Ισόβια και δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη, επέβαλε σήμερα ομόφωνα το Δικαστήριο στους δράστες της στυγερής δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη. Την ίδια ποινή είχε προτείνει λίγο νωρίτερα, σε αγόρευσή της που προκάλεσε αίσθηση, η εισαγγελέας της δίκης, Αριστοτελία Δόγκα, η οποία μετά την απόρριψη όλων των αιτημάτων για αναγνώριση ελαφρυντικών από το δικαστήριο, είχε εισηγηθεί την επιβολή των βαρύτερων ποινών που προβλέπει ο νόμος.
Η εισαγγελική πρόταση για τις ποινές είχε γίνει δεκτή με ικανοποίηση από τους πολίτες που παρακολουθούν την εξέλιξη της δίκης και οπωσδήποτε από τους τραγικούς γονείς της 21χρονης φοιτήτριας.
Κατά περίπτωση οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αιτηθεί τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μεταμέλειας μετά την πράξη, της καλής συμπεριφοράς στο δικαστήριο, του πρότερου σύννομου βίου και της μετεφηβικής ηλικίας. Επιπλέον, ο Ροδίτης ζήτησε να του αναγνωριστεί το ακαταλόγιστο ή επικουρικά μειωμένος καταλογισμός.
Να μην δεχθούν κανένα ελαφρυντικό για τους δύο κατηγρούμενους ζήτησε από τους δικαστές η εισαγγελέας Έδρας του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου λέγοντας χαρακτηριστικά πως «δεν αξίζουν κανένα ελαφρυντικό».
«Η Εισαγγελέας της έδρας, κατά την αγόρευσή της, αναφέρθηκε εξόχως απαξιωτικά και ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ στο υπερασπιστικό έργο των δικηγόρων λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι : «Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας» αναφέρει σε δήλωσή του ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρης Κ. Βερβεσός και μεταξύ άλλων προσθέτει:
«Χωρίς καμία απολύτως διάθεση παρέμβασης στην ουσία της υπό εξέλιξη δίκης, η θέση αυτή της Εισαγγελέως προσβάλει στο σύνολό του το δικηγορικό σώμα και το ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου, που αποτελεί πυλώνα του νομικού μας πολιτισμού, στο οποίο (δικηγορικό σώμα) προσδίδει συμπεριφορά αντίθετη προς τον θεσμικό του ρόλο και τις επιβαλλόμενες από το νόμο υποχρεώσεις του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων της, παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων και απάδει στον εισαγγελικό θεσμό.
Καλούμε την Πρόεδρο του Δικαστηρίου να επαναφέρει άμεσα την Εισαγγελέα της έδρας στην τάξη, εφαρμόζοντας τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠΔ και την ίδια την Εισαγγελέα να ανακαλέσει άμεσα τις άνω δηλώσεις της και να ζητήσει συγγνώμη από το δικηγορικό σώμα για τα όσα προσβλητικά καταφέρθηκε εις βάρος του. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κινηθεί άμεσα σε βάρος της η προβλεπόμενη, κατά νόμο, πειθαρχική διαδικασία».
Αγόρευση εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη: Επρεπε, δεν έπρεπε
της Ξένιας Κουναλάκη
Δεν έπρεπε να κλάψει. Δεν έπρεπε να πάρει τα λουλούδια. Δεν έπρεπε να κάνει δακρύβρεχτη ανάρτηση στο Facebook. Δεν έπρεπε να είναι τόσο λυρική. Δεν έπρεπε να ταυτιστεί τόσο. Δεν έπρεπε να χαρακτηρίσει τους κατηγορούμενους «τέρατα». Δεν μας ενδιαφέρουν τα όνειρά της. Είναι εισαγγελέας.
Επρεπε να είναι πιο ψύχραιμη. Επρεπε να κρατήσει ένα μίνιμουμ αμεροληψίας. Επρεπε να αρκεστεί σε μια ξερή παράθεση νομικών επιχειρημάτων. Επρεπε να σεβαστεί τους συνηγόρους των κατηγορουμένων. Είναι εισαγγελέας.
Κατά μία έννοια η εισαγγελέας ενσαρκώνει όλες τις προσδοκίες που τρέφει η ελληνική κοινωνία για τις γυναίκες. Να είναι ευαίσθητες αλλά όχι μελό. Σοβαρές αλλά όχι αποστειρωμένες. Να κάνουν τη δουλειά τους χαμηλόφωνα, να μην παρεκτρέπονται.
Iσως γι’ αυτό ήταν τόσο μεγάλη η ανακούφισή μας, όταν την ακούσαμε να αγορεύει. Η ομιλία της μας θύμισε ότι «ακόμη το 2020 για κάποιους η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως τίποτα». Θρηνούμε για τη δική μας «Ινδία» (βλ. υπόθεση ομαδικού βιασμού και δολοφονίας το 2012). Χαιρόμαστε που στις δικαστικές αίθουσες ήχησε μια οικεία, αναγνωρίσιμη φωνή – έστω με κάποια φάλτσα.
ΥΓ.: Το μόνο που πραγματικά δεν έπρεπε να πει είναι ότι η Ελένη Τοπαλούδη ήταν «αφίλητη παρθένα». Ηταν η Ελενη, ήταν 19 χρόνων και είχε δικαίωμα να ζήσει. Τελεία.
Πηγές: Στοιχεια από kathimerini.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ, dsa.gr
Ειδικότερα από: kathimerini.gr/1078295, kathimerini.gr/1078221, kathimerini.gr/1078264
Σύμφωνα με την κατηγορία, ο Ροδίτης κατηγορούμενος και ο αλβανικής καταγωγής συγκατηγορούμενός του, από κοινού, βίασαν, βασάνισαν και στη συνέχεια πέταξαν στη θάλασσα την Ελένη. Οι ίδιοι ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει βιασμός και αποδίδουν ο ένας στον άλλον την ευθύνη για τη σκληρή κακοποίηση με γροθιές, χτυπήματα με ένα ηλεκτρικό σίδερο και μαχαιριές που δέχθηκε η φοιτήτρια λίγο πριν βρεθεί στη θάλασσα. Οι δύο νεαροί κατηγορούμενοι ρίχνουν, επίσης, την ευθύνη ο ένας στον άλλον και για την κατακρήμνιση της λιπόθυμης φοιτήτριας στα βράχια.
Η εισαγγελική πρόταση για τις ποινές είχε γίνει δεκτή με ικανοποίηση από τους πολίτες που παρακολουθούν την εξέλιξη της δίκης και οπωσδήποτε από τους τραγικούς γονείς της 21χρονης φοιτήτριας.
Κατά περίπτωση οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αιτηθεί τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μεταμέλειας μετά την πράξη, της καλής συμπεριφοράς στο δικαστήριο, του πρότερου σύννομου βίου και της μετεφηβικής ηλικίας. Επιπλέον, ο Ροδίτης ζήτησε να του αναγνωριστεί το ακαταλόγιστο ή επικουρικά μειωμένος καταλογισμός.
Να μην δεχθούν κανένα ελαφρυντικό για τους δύο κατηγρούμενους ζήτησε από τους δικαστές η εισαγγελέας Έδρας του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου λέγοντας χαρακτηριστικά πως «δεν αξίζουν κανένα ελαφρυντικό».
Η εισαγγελέας ανέφερε πως οι δύο νεαροί κατηγορούμενοι σε όλη τη διάρκεια της δίκης «ενέπαιζαν το δικαστήριο». Σύμφωνα με την αγόρευση, οι δύο κατηγορούμενοι θέλησαν να συσκοτίσουν την υπόθεση «εξαρχής με δικονομικά τερτίπια. Κανένας νοήμων άνθρωπος δεν μπορεί να πιστέψει ότι αυτοί οι δυο είναι τσακωμένοι και σε ρήξη, επειδή τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Γελάνε στα διαλείμματα της δίκης. Είναι απολύτως συνεννοημένοι γιατί έτσι τους έχουν πει ότι πρέπει να κάνουν. Υπάρχει κοινή γραμμή. Κοινή γραμμή για διάχυση της ευθύνης. Παίζεται και από τους δικηγόρους αυτό το παιχνίδι... Αποσκοπεί όχι στους δικαστές αλλά στους ενόρκους».
Η κ. Δόγκα τόνισε πως οι δύο κατηγορούμενοι δεν μεταμελήθηκαν πραγματικά και αντίθετα συνεχίζουν ακόμη και τώρα να διασύρουν την μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη. «Δεν άκουσα αλήθειες μέσα στο δικαστήριο» είπε, αναφέροντας πως από την αρχή μέχρι το τέλος αυτό που χαρακτηρίζει τους δύο νεαρούς είναι «η έλλειψη ειλικρινούς θέσης» ενώ αναφέρθηκε σε «ηθική διαστροφή» που εμφανίζει ο χαρακτήρας των δύο την ίδια στιγμή που «τα στοιχεία βοούν». «Αυτή η συγνώμη που ακούστηκε δεν ήταν ειλικρινής, αυτοί μεταξύ τους γελάνε, καμία μεταμέλεια, καμία ειλικρινής συγνώμη» επανέλαβε η εισαγγελέας συνδέοντας την ψευδή, κατά την άποψη της, έκφραση λύπης με τη στάση των κατηγορουμένων που «ακόμη διασύρουν το θύμα το οποίο κατάντησαν όπως κατάντησαν».
«Η Εισαγγελέας της έδρας, κατά την αγόρευσή της, αναφέρθηκε εξόχως απαξιωτικά και ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ στο υπερασπιστικό έργο των δικηγόρων λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι : «Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας» αναφέρει σε δήλωσή του ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρης Κ. Βερβεσός και μεταξύ άλλων προσθέτει:
«Χωρίς καμία απολύτως διάθεση παρέμβασης στην ουσία της υπό εξέλιξη δίκης, η θέση αυτή της Εισαγγελέως προσβάλει στο σύνολό του το δικηγορικό σώμα και το ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου, που αποτελεί πυλώνα του νομικού μας πολιτισμού, στο οποίο (δικηγορικό σώμα) προσδίδει συμπεριφορά αντίθετη προς τον θεσμικό του ρόλο και τις επιβαλλόμενες από το νόμο υποχρεώσεις του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων της, παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων και απάδει στον εισαγγελικό θεσμό.
Καλούμε την Πρόεδρο του Δικαστηρίου να επαναφέρει άμεσα την Εισαγγελέα της έδρας στην τάξη, εφαρμόζοντας τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠΔ και την ίδια την Εισαγγελέα να ανακαλέσει άμεσα τις άνω δηλώσεις της και να ζητήσει συγγνώμη από το δικηγορικό σώμα για τα όσα προσβλητικά καταφέρθηκε εις βάρος του. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κινηθεί άμεσα σε βάρος της η προβλεπόμενη, κατά νόμο, πειθαρχική διαδικασία».
Η θεατρικότητα της εισαγγελικής αγόρευσης και τα όριά της
της Ιωάννας Μάνδρου
Ενα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα, μια τόσο στυγερή δολοφονία, όπως της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, δεν μπορεί παρά να μας προκαλεί οργή, αποτροπιασμό και αισθήματα καταδίκης για τους δράστες, που δυστυχώς, είναι νεαρά παιδιά τα οποία πριν ακόμα μπούν στο στίβο της ζωής, επέλεξαν να διαπράξουν ένα άγριο έγκλημα. Η αγόρευση της εισαγγελέως Αριστοτελείας Δόγκα στη δίκη προκάλεσε αίσθηση.
Οι τοποθετήσεις εισαγγελέων με συναίσθημα είναι φαινόμενο συνηθισμένο στα δικαστήρια. Τόσο στυγερά εγκλήματα δεν μπορεί να αφήσουν άλλωστε ασυγκίνητους τους παράγοντες της δίκης, που καλούνται να βιώσουν, κι όταν η αυλαία της δίκης πέσει, τη βαρβαρότητα ανθρώπινων συμπεριφορών, κάτι που μόνο εύκολο δεν είναι.
Ομως η εισαγγελέας Αριστοτελεία Δόγκα, που η πρόταση της ήταν εξαιρετικά θεμελιωμένη για την ενοχή των δραστών και την αποτρόπαια δράση τους, έκανε κάτι παραπάνω. Ταυτίστηκε, χωρίς να κρατήσει ούτε καν μια αναγκαία απόσταση, δημόσια, φανερά με το θύμα, κάτι που δεν έπρεπε. Οχι γιατί όλοι δεν ταυτιζόμαστε με την Ελένη. Με την Ελένη είμαστε όλοι. Ο εισαγγελέας όμως, αυτός είναι ο θεσμικός του ρόλος, είναι υποχρεωμένος να πείθει για την αντικειμενικότητα του και την αμεροληψία του.
Και αυτό όχι για λόγους τεχνοκρατικής προσήλωσης, όχι μόνο για λόγους νομικού πολιτισμού. Αλλά για λόγους ουσίας που σχετίζονται πρώτα απ΄όλα με τη δικαίωση των θυμάτων. Διότι η απόφαση οφείλει - και επιβάλλεται- να είναι ισχυρή, να είναι αμερόληπτη, να πείθει ότι το δικαστήριο έκρινε με βάση τα πραγματικά περιστατικά, αντικειμενικά.
της Ιωάννας Μάνδρου
Ενα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα, μια τόσο στυγερή δολοφονία, όπως της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, δεν μπορεί παρά να μας προκαλεί οργή, αποτροπιασμό και αισθήματα καταδίκης για τους δράστες, που δυστυχώς, είναι νεαρά παιδιά τα οποία πριν ακόμα μπούν στο στίβο της ζωής, επέλεξαν να διαπράξουν ένα άγριο έγκλημα. Η αγόρευση της εισαγγελέως Αριστοτελείας Δόγκα στη δίκη προκάλεσε αίσθηση.
Οι τοποθετήσεις εισαγγελέων με συναίσθημα είναι φαινόμενο συνηθισμένο στα δικαστήρια. Τόσο στυγερά εγκλήματα δεν μπορεί να αφήσουν άλλωστε ασυγκίνητους τους παράγοντες της δίκης, που καλούνται να βιώσουν, κι όταν η αυλαία της δίκης πέσει, τη βαρβαρότητα ανθρώπινων συμπεριφορών, κάτι που μόνο εύκολο δεν είναι.
Ομως η εισαγγελέας Αριστοτελεία Δόγκα, που η πρόταση της ήταν εξαιρετικά θεμελιωμένη για την ενοχή των δραστών και την αποτρόπαια δράση τους, έκανε κάτι παραπάνω. Ταυτίστηκε, χωρίς να κρατήσει ούτε καν μια αναγκαία απόσταση, δημόσια, φανερά με το θύμα, κάτι που δεν έπρεπε. Οχι γιατί όλοι δεν ταυτιζόμαστε με την Ελένη. Με την Ελένη είμαστε όλοι. Ο εισαγγελέας όμως, αυτός είναι ο θεσμικός του ρόλος, είναι υποχρεωμένος να πείθει για την αντικειμενικότητα του και την αμεροληψία του.
Και αυτό όχι για λόγους τεχνοκρατικής προσήλωσης, όχι μόνο για λόγους νομικού πολιτισμού. Αλλά για λόγους ουσίας που σχετίζονται πρώτα απ΄όλα με τη δικαίωση των θυμάτων. Διότι η απόφαση οφείλει - και επιβάλλεται- να είναι ισχυρή, να είναι αμερόληπτη, να πείθει ότι το δικαστήριο έκρινε με βάση τα πραγματικά περιστατικά, αντικειμενικά.
Αγόρευση εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη: Επρεπε, δεν έπρεπε
της Ξένιας Κουναλάκη
Δεν έπρεπε να κλάψει. Δεν έπρεπε να πάρει τα λουλούδια. Δεν έπρεπε να κάνει δακρύβρεχτη ανάρτηση στο Facebook. Δεν έπρεπε να είναι τόσο λυρική. Δεν έπρεπε να ταυτιστεί τόσο. Δεν έπρεπε να χαρακτηρίσει τους κατηγορούμενους «τέρατα». Δεν μας ενδιαφέρουν τα όνειρά της. Είναι εισαγγελέας.
Επρεπε να είναι πιο ψύχραιμη. Επρεπε να κρατήσει ένα μίνιμουμ αμεροληψίας. Επρεπε να αρκεστεί σε μια ξερή παράθεση νομικών επιχειρημάτων. Επρεπε να σεβαστεί τους συνηγόρους των κατηγορουμένων. Είναι εισαγγελέας.
Κατά μία έννοια η εισαγγελέας ενσαρκώνει όλες τις προσδοκίες που τρέφει η ελληνική κοινωνία για τις γυναίκες. Να είναι ευαίσθητες αλλά όχι μελό. Σοβαρές αλλά όχι αποστειρωμένες. Να κάνουν τη δουλειά τους χαμηλόφωνα, να μην παρεκτρέπονται.
Iσως γι’ αυτό ήταν τόσο μεγάλη η ανακούφισή μας, όταν την ακούσαμε να αγορεύει. Η ομιλία της μας θύμισε ότι «ακόμη το 2020 για κάποιους η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως τίποτα». Θρηνούμε για τη δική μας «Ινδία» (βλ. υπόθεση ομαδικού βιασμού και δολοφονίας το 2012). Χαιρόμαστε που στις δικαστικές αίθουσες ήχησε μια οικεία, αναγνωρίσιμη φωνή – έστω με κάποια φάλτσα.
ΥΓ.: Το μόνο που πραγματικά δεν έπρεπε να πει είναι ότι η Ελένη Τοπαλούδη ήταν «αφίλητη παρθένα». Ηταν η Ελενη, ήταν 19 χρόνων και είχε δικαίωμα να ζήσει. Τελεία.
Πηγές: Στοιχεια από kathimerini.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ, dsa.gr
Ειδικότερα από: kathimerini.gr/1078295, kathimerini.gr/1078221, kathimerini.gr/1078264
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου