23 Απριλίου 2021

Κώστας Βλάχος: Η Αθήνα μέσα από τα μάτια ενός γελοιογράφου

Ο γελοιογράφος Κώστας Βλάχος σε συνέντευξή του στην athensvoice απαντά για τη σχέση του με την Αθήνα και μοιράζεται σκίτσα που έχει δημιουργήσει κατά την περίοδο της πανδημίας.

Οι γελοιογραφίες του Κώστα Βλάχου είναι ένας άλλος τρόπος να εντρυφήσεις στην ελληνική πραγματικότητα και να ανατρέξεις στον χρόνο, αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις περισσότερα για τη χώρα που ζεις. Από το 1960 μέχρι το 1990 συνεργάστηκε με τις περισσότερες ελληνικές εφημερίδες και με πληθώρα περιοδικών, σταδιοδρομώντας ως γελοιογράφος στον Αθηναϊκό Τύπο. Έχει συμμετάσχει σε πολλές διεθνείς εκθέσεις γελοιογραφίας του εξωτερικού και έχει αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις για τα επιτυχημένα σκίτσα του. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε με την έκδοση δικών του χιουμοριστικών εντύπων και βιβλίων.

Μια ολόκληρη πεντηκονταετία συμπλήρωσε ήδη στο χώρο της επαγγελματικής του σκιτσογραφίας και δημοσιογραφίας, αλλά ο Κώστας Βλάχος δεν άφησε ποτέ τα πινέλα και τα χρώματα της ζωγραφικής με τα οποία ξεκίνησε από νεαρός. Σήμερα, στα 81 του, ο Κώστας Βλάχος, μπορεί να μην πρωταγωνιστεί ως γελοιογράφος στα μίντια, συνταξιούχος γαρ, αλλά δεν σταματά να ακονίζει τα μολύβια του και να παρατηρεί την Αθήνα. Εν μέσω πανδημίας, μοιράζεται σκίτσα που δημιούργησε την περίοδο του lockdown και απαντά για τη σχέση του με την πόλη. Μια σχέση ζωής που μετρά δεκαετίες περιηγήσεων, ιχνηλατήσεων και σκιαγραφήσεων του τοπίου και των ανθρώπων της.

Ένα μέρος από τη συνέντευξή του στην athensvoice στη συνέχεια:

Ποια είναι τα 3 πράγματα που σας αρέσουν περισσότερο στην πόλη;

Καλά, το κλίμα της Αθήνας είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα όχι μόνο για εμένα, φυσικά, αλλά για όλους τους κατοίκους της. Προσωπικά απολαμβάνω μια βόλτα για τις καθημερινές αναγκαίες αγορές στην κεντρική αγορά, όπου ακούγοντας τις φωνές των μανάβηδων, των ψαράδων και των κρεοπωλών νιώθω, ότι ακούω τις φωνές όλων των Αθηναίων που έχουν να προσφέρουν κάτι σε μια σιωπηλή πελατεία που ακούει και πηγαινοέρχεται μπροστά στις «πραμάτειες» νιώθοντας, ότι όλη αυτή η φασαρία γίνεται για τη γοητεία της. Αυτή την αίσθηση την έχω από μικρό παιδί, καθώς για μερικά χρόνια ζήσαμε σ’ ένα σπίτι γωνία Αθηνάς και Σοφοκλέους. Στη συνέχεια εγκατασταθήκαμε σε σπίτι της περιοχής Εξαρχείων και συγκεκριμένα σε μια άλλη γωνία των οδών Ζαΐμη και Τοσίτσα. Αυτή είναι η γειτονιά πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο όπου πέρασα τα καλύτερα παιδικά μου χρόνια και νομίζω, ότι ήταν η καλύτερη περιοχή για να μεγαλώσει ένα παιδί, κάτι που ίσως να ισχύει το ίδιο ακόμα και σήμερα.

Η πρώτη δουλειά που κάνατε στην Αθήνα;

Θεωρώ τον εαυτό μου «πολύ τυχερό», γιατί αμέσως μετά τη λήξη του σχολικού έτους της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου, δηλαδή ως απόφοιτος πλέον και μετά από λίγες ημέρες διακοπών στις Σπέτσες το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Με προσλάβανε ως σκιτσογράφο στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» που τότε ήταν μεγάλης κυκλοφορίας. Εκείνη την εποχή στην «Αθηναϊκή» βασικοί γελοιογράφοι ήταν οι Αρχέλαος και Β. Χριστοδούλου που καθημερινά δημοσίευαν πολιτικά σκίτσα στην πρώτη σελίδα που κέντριζαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών... Στην «Αθηναϊκή» παρέμεινα μέχρι που έκλεισε το 1970, ενώ παράλληλα συνεργαζόμουνα με περιοδικά της εποχής όπως το «Ρομάντζο», «Θησαυρό», «Θεατή» κ.ά.


Πού αλλού θα μπορούσατε, θα θέλατε να ζήσετε στην Ελλάδα;

... Προσωπικά τη μισή μου ζωή την πέρασα «κεντρικά» στην Αθήνα και όπως προανέφερα στην περιοχή των Εξαρχείων και μάλιστα στον περίγυρο της πλατείας Εξαρχείων, όμως την άλλη μου μισή ζωή την βιώνω πλέον στην Κηφισιά. Όταν ήρθα και εγκαταστάθηκα με τη δική μου πλέον οικογένεια στην Κηφισιά η κατάσταση θύμιζε αντίστοιχα δεκαετία του 1950 στην Αθήνα. Όλα λίγο απ’ όλα τα βρήκα εδώ. Λίγα σπίτια, λίγα αυτοκίνητα, λίγα μαγαζιά και λίγους ανθρώπους. Βέβαια γρήγορα όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Σήμερα είμαι νοσταλγός της παλιάς μου γειτονιάς στην Αθήνα και πηγαίνω πότε-πότε για μια βόλτα στους δρόμους όπου έπαιζα, και μέχρι το «Φλοράλ» το ζαχαροπλαστείο της πλατείας Εξαρχείων, όταν φυσικά είναι ήρεμη η κατάσταση και οι «μπαχαλάκηδες» ξεκουράζονται ή βρίσκονται σε άλλη περιοχή.

Το καλύτερο σύνθημα που έχετε δει σε αθηναϊκό τοίχο;

Το καλύτερο σύνθημα, νομίζω, ότι είναι ένα δικό μου, που έγραψα στον τοίχο της μάνδρας του σπιτιού μου, που λέει «ΠΡΟΣΟΧΗ, μη γράψεις σ’ αυτό τον τοίχο, γιατί θάρθω να γράψω κι εγώ στον τοίχο του σπιτιού σου» και καταλήγω «ξέρω πού μένεις». Φυσικά όλο το μήνυμα αυτό είναι γραμμένο με ωραία καλλιγραφικά γράμματα και μέσα σ’ ένα κομψό πλαίσιο. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτά, δεν έχει τολμήσει κανένας να γράψει καμία σαχλαμάρα ή βλακεία στον τοίχο μου. Νομίζω, ότι τελικά, ή τους τρόμαξα, ή κανένας απ’ αυτούς, δεν «καταδέχεται» τον δρόμο του σπιτιού μου.


Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για να απομονώνεσαι στην Αθήνα;

Θα φανεί ίσως περίεργο που ένας επαγγελματίας στο χώρο του χιούμορ για πάνω από πενήντα χρόνια όπως εγώ, θεωρεί την καλύτερη επιλογή για απομόνωση και σκέψεις το χώρο ενός νεκροταφείου, όπως ας πούμε είναι το κεντρικό νεκροταφείο της Αθήνας ή αυτό εδώ της Κηφισιάς. Ο λόγος είναι, όχι γιατί εκεί επικρατεί ησυχία και σχεδόν «νέκρα», αλλά γιατί περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια ανάμεσα στα μνήματα παρατηρείς το αισθητικό επίπεδο, εκεί όπου δεν υπάρχει πλέον ζωή και που συνήθως είναι πιο «ανεβασμένο» σε σχέση μ’ εκείνο που υπάρχει όπου ζούνε άνθρωποι. Θα μου πει κάποιος, ότι αυτό είναι μια μακάβρια παρατήρηση, αλλά εγώ το συνηθίζω αυτό και όταν επισκέπτομαι και μια άλλη μεγάλη πόλη του εξωτερικού, οπότε φροντίζω να βάλω στο πρόγραμμά μου και μια επίσκεψη στο κεντρικό νεκροταφείο της πόλης... 

Ένα επίθετο που χαρακτηρίζει ακριβώς τους Αθηναίους και ένα επίθετο που δεν ταιριάζει καθόλου στους Αθηναίους.

Σ’ αυτό το ερώτημα θα απαντήσω πάλι με αναδρομή στο παρελθόν και συγκεκριμένα πηγαίνοντας εξήντα χρόνια πίσω. Εκείνη την εποχή η καθημερινότητά μου εξελισσότανε λόγω της μόνιμης εργασίας μου στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» στην πλατεία Κλαυθμώνος αλλά και ευρύτερα λόγω συνεργασιών με άλλες εφημερίδες και περιοδικά οπότε κυκλοφορούσα τακτικά από πλατεία Συντάγματος και μέχρι την πλατεία Ομονοίας. Όλες οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν φυσικά με «ποδαρόδρομο» και ο τρόπος αυτός περιήγησης των δρόμων μέσω πεζοδρομίων, μου έδινε την ευκαιρία να παρατηρώ τους άλλους «Αθηναίους» πεζούς και εποχούμενους οδηγούς διαφόρων οχημάτων. 
Η γενική μου παρατήρηση τότε, που δυστυχώς δεν διαφέρει πολύ από τη σημερινή, ήταν ότι οι πάντες εκινούντο άναρχα γρήγορα και με μεγάλη αγένεια… Ας πούμε, ότι κάποιος απρόσεκτος έπεφτε επάνω σου, ή σου πάταγε το πόδι αμέσως απομακρυνότανε από το σημείο χωρίς μια συγνώμη, ή έστω μ’ ένα χαμόγελο «αυτοκριτικής» για το λάθος του. Στην τελική μπορεί καμία φορά να σου ζήταγε, όπως λέμε, «και τα ρέστα»… 
Βέβαια αυτές οι παρατηρήσεις των διαφόρων συμπεριφορών είναι «χρήσιμες» για έναν γελοιογράφο καθώς βοηθάνε στην κοινωνική κριτική που κάνει με τα σκίτσα του όταν επιστρέφει στο χώρο του, δηλαδή στο «σκιτσογραφείο» του. Θα μου πεις, αλλάζουν τέτοιες συμπεριφορές με σκίτσα και «στόχο» της κάθε γελοιογραφίας, που είναι να στέλνει μήνυμα στον αναγνώστη της «πρόσεχε μη γίνεις και εσύ θέμα γελοιογράφησης», μάλλον όχι. Ωστόσο αξίζει να προσπαθεί ο γελοιογράφος με τα σκίτσα κοινωνικής κριτικής και με όσο χιούμορ διαθέτει.
Αφού περιέγραψα, το όλο πιο πάνω σκηνικό, εκείνης της εποχής, που δε διαφέρει, όπως ανέφερα, και πολύ από το σήμερα, βρέθηκα τότε για λίγες ημέρες σε ταξίδι πρώτη φορά στην Ιταλία και συγκεκριμένα σε Ρώμη και Νάπολη. Εκεί τότε διαπίστωσα, ότι οι φίλοι μας Ιταλοί χρησιμοποιούσαν συνέχεια τρεις λέξεις σε κάθε περίπτωση συνωστισμού και πολυκοσμίας όπως σε λεωφορεία, εστιατόρια, καφέ κ.λπ. Αυτές οι λέξεις ήταν «πρέγκο», «σκούζι» και «γκράτσιε», δηλαδή, στα ελληνικά, παρακαλώ, συγνώμη και ευχαριστώ. Κυριολεκτικά είχα εντυπωσιαστεί τότε και επιστρέφοντας στην Αθήνα το συζήτησα με νεαρούς φίλους όπως και με νεαρούς συναδέλφους δημοσιογράφους, οι οποίοι στο σύνολό τους σχεδόν μου έδιναν την απάντηση «μη σου κάνει και τόσο εντύπωση, έλεγαν, γιατί και οι τρεις λέξεις που άκουγες από τους Ιταλούς, ήταν καθαρά υποκριτικές και εκφράσεις ψευτοευγένειας, με τις οποίες παραμυθιάζονται οι ίδιοι». Δυστυχώς, βέβαια για μένα, καθώς σχεδόν ρεζιλευόμουνα, αναφέροντας τέτοιες λεπτομέρειες, και δεν περιέγραφα, ας πού με, την ποιότητα του φαγητού, τις γραβάτες και τις όμορφες ιταλίδες γκόμενες. 
Από τότε φυσικά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έχουν επισκεφθεί διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά η εντύπωση σχεδόν είναι πάντα ίδια, ότι δηλαδή οι Ευρωπαίοι είναι υποκριτές και ψευτοευγενείς, ενώ εμείς είμαστε «αυθεντικοί», «ειλικρινείς» και βέβαια «τζάμπα» μάγκες.
Έτσι λοιπόν, σχετικά με το αρχικό ερώτημα, η απάντηση με πηγαίνει στους παλιούς Αθηναίους που τους ονόμαζαν «γκάγκαρους» καθώς με τον όρο αυτό να αναφέρεται για τους γηγενείς και ευγενείς πολίτες της Αθήνας, ενώ τώρα έχουμε «γεμίσει» με πολλούς «αντιγκάγκαρους» συμπεριλαμβανομένου γιατί όχι ... εμού του ιδίου.

Ποιο είναι το πρώτο αθηναϊκό στιγμιότυπο που θυμάστε;

Και τι δεν έχουν δει τα μάτια μου, όλα αυτά τα χρόνια, που άλλα λέγονται και άλλα δεν λέγονται… Απλώς εδώ, να αναφέρω τα δυο πιο αθώα, καθώς αυτά τα έχω δει με τα παιδικά μου ματάκια, αμέσως μετά την απελευθέρωση της κατοχής. Πρόκειται για τις πρώτες διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια με χιλιάδες ανθρώπους και εκατοντάδες «πανό» που έκαναν καθημερινά γύρω-γύρω την πλατεία Ομονοίας. Τότε το κέντρο όλης της Αθήνας ήταν η πλατεία Ομόνοιας και μερικά οικοδομικά τετράγωνα γύρω της. Στις διαδηλώσεις εκείνες τη μια μέρα φώναζαν ΖΗΤΩ για κάποιον πολιτικό ή για κάποιο σύμμαχο κράτος και την άλλη μέρα ΚΑΤΩ ο τάδε και το «τάδε» κράτος. 
Το «παράλογο» φαίνεται πως είναι, προνόμιο των κατοίκων αυτής της πόλης... Αργότερα στη συνέχεια και στα χρόνια της εφηβείας μου δεκαετία του 1950, βρέθηκα αρκετές φορές ανάμεσα σε πολλούς άλλους ανθρώπους κάθε ηλικίας να παρακολουθούμε με περιέργεια και πολύ ενδιαφέρον την κατεδάφιση παλαιών κτηρίων προκειμένου να χτιστούν νέες «μοντέρνες» πολυκατοικίες. Αυτή την εικόνα σκεφτείτε την, σε πολλά σημεία της Αθήνας συγχρόνως, καθώς το γκρέμισμα είχε αποκτήσει διαστάσεις «μανίας» και όλοι ένιωθαν, ότι έτσι η Αθήνα «ξαναγεννιέται». Φανταστείτε, ότι την ίδια εποχή που σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ξαναχτίζανε τα ερείπια των βομβαρδισμών που είχαν υποστεί στον πόλεμο 1939-1945 εμείς εδώ γκρεμίζαμε. 
Υπ’ όψιν, βέβαια, ότι η Αθήνα δεν είχε βομβαρδιστεί και αυτό οφείλεται στο εξής ιστορικό γεγονός της εποχής εκείνης. Ο Μουσολίνι μόλις μπήκε η Ιταλία σε πόλεμο με την Ελλάδα έκανε την εξής «βαρυσήμαντη» δήλωση «Η Ρώμη κηρύσσεται ιερή πόλη και δεν πρέπει να υποστεί ποτέ βάρβαρη αεροπορική επίθεση λόγω της ιστορίας της». Τότε ο Τσώρτσιλ του απάντησε αμέσως σε αυστηρό τόνο, ότι αν τολμήσει η Ιταλία να βομβαρδίσει την Αθήνα η Μ. Βρετανία θα βομβαρδίσει τη Ρώμη. Έτσι η Αθήνα απέφυγε τον εξωτερικό βομβαρδισμό, αλλά τα «κατάφεραν» μόνοι τους οι κάτοικοί της...


Τι θα πρωτοδείχνατε στην πόλη σε έναν ξένο καλεσμένο σας;

Νομίζω, ότι η επίσκεψη του Αρχαιολογικού Μουσείου είναι μακράν η καλύτερη, όχι απλώς ως πρόταση για επίσκεψη, αλλά πραγματική «υπηρεσία» και προσφορά στον «καλεσμένο»…

Τι σας ζορίζει και τι σας χαλαρώνει στην Αθήνα;

Όπως έχω αναφέρει και πιο πριν καθώς ζω μόνιμα στην Κηφισιά η Αθήνα όποτε την επισκέπτομαι, είναι για μένα μια ευχάριστη ευκαιρία να ξαναδώ αγαπημένα σημεία και να χαλαρώσω μέσα από αναμνήσεις που δημιουργούνται σε κάθε μου βήμα… Τελειώνοντας εδώ, μπορεί να σας κούρασα με προσωπικές αναμνήσεις, αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι και μάλιστα, όταν είναι κάποιος παππούς όπως εγώ, και ακούω τον μικρό μου εγγονό να μου λέει συχνά «πες μου παππού, για όταν ήσουνα μικρός». Ευχαριστώ λοιπόν, για τη φιλοξενία των αναμνήσεων όπως και των προσωπικών μου απόψεων.

Πηγή: athensvoice.gr
Η συνέντευξη του Κώστα Βλάχου στην 
athensvoice και στον Δημήτρη Αθανασιάδη δημοσιεύτικε στις 17.04.2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου