βελτιωθεί η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συστήσει ειδική ομάδα εργασίας η οποία επεξεργάζεται εναλλακτικές στρατηγικές και προτάσεις επί του αρχικού σχεδίου9 της σχετικά με τους τρόπους ταυτόχρονης μείωσης των ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης φορολογίας, ως ποσοστό των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Στόχος είναι να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτό η κερδοφορία και η ρευστότητα των τραπεζών σε μια πιο μόνιμη βάση.
Η ανάγκη για οριστική αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος ΜΕΔ, πέραν της ιδιαίτερης σημασίας του από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εδράζεται και στην ανάγκη για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, δεδομένου του υφιστάμενου πιστοδοτικού κενού (credit gap).
Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ όχι μόνο θα συμβάλει στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, αλλά και θα διαμορφώσει τις συνθήκες για τη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς η οικονομία ανακάμπτει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Με τον τρόπο αυτό θα επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορέσουν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Συνεπώς, τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούν να συμβάλλουν στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Επιπρόσθετα, η βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών θα λειτουργήσει θετικά στην προσπάθεια προσέλκυσης νέων επενδυτών. Η ύπαρξη ισχυρής κεφαλαιακής βάσης θα διαμορφώσει ένα νέο περιβάλλον για τη δραστηριοποίηση των τραπεζών, βελτιώνοντας συνολικά τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος.
Τέλος, οι τράπεζες πρέπει να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους με στόχο την επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης των βιώσιμων επιχειρήσεων, την ενιαία αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Η προσπάθεια μετάβασης στη νέα εποχή του τραπεζικού συστήματος απαιτεί τη συνδρομή όλων των εμπλεκόμενων μερών, καθώς η αποκατάσταση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος είναι επιτακτική ανάγκη και στόχος όλων, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Σχετικός σύνδεσμος: Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Δεκέμβριος 2019.
Πηγή: bankofgreece.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου