O τέταρτος αιώνας της Τουρκοκρατίας βρίσκει την ηπειρωτική Ελλάδα σε εξαθλίωση, με εξαίρεση τις περιοχές στις οποίες είχαν παραχωρηθεί προνόμια, αλλά δεν ανέτρεπαν τη γενική εικόνα. Οσοι δεν υπέφεραν τη φτώχεια και τον φόβο έβγαιναν στα βουνά και γίνονταν «Κλέφτες», δηλαδή ληστές. Προτιμούσαν να είναι πολεμιστές παρά θύματα. Από αυτούς, άλλοι συμβιβάζονταν κάποια στιγμή με τον κατακτητή και τον υπηρετούσαν ως «Αρματωλοί», ας πούμε χωροφύλακες, ενώ άλλοι άντεχαν στις καταδιώξεις, αποκτούσαν λαϊκό έρεισμα και φήμη. Με τον χρόνο θα συνειδητοποιούσαν συγκεχυμένα πως ζητούμενο ήταν πρωτίστως η εθνική απελευθέρωση και δευτερευόντως η επιβίωσή τους. Αυτή τη συνειδητοποίηση αποτύπωσε μοναδικά ο λαός, με τραγούδια για τους ήρωες της ελευθερίας – τα κλέφτικα. (…)
Το κλέφτικο είναι ξεχωριστό είδος δημοτικού τραγουδιού. Κάνει την εμφάνισή του προς τον 17ο αιώνα και προϋποθέτει ιδιαίτερη ψυχική διάθεση. Το έδειξε ο Γιάννης Αποστολάκης, με πάθος, γνώση και εμμονική οξυδέρκεια, στη μελέτη του «Το κλέφτικο τραγούδι» (1950), έργο στο οποίο τα επόμενα οφείλουν πολλά. Το δημοτικό επιμένει σε καταστάσεις της ζωής – αγάπη, γάμο, ξενιτιά, θάνατο· το κλέφτικο υμνεί τον επικό θρίαμβο ή θάνατο του ήρωα, το ψυχικό του μεγαλείο και την παλικαριά. Είναι γέννημα της εικόνας ενός ανθρώπου χωρίς τίποτε υπεράνθρωπο, ο οποίος αντιστέκεται στην απόγνωση και εξεγείρεται εναντίον της σκλαβιάς. Ο πρωταγωνιστής του ενσαρκώνει το πνεύμα του λησμονημένου αιώνος ελευθέρου ανθρώπου. Αυτόν ανάγει σε πρότυπο το όραμα της εθνεγερσίας.
Τα κλέφτικα τραγούδια ιστορούν, με απόλυτη αίσθηση του αναγκαίου και του περιττού, περιστατικά της ζωής ενός ξακουστού για τα κατορθώματά του αντάρτη, ο οποίος είναι μεν παρών σαν φυσικό πρόσωπο, αλλά δεσπόζει ως πρότυπο. Ολα δείχνουν προς την υπεροχική του αξία, υπηρετούν την ψυχική διέγερση και ενώνονται μαζί της. Τα καθέκαστα των επεισοδίων αποκλείονται, για να δώσουν χώρο στον θαυμασμό, που υψώνει τον ήρωα σε ιδέα και δίνει στην παλικαριά του διαστάσεις ισχυρού φυσικού γεγονότος.
Με τις νίκες ή τα παθήματά του, ο ήρωας γίνεται ζωντανό παράδειγμα για τον λαό και τους συντρόφους του. Τα κατορθώματά του ή ο θάνατός του προκαλούν τη συγκίνηση του τραγουδιού κι εκείνη πάλι τα ανεβάζει. Ομως εδώ η ανάταση δεν είναι εμβατηριακή, όπως στον «Θούριο». Ο Ρήγας μετέγραψε «ποιητικά» τα πολιτικά του οράματα, η πράξη απουσίαζε και κυριαρχούσε η εθνεγερτική παρότρυνση. Στο κλέφτικο, το ηρωικό επίτευγμα είναι που τινάζει στα ύψη τους παλμούς της καρδιάς, μεταδίδοντας στον τραγουδιστή και στον ακροατή του ό,τι ήθελαν ν’ ακούσουν.
Το κλέφτικο τραγούδι συνήθως αρχίζει με μια προοιμιακή γενικότητα του τύπου «Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι, Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια». Μας ετοιμάζει έτσι να υποδεχθούμε το εξαιρετικό γεγονός και ν’ ανοιχτούμε στην έντασή του. Τα εξαιρετικά γεγονότα συμβαδίζουν με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του ήρωα, όχι ως προς τα σωματικά του προσόντα, αλλά ως προς την ψυχική του δύναμη. (…)
Κεντρικό θέμα στο κλέφτικο τραγούδι είναι ο ελεύθερος άνθρωπος στη ζωή και στον θάνατο, όπως η ύπαρξή του εγγράφεται στην ένταση των γεγονότων. «Βλέπουμε» την κίνηση στη χρήση των ίδιων ρημάτων («Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά») ή συγγενικών («παίρνω νερό, και νίβομαι, μαντήλι και σφουγγιώμαι») ώστε να αναπαράγεται η αίσθηση του συμβάντος στη θέση του νοήματος. Αντί ο ποιητής να ζητήσει το νόημα του γεγονότος, παραδίδεται η αίσθηση της ζωντάνιας του, σαν να πρόκειται για ξεχωριστό φυσικό φαινόμενο. Θυμίζει τους Αρχαίους. Κι εκεί ο κυβερνήτης κεραυνός αποκτά «νόημα» από τη λάμψη της αστραπής και από τον κρότο της βροντής, δηλαδή από την αίσθηση της εντυπώσεώς του ως ουρανίου φαινομένου. (…)
Με τον δοξασμό της λεβεντιάς του ήρωα να υπόκειται στον φυσικό χρόνο, η νέα αίσθηση του κόσμου και της ζωής θα πρέπει να αποκλείεται. Μόνο με τα μάτια του νου φθάνουμε στο νόημα που ενώνει από μέσα. Τα μάτια του σώματος βλέπουν αποσπασματικά, οπότε η ιστορία του τραγουδιού εξαντλείται στην εξωτερική ενότητα του Κλέφτη. Το ποίημα έτσι διαμελίζεται και τα κομμάτια του συναρμολογούνται με τη σειρά της εκφοράς των. Το όριο τούτο μας καλούσε να υπερβούμε η Επανάσταση του 1821, όπως και η διακοσιοστή επέτειός της σήμερα.
Τον τεμαχισμό του ποιήματος και του κόσμου του βρίσκουμε αντιπροσωπευτικά στο τραγούδι του Κίτσου, από τα πιο αγαπημένα κλέφτικα. Στους πέντε πρώτους στίχους, η μάνα του μαλώνει το ποτάμι και το πετροβολάει, για να του κόψει την ορμή και να γυρίσει πίσω το σώμα του, ώστε να περάσει στα λημέρια των κλεφτών, που έχουν τη σύναξή τους («Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, / με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε. / “Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω. / Για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια, / πόχουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι”»). Εχουμε μια εισαγωγική γενικότητα, η οποία υπονοεί ασαφώς είδηση της συλλήψεως του γιου της. Σαν να θέλει η μάνα να σταματήσει τη ροή του χρόνου, να αντιστρέψει το ρεύμα του, ειδοποιώντας για το συμβάν τους άλλους Κλέφτες και ζητώντας βοήθεια.
Στους επόμενους πέντε στίχους, το τραγούδι γυρνά σ’ ένα παρόν αμετάτρεπτο. Περιγράφει τον Κίτσο να οδεύει προς την κρεμάλα, φρουρούμενος από μεγάλο πλήθος Τούρκων, ενώ πίσω καταπόδι έρχεται η μάνα του («Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν, / χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω, / κι ολοξοπίσω πήγαινε η δόλια του η μανούλα»). Δεν ακολουθούσε απλώς –τα τρία «παν», «πήγαινε», δυναμώνουν την ένταση της πορείας προς το μοιραίο και την αγχώδη κρισιμότητα της στιγμής–, αλλά του έκανε προκαταβολικά το μοιρολόι: «Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ’χεις τα τσαπράζια, / τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;». Πού ’ναι το κλέφτικο μεγαλείο σου, του λέει, σαν να ήταν ήδη τελειωμένος. Προφανώς, για τη μάνα, ο Κίτσος είναι ένα με το μεγαλείο του. Ταυτότητα δεν του προσφέρει η φυσική του υπόσταση· για τη μάνα ταυτότητα δίνει στον γιο της η παλικαριά του.
Ο Κίτσος αντιδρά θυμωμένα στον λόγο της και στη λογική του, με τους τρεις τελευταίους στίχους του τραγουδιού: «Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη, μάνα δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου / μον’ κλαις τ’ άμοιρα τ’ άρματα, τ’ άμοιρα τα τσαπράζια;». Εξεγείρεται για το μητρικό μοιρολόι επαναλαμβάνοντας το «μάνα» τέσσερις φορές και συνοδεύοντάς το με δυνατά επικριτικά επίθετα («λωλή», «τρελή», «ξεμυαλισμένη»), τα οποία αντιστίζουν την έμφαση του «μάνα» σαν να συνέβαινε κάτι αδιανόητο: αντί η μάνα να κλαίει για τη ζωή του Κίτσου που χάνει μέσα στη δόξα του και πάνω στη δροσιά του, κλαίει τα ουτιδανά, χωρίς εκείνον ζωντανό, άρματα και στολίδια της φορεσιάς του. Αραγε εκείνος δίνει την αξία, στ’ άρματα και στη φορεσιά του ή τ’ άρματα και η φορεσιά δίνουν αξία σ’ εκείνον και τιμή στη λεβεντιά του;
Ο διάλογος μάνας και γιου έχει τη σημασία του στη φαινομενική παραδοξότητά του. Με τον λόγο της μάνας και τον αντίλογο του γιου, ο ποιητής πλάθει μια συνθήκη ψυχικής εντάσεως η οποία διαπερνά μετουσιωτικά τη σκληρή πραγματικότητα του ιστορικού παρόντος. Ο σπαραγμός της μάνας εγγράφει στη συλλογική μνήμη τον γιο σαν αξιακή οντότητα «στ’ άρματα και τα τσαπράζια»· ο Κίτσος πονά για το τέλος που έρχεται αναπόφευκτα. Ομως αν και το σώμα του μπορεί να φεύγει, μένει η παλικαριά να τον αθανατίσει. Και οι δύο στάσεις είναι αυθεντικές, συνυπάρχουν ωστόσο σαν δράμα και σαν λύση του.
Η μάνα χαίρεται που γέννησε το καμάρι της. Γέννησε έναν άνθρωπο που υπήρχε σαν αξία. Για την αξία που φεύγει με τον γιο της σπαράζει, σαν αρχαία Σπαρτιάτισσα. Το τραγούδι θέλει τη μάνα να προσωποποιεί τη συνείδηση της ολότητος. Ο Κίτσος φεύγει, αλλά δεν χάνεται, η συνείδηση της ολότητος παραμένει στην υπηρεσία του ιδανικού ήρωα, το μεγαλείο του οποίου τώρα στέφεται με τη θυσία. Διότι ο Κίτσος θα μπορούσε να προσκυνήσει και να ζήσει. Μετουσιωμένη η θυσία του παλικαριού στον σπαραγμό της μάνας για την ίδια την εικόνα του, κάνει νοητή και την αντίδραση του γιου. Μπροστά στον θάνατο επιστρέφει ψυχικά στη μητρική αγκαλιά, έσχατο καταφύγιο ζεστασιάς, την ώρα που όλα τελειώνουν. Χρειάζεται την αγάπη της σαν γέφυρα προς το τέλος. Ατομική και συλλογική συνείδηση αναχωνεύονται και ανακαλούν τους πέντε εισόδιους στίχους νοερά, σαν ανακεφαλαιωτική έξοδο του δράματος.
Πηγή: kathimerini.gr
Διαβάστε το ολόκληρο στο: Στέλιος Ράμφος: Η ελευθερία του Κλέφτη
Φωτογραφία: «Tο καραούλι», πίνακας του Θ. Bρυζάκη. Συλλογή Kουτλίδη, Eθνική Πινακοθήκη. Η σκοπιά ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή των Κλεφτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου