Από άρθρο του Μπιλ Γκέιτς* που δημοσιεύει η Καθημερινή (απόσπασμα):
«Τις τελευταίες εβδομάδες έχω μιλήσει με δεκάδες ειδικούς για τον CΟVID-19 και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η ασθένεια κάνει διακρίσεις, με διάφορους τρόπους: σκοτώνει τους ηλικιωμένους συχνότερα απ’ ό,τι τους νέους, τους άνδρες συχνότερα από τις γυναίκες και επηρεάζει δυσανάλογα τους φτωχούς. Αλλά ιδού κάτι για το οποίο δεν έχω δει κανένα αντίστοιχο στοιχείο: ότι ο CΟVID-19 κάνει διακρίσεις με βάση την εθνικότητα. Ο ιός δεν ενδιαφέρεται για τα σύνορα.
Το αναφέρω αυτό επειδή από τη στιγμή που ο κόσμος έμαθε για αυτόν τον ιό στις αρχές Ιανουαρίου, οι κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν στις δικές τους εθνικές απαντήσεις – πώς μπορούν να προστατεύσουν τους ανθρώπους που ζουν μέσα από τα σύνορά τους. Και αυτό είναι κατανοητό. Αλλά με έναν τόσο μολυσματικό και ευρέως διαδεδομένο ιό, οι ηγέτες πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι, εφόσον υπάρχει κάπου CΟVID-19, αυτό αφορά τους ανθρώπους παντού. (...)
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε μια παγκόσμια προσέγγιση για την καταπολέμηση αυτής της νόσου. Το πώς αυτή διαμορφώνεται σίγουρα θα αλλάζει, καθώς εξελίσσεται η πανδημία. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρία βήματα τα οποία οι παγκόσμιοι ηγέτες –ιδίως εκείνοι που συμμετέχουν στο G20– μπορούν να κάνουν αμέσως τώρα.
Το πρώτο είναι να διασφαλίσουν ότι οι παγκόσμιοι πόροι για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας κατανέμονται αποτελεσματικά – πράγματα όπως μάσκες, γάντια και διαγνωστικά τεστ. Τελικά, ελπίζουμε ότι θα είναι αρκετά για όλους. Αλλά από τη στιγμή που η παγκόσμια προσφορά είναι περιορισμένη, χρειάζεται να κάνουμε δύσκολες επιλογές με έξυπνους τρόπους. Δυστυχώς, για την ώρα, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. (...)
Αν η στρατηγική μας για την καταπολέμηση του COVID-19 μετατραπεί σε έναν πόλεμο πλειοδοσίας μεταξύ των χωρών, τότε αυτή η ασθένεια θα σκοτώσει πολύ περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι θα έκανε σε διαφορετική περίπτωση.
Πρέπει να διαθέσουμε πόρους με βάση τη δημόσια υγεία και τις ιατρικές ανάγκες. Υπάρχουν πολλοί βετεράνοι των επιδημιών Εμπολα και HIV που μπορούν να βοηθήσουν να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για να το πετύχουμε, και οι ηγέτες τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών πρέπει να συνεργαστούν με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και τους εταίρους του για να τις καταγράψουν. Στη συνέχεια, όλα τα έθνη που συμμετέχουν πρέπει να συμφωνήσουν δημοσίως με αυτές τις οδηγίες, ώστε όλοι να είναι υπόλογοι. Αυτές οι συμφωνίες θα είναι ιδιαιτέρως σημαντικές όταν θα γίνει τελικά διαθέσιμο ένα εμβόλιο για τον COVID-19, διότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να τερματίσουμε απολύτως αυτήν την πανδημία είναι η ανοσοποίηση των ανθρώπων απέναντί της.
Αυτό με φέρνει στο δεύτερο βήμα που πρέπει να κάνουν οι ηγέτες: να δεσμευθούν στην αναγκαία χρηματοδότηση R&D (έρευνα και ανάπτυξη) για την παρασκευή ενός εμβολίου. (...) Ο CEPI (Συνασπισμός για τις Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας) ήδη αναπτύσσει τουλάχιστον οκτώ δυνητικά εμβόλια για τον COVID-19 και οι ερευνητές αισθάνονται βέβαιοι ότι θα έχουν έτοιμο τουλάχιστον ένα μέσα σε 18 μήνες. Αυτό θα ήταν το πιο σύντομο χρονικό διάστημα που θα έχει χρειαστεί ποτέ ο άνθρωπος από τη στιγμή που είδε ένα εντελώς καινούργιο παθογόνο μέχρι τη στιγμή που ανέπτυξε ένα εμβόλιο εναντίον του.
Το χρονοδιάγραμμα αυτό, ωστόσο, εξαρτάται από τη χρηματοδότηση. Πολλά έθνη έχουν συνεισφέρει στον CEPI τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αλλά ο συνασπισμός χρειάζεται τουλάχιστον 2 δισ. δολάρια για το έργο του. Αυτό είναι μόνο χονδρικά το νούμερο –η καινοτομία είναι μια απρόβλεπτη επιχείρηση– αλλά οι ηγέτες του G20 πρέπει τώρα να αναλάβουν ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι μόνο για τη δημιουργία του εμβολίου και όχι για την παραγωγή ή την παράδοσή του, που θα απαιτήσουν ακόμη περισσότερα χρήματα και προγραμματισμό. Αυτό είναι το τρίτο θέμα που θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται το G20.
Δεν είμαστε σίγουροι ακόμη για το ποια εμβόλια θα είναι τα πιο αποτελεσματικά και το καθένα απαιτεί μοναδική τεχνολογία για τη δημιουργία του. Αυτό σημαίνει ότι τα έθνη πρέπει να επενδύσουν τώρα σε πολλά διαφορετικά είδη εγκαταστάσεων παραγωγής, γνωρίζοντας ότι κάποια δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ.
Ενα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το κόστος: εάν ο ιδιωτικός τομέας είναι πρόθυμος να βγει μπροστά και να φτιάξει αυτό το εμβόλιο, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να χάσει χρήματα για να το κάνει. Ταυτόχρονα, οποιοδήποτε εμβόλιο για τον COVID-19 πρέπει να χαρακτηριστεί «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και να παραμείνει προσιτό και προσβάσιμο σε όλους. Ευτυχώς, υπάρχουν οργανώσεις όπως η Gavi, η Συμμαχία Εμβολίων, η οποία έχει μακρά ιστορία να βοηθάει τα έθνη χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ώστε να έχουν πρόσβαση σε κρίσιμους εμβολιασμούς. (...) Η Gavi θα χρειαστεί 7,4 δισ. δολάρια για τα επόμενα πέντε χρόνια – και αυτό είναι μόνο για να διατηρήσει την τρέχουσα προσπάθεια ανοσοποίησης. Η παράδοση εμβολίου για τον COVID-19 θα κοστίσει ακόμη περισσότερο.
Αυτές οι ετικέτες τιμών, πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ίσως φαίνονται πολλά χρήματα – ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία ολόκληρες οικονομίες επιβραδύνουν. Αλλά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το κόστος μιας πρόχειρης προσπάθειας ανοσοποίησης και μιας πιο μακράς έξαρσης.
Εδώ και 20 χρόνια ζητώ από τους παγκόσμιους ηγέτες να επενδύσουν στην υγεία των φτωχότερων ανθρώπων του κόσμου. Εχω υποστηρίξει ότι ήταν το σωστό – και είναι. Αλλά οι πανδημίες μας θυμίζουν ότι η βοήθεια προς τους άλλους δεν είναι απλώς το σωστό. Είναι και το έξυπνο.
Η ανθρωπότητα, εξάλλου, δεν συνδέεται μόνο με κοινές αξίες και κοινωνικούς δεσμούς. Είμαστε επίσης συνδεδεμένοι βιολογικά, μέσα από ένα μικροσκοπικό δίκτυο μικροβίων που συνδέει την υγεία του ενός με την υγεία όλων των υπολοίπων. Σε αυτή την πανδημία είμαστε όλοι συνδεδεμένοι. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η απάντησή μας».
* Ο κ. Μπιλ Γκέιτς είναι συμπρόεδρος του Bill & Melinda Gates Foundation και συνιδρυτής της Microsoft.
«Τις τελευταίες εβδομάδες έχω μιλήσει με δεκάδες ειδικούς για τον CΟVID-19 και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η ασθένεια κάνει διακρίσεις, με διάφορους τρόπους: σκοτώνει τους ηλικιωμένους συχνότερα απ’ ό,τι τους νέους, τους άνδρες συχνότερα από τις γυναίκες και επηρεάζει δυσανάλογα τους φτωχούς. Αλλά ιδού κάτι για το οποίο δεν έχω δει κανένα αντίστοιχο στοιχείο: ότι ο CΟVID-19 κάνει διακρίσεις με βάση την εθνικότητα. Ο ιός δεν ενδιαφέρεται για τα σύνορα.
Το αναφέρω αυτό επειδή από τη στιγμή που ο κόσμος έμαθε για αυτόν τον ιό στις αρχές Ιανουαρίου, οι κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν στις δικές τους εθνικές απαντήσεις – πώς μπορούν να προστατεύσουν τους ανθρώπους που ζουν μέσα από τα σύνορά τους. Και αυτό είναι κατανοητό. Αλλά με έναν τόσο μολυσματικό και ευρέως διαδεδομένο ιό, οι ηγέτες πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι, εφόσον υπάρχει κάπου CΟVID-19, αυτό αφορά τους ανθρώπους παντού. (...)
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε μια παγκόσμια προσέγγιση για την καταπολέμηση αυτής της νόσου. Το πώς αυτή διαμορφώνεται σίγουρα θα αλλάζει, καθώς εξελίσσεται η πανδημία. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρία βήματα τα οποία οι παγκόσμιοι ηγέτες –ιδίως εκείνοι που συμμετέχουν στο G20– μπορούν να κάνουν αμέσως τώρα.
Το πρώτο είναι να διασφαλίσουν ότι οι παγκόσμιοι πόροι για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας κατανέμονται αποτελεσματικά – πράγματα όπως μάσκες, γάντια και διαγνωστικά τεστ. Τελικά, ελπίζουμε ότι θα είναι αρκετά για όλους. Αλλά από τη στιγμή που η παγκόσμια προσφορά είναι περιορισμένη, χρειάζεται να κάνουμε δύσκολες επιλογές με έξυπνους τρόπους. Δυστυχώς, για την ώρα, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. (...)
Πρέπει να διαθέσουμε πόρους με βάση τη δημόσια υγεία και τις ιατρικές ανάγκες. Υπάρχουν πολλοί βετεράνοι των επιδημιών Εμπολα και HIV που μπορούν να βοηθήσουν να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για να το πετύχουμε, και οι ηγέτες τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών πρέπει να συνεργαστούν με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και τους εταίρους του για να τις καταγράψουν. Στη συνέχεια, όλα τα έθνη που συμμετέχουν πρέπει να συμφωνήσουν δημοσίως με αυτές τις οδηγίες, ώστε όλοι να είναι υπόλογοι. Αυτές οι συμφωνίες θα είναι ιδιαιτέρως σημαντικές όταν θα γίνει τελικά διαθέσιμο ένα εμβόλιο για τον COVID-19, διότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να τερματίσουμε απολύτως αυτήν την πανδημία είναι η ανοσοποίηση των ανθρώπων απέναντί της.
Αυτό με φέρνει στο δεύτερο βήμα που πρέπει να κάνουν οι ηγέτες: να δεσμευθούν στην αναγκαία χρηματοδότηση R&D (έρευνα και ανάπτυξη) για την παρασκευή ενός εμβολίου. (...) Ο CEPI (Συνασπισμός για τις Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας) ήδη αναπτύσσει τουλάχιστον οκτώ δυνητικά εμβόλια για τον COVID-19 και οι ερευνητές αισθάνονται βέβαιοι ότι θα έχουν έτοιμο τουλάχιστον ένα μέσα σε 18 μήνες. Αυτό θα ήταν το πιο σύντομο χρονικό διάστημα που θα έχει χρειαστεί ποτέ ο άνθρωπος από τη στιγμή που είδε ένα εντελώς καινούργιο παθογόνο μέχρι τη στιγμή που ανέπτυξε ένα εμβόλιο εναντίον του.
Το χρονοδιάγραμμα αυτό, ωστόσο, εξαρτάται από τη χρηματοδότηση. Πολλά έθνη έχουν συνεισφέρει στον CEPI τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αλλά ο συνασπισμός χρειάζεται τουλάχιστον 2 δισ. δολάρια για το έργο του. Αυτό είναι μόνο χονδρικά το νούμερο –η καινοτομία είναι μια απρόβλεπτη επιχείρηση– αλλά οι ηγέτες του G20 πρέπει τώρα να αναλάβουν ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι μόνο για τη δημιουργία του εμβολίου και όχι για την παραγωγή ή την παράδοσή του, που θα απαιτήσουν ακόμη περισσότερα χρήματα και προγραμματισμό. Αυτό είναι το τρίτο θέμα που θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται το G20.
Δεν είμαστε σίγουροι ακόμη για το ποια εμβόλια θα είναι τα πιο αποτελεσματικά και το καθένα απαιτεί μοναδική τεχνολογία για τη δημιουργία του. Αυτό σημαίνει ότι τα έθνη πρέπει να επενδύσουν τώρα σε πολλά διαφορετικά είδη εγκαταστάσεων παραγωγής, γνωρίζοντας ότι κάποια δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ.
Ενα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το κόστος: εάν ο ιδιωτικός τομέας είναι πρόθυμος να βγει μπροστά και να φτιάξει αυτό το εμβόλιο, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να χάσει χρήματα για να το κάνει. Ταυτόχρονα, οποιοδήποτε εμβόλιο για τον COVID-19 πρέπει να χαρακτηριστεί «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και να παραμείνει προσιτό και προσβάσιμο σε όλους. Ευτυχώς, υπάρχουν οργανώσεις όπως η Gavi, η Συμμαχία Εμβολίων, η οποία έχει μακρά ιστορία να βοηθάει τα έθνη χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ώστε να έχουν πρόσβαση σε κρίσιμους εμβολιασμούς. (...) Η Gavi θα χρειαστεί 7,4 δισ. δολάρια για τα επόμενα πέντε χρόνια – και αυτό είναι μόνο για να διατηρήσει την τρέχουσα προσπάθεια ανοσοποίησης. Η παράδοση εμβολίου για τον COVID-19 θα κοστίσει ακόμη περισσότερο.
Αυτές οι ετικέτες τιμών, πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ίσως φαίνονται πολλά χρήματα – ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία ολόκληρες οικονομίες επιβραδύνουν. Αλλά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το κόστος μιας πρόχειρης προσπάθειας ανοσοποίησης και μιας πιο μακράς έξαρσης.
Εδώ και 20 χρόνια ζητώ από τους παγκόσμιους ηγέτες να επενδύσουν στην υγεία των φτωχότερων ανθρώπων του κόσμου. Εχω υποστηρίξει ότι ήταν το σωστό – και είναι. Αλλά οι πανδημίες μας θυμίζουν ότι η βοήθεια προς τους άλλους δεν είναι απλώς το σωστό. Είναι και το έξυπνο.
Η ανθρωπότητα, εξάλλου, δεν συνδέεται μόνο με κοινές αξίες και κοινωνικούς δεσμούς. Είμαστε επίσης συνδεδεμένοι βιολογικά, μέσα από ένα μικροσκοπικό δίκτυο μικροβίων που συνδέει την υγεία του ενός με την υγεία όλων των υπολοίπων. Σε αυτή την πανδημία είμαστε όλοι συνδεδεμένοι. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η απάντησή μας».
* Ο κ. Μπιλ Γκέιτς είναι συμπρόεδρος του Bill & Melinda Gates Foundation και συνιδρυτής της Microsoft.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου