Στην Ελλάδα το παγωτό φτάνει μόλις τη δεκαετία του ΄30, αλλά φαίνεται πως η ιστορία του χάνεται πολύ βαθιά στο παρελθόν. Ένα απόσπασμα, σχετικο με τον ερχομό του παγωτού στην Ελλάδα αλλά και το ελληνικό δαιμόνιο πάνω του, από το άρθρο
Παγωτό, αυτός ο ακαταμάχητος γητευτής - Η μακρά διαδρομή του παγωτού στον χρόνο της Τόνιας Μανιατέα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στη συνέχεια:
Το 1954, στον... τρελό χορό του παγωτού θα μπει και ο Γιώργος Τσινάβος, μικρο-ζαχαροπλάστης από τις Σέρρες, ο οποίος, στην επιχείρησή του υπό την επωνυμία «Κρι Κρι», παράγει και διαθέτει παγωτά και είδη ζαχαροπλαστικής. Οι πρώτες διανομές του παγωμένου προϊόντος του γίνονται με τους γνωστούς πλέον πλανόδιους πωλητές και τα ειδικά χειροκίνητα καροτσάκια που χρησιμοποιούν ως ψυκτικό μέσο τον πάγο και το αλάτι. Το παγωτό που πιστώνεται στον βορειοελλαδίτη και ταξιδεύει τη φήμη του αρκετά μακριά από τα όρια των Σερρών, είναι το «κασσάτο», που παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα.
Στα χρόνια που ακολουθούν και αυτή η επιχείρηση -όπως η ΕΒΓΑ και αργότερα η ΑΓΝΟ και η ΔΕΛΤΑ και αρκετές ακόμα με αιχμή το παγωτό- θα πορευτεί σε ένδοξους δρόμους και θα θεριέψει.
Όλα ξεκίνησαν το 1932, όταν ο πολυτεχνίτης και πολυμήχανος Θωμάς, αναζητώντας την τύχη του, αγόρασε ένα μεταχειρισμένο φορτηγό, προκειμένου να πουλάει παγωτό από την καρότσα. Ο Τομ είναι παρών σε κάθε γιορτή και κάθε αργία. Τον τρώνε τα χιλιόμετρα, αλλά δεν τον νοιάζει. Το παγωτό είναι πλέον η αγαπημένη λιχουδιά των Αμερικανών και οι δουλειές πάνε καλά. Στις 30 Μαΐου του 1934, ξημερώνει για τις ΗΠΑ η Ημέρα Εθνικής Μνήμης κι εκείνος γεμίζει το ψυγείο του με προϊόν και ξεχύνεται στους δρόμους. Αλλά ένα λάστιχο ακινητοποιεί το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Η ώρα περνά χωρίς πηγή τροφοδοσίας ενέργειας, ώστε να λειτουργεί το ψυγείο, και ο νεαρός τρέχει με απόγνωση σε ένα κοντινό εργαστήρι κεραμικής, προκειμένου να βρει τρόπο να σώσει το εμπόρευμα, που έχει αρχίσει να λιώνει. Όταν επιστρέφει, βλέπει ενθουσιασμένους πελάτες γύρω από το φορτηγό του να γεύονται το παράξενο «μαλακό παγωτό». Ο δαιμόνιος νεαρός αισθάνεται ότι μόλις άνοιξαν οι ουρανοί και βρέχουν χρήμα... Εκείνη την ημέρα, ο Τομ ξεπουλά κάνοντας είσπραξη 3.500 δολαρίων! Αλλά είναι μόνο η αρχή.
Το 1936 αγοράζει το εργαστήρι κεραμικής από το οποίο προσπάθησε να προμηθευτεί ηλεκτρικό ρεύμα, το μετατρέπει σε σταθερό σημείο πώλησης παγωτού "Carvel" (το πρώτο της τεράστιας αλυσίδας, που ακολούθησε) και πραγματοποιεί και κατοχυρώνει την ιδέα του να δημιουργήσει τη μηχανή, που θα διατηρεί το παγωτό σε μαλακή υφή.
Οι δουλειές έχουν ανοίξει, η πελατεία σχηματίζει ουρές έξω από το κατάστημα του Τομ, αλλά για εκείνον αυτό δεν είναι αρκετό. Σκεπτόμενος πώς μπορεί να αυξήσει την τιμή του προϊόντος του χωρίς να προκαλέσει δυσφορία στους πελάτες του, αποφασίζει να εφαρμόσει μία καινοτόμα, αλλά κατοπινά δημοφιλή, εμπορική τακτική. Είναι το «1+1». «Αγοράζοντας ένα, κερδίζετε ένα ακόμη». Έτσι ο πελάτης έχει την ψευδαίσθηση ότι αγοράζει κάτι φθηνότερο και απολαμβάνει διπλά...
Μετά τον πόλεμο, η ανάπτυξη της επιχείρησης του Carvel είναι ραγδαία. Παράγει και πουλά τις μηχανές τού «soft ice cream» σε επίδοξους νέους επιχειρηματίες ανά την Αμερική, τους επισκέπτεται και τους εκπαιδεύει στο πώς θα τις λειτουργούν και εισπράττει ποσοστά από τις πωλήσεις. Ο δαιμόνιος επιχειρηματίας είναι ο εμπνευστής του «franchise»! Το 1974 κατοχυρώνει το brand name της αλυσίδας του και ιδρύει σχολή, στην οποία εκπαιδεύει νέους υπαλλήλους. Ένας κοφτερός νους, αυτή τη φορά με ελληνικό αίμα στις φλέβες του, αποδεικνύει στους Αμερικανούς την ακριβή ερμηνεία της δικής τους ρήσης... «Sky's the limit» (ο ουρανός είναι το όριο).
Στα τέλη πια του 20ου αι. το παγωτό είναι προϊόν για όλα τα βαλάντια, που προσφέρεται σε πάμπολλες μορφές και γεύσεις. Επάνω του έχουν στηθεί θηριώδεις βιομηχανίες και επενδυθεί τεράστια κεφάλαια ανά τον κόσμο, γιατί, όπως λίγες λιχουδιές στο παγκόσμιο τραπέζι, απολαμβάνει το προνόμιο να αγαπιέται και να καταναλώνεται με πάθος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Το παγωτό στην Ελλάδα - Το ελληνικό δαιμόνιο στα πάνω του
Ο 20ος αι. τρέχει ανά τη Γη και το παγωτό, που έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της είναι πλέον καθημερινή συνήθεια του καλοκαιριού. Στις ζεστές ζώνες του πλανήτη μάλιστα είναι γεγονός η παραγωγή και κατανάλωση παγωτού και τον χειμώνα.
Τα πρώτα χρόνια του αιώνα, στην Ελλάδα το παγωτό είναι περισσότερο φήμη, παρά πραγματικότητα. Ιστορικές πηγές, βέβαια, αναφέρουν ότι τουλάχιστον οι εν Αθήναις αριστοκράτες γεύθηκαν για πρώτη φορά την παγωμένη λιχουδιά το 1835 σε μία από τις κοσμικές εκδηλώσεις του Βαυαρού πρωθυπουργού Άρμασπεργκ. Ένας Ιταλός, ονόματι Calvo, διευθυντής ξενοδοχείου στην πόλη, που σχεδίαζε να ανοίξει ζαχαροπλαστείο, σκέφτηκε να διαφημίσει το επιδόρπιο, που θα αποτελούσε τη ναυαρχίδα των προϊόντων του. Έτσι πρότεινε στην κόμισσα Άρμασπεργκ να παρασκευάσει παγωτά για τους προσκεκλημένους της. Εκείνη δέχθηκε με προθυμία. Το κέρασμα ενθουσίασε τους επισκέπτες και η οικοδέσποινα δεν σταματούσε να διαφημίζει το ζαχαροπλαστείο, που θα το διέθετε. Αλλά, σύντομα το κλίμα ενθουσιασμού χάλασε... Όσοι κατανάλωσαν τη λιχουδιά άρχισαν να ψάχνουν γωνιά για να την αποβάλουν... «Μετέβαλον το δάπεδον της αιθούσης εις δεινώς κυμαινόμενον σκάφος» αναφέρει χαρακτηριστικά χρονικογράφος της εποχής. Τι είχε συμβεί; Ο Calvo, προκειμένου να κάνει εντυπωσιακότερα τα παγωτά του και καθώς δεν υπήρχαν στην Αθήνα φυσικές χρωστικές ουσίες, χρησιμοποίησε χημικά χρώματα κι έτσι οι καλεσμένοι έπαθαν τροφική δηλητηρίαση. Ο χορός «σχόλασε» άδοξα. Την ώρα που όλοι αναζητούσαν γιατρό, ο επίδοξος ζαχαροπλάστης γινόταν... λαγός! Πέρασαν μήνες για να εμφανιστεί ξανά δημοσίως...
Ως εκ τούτου, οι πρώτες εντυπώσεις από τα παγωτά στην ελληνική πρωτεύουσα δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστες. Όχι πολύ αργότερα, όμως, το 1840, ο δραστήριος επιχειρηματίας Καρδαμάτης ανοίγει το πρώτο αμιγές ζαχαροπλαστείο της πόλης (ως τότε χρέη ζαχαροπλαστείου εκτελούν οι φούρνοι) στη συμβολή των οδών Αιόλου και Ευριπίδου προσφέροντας μεταξύ άλλων και παγωτό, και το μετατρέπει σε λαϊκή λιχουδιά, που απολαμβάνουν με πάθος οι Αθηναίοι. Ο επιχειρηματίας δεν έχει πολλά γλυκά στη... φαρέτρα του, αλλά -στην αρχή τουλάχιστον- δεν είναι και απαραίτητο. Το κατάστημά του διαθέτει παρισινή ατμόσφαιρα και παγωτό. Φαίνεται πως αυτά είναι αρκετά. Λέγεται ότι η ημερήσια είσπραξη του καταστήματος φτάνει τις 400 δραχμές, ενώ τις γιορτές ξεπερνά τις 1.000, ποσά αστρονομικά για την εποχή! Αυτό του επιτρέπει να ταξιδεύει τακτικά στην Ευρώπη και να φέρνει στην Αθήνα νέες συνταγές. Εικάζεται ότι είναι αυτός που έφερε και την πρώτη χειροκίνητη μηχανή παρασκευής σοκολάτας.
Ο ερχομός των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην παρασκευή παγωτού. Μικρά παρασκευαστήρια ξεφυτρώνουν στις μεγάλες πόλεις και στους δρόμους κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι παγωτατζήδες με τα τροχήλατα παγο-ψυγεία. Οι Μικρασιάτες ζαχαροπλάστες φέρνουν την τέχνη τους και απογειώνουν την παγωμένη λιχουδιά, συστήνοντας στην Ελλάδα τον «ντοντουρμά». Στην πραγματικότητα, dondurma αποκαλείται στα τουρκικά το παγωτό. Αλλά εκεί, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η παρασκευή του βασίζεται στο παχύ βουβαλίσιο γάλα, που κάνει το παγωτό ακόμα πιο εύγεστο και κυρίως, μαστιχωτό. Έτσι, ο «ντοντουρμάς» καθιερώνεται ως το ανατολίτικο είδος παγωτού, που γίνεται δεκτό στην Ελλάδα μετά... βαΐων και κλάδων... Δεκαετίες αργότερα, οι παρασκευαστές, εμπνεόμενοι από την υφή και τη γεύση του ντοντουρμά, θα παρουσιάσουν στην αγορά το παγωτό καϊμάκι.
Ο 20ος αι. τρέχει ανά τη Γη και το παγωτό, που έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της είναι πλέον καθημερινή συνήθεια του καλοκαιριού. Στις ζεστές ζώνες του πλανήτη μάλιστα είναι γεγονός η παραγωγή και κατανάλωση παγωτού και τον χειμώνα.
Τα πρώτα χρόνια του αιώνα, στην Ελλάδα το παγωτό είναι περισσότερο φήμη, παρά πραγματικότητα. Ιστορικές πηγές, βέβαια, αναφέρουν ότι τουλάχιστον οι εν Αθήναις αριστοκράτες γεύθηκαν για πρώτη φορά την παγωμένη λιχουδιά το 1835 σε μία από τις κοσμικές εκδηλώσεις του Βαυαρού πρωθυπουργού Άρμασπεργκ. Ένας Ιταλός, ονόματι Calvo, διευθυντής ξενοδοχείου στην πόλη, που σχεδίαζε να ανοίξει ζαχαροπλαστείο, σκέφτηκε να διαφημίσει το επιδόρπιο, που θα αποτελούσε τη ναυαρχίδα των προϊόντων του. Έτσι πρότεινε στην κόμισσα Άρμασπεργκ να παρασκευάσει παγωτά για τους προσκεκλημένους της. Εκείνη δέχθηκε με προθυμία. Το κέρασμα ενθουσίασε τους επισκέπτες και η οικοδέσποινα δεν σταματούσε να διαφημίζει το ζαχαροπλαστείο, που θα το διέθετε. Αλλά, σύντομα το κλίμα ενθουσιασμού χάλασε... Όσοι κατανάλωσαν τη λιχουδιά άρχισαν να ψάχνουν γωνιά για να την αποβάλουν... «Μετέβαλον το δάπεδον της αιθούσης εις δεινώς κυμαινόμενον σκάφος» αναφέρει χαρακτηριστικά χρονικογράφος της εποχής. Τι είχε συμβεί; Ο Calvo, προκειμένου να κάνει εντυπωσιακότερα τα παγωτά του και καθώς δεν υπήρχαν στην Αθήνα φυσικές χρωστικές ουσίες, χρησιμοποίησε χημικά χρώματα κι έτσι οι καλεσμένοι έπαθαν τροφική δηλητηρίαση. Ο χορός «σχόλασε» άδοξα. Την ώρα που όλοι αναζητούσαν γιατρό, ο επίδοξος ζαχαροπλάστης γινόταν... λαγός! Πέρασαν μήνες για να εμφανιστεί ξανά δημοσίως...
Ως εκ τούτου, οι πρώτες εντυπώσεις από τα παγωτά στην ελληνική πρωτεύουσα δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστες. Όχι πολύ αργότερα, όμως, το 1840, ο δραστήριος επιχειρηματίας Καρδαμάτης ανοίγει το πρώτο αμιγές ζαχαροπλαστείο της πόλης (ως τότε χρέη ζαχαροπλαστείου εκτελούν οι φούρνοι) στη συμβολή των οδών Αιόλου και Ευριπίδου προσφέροντας μεταξύ άλλων και παγωτό, και το μετατρέπει σε λαϊκή λιχουδιά, που απολαμβάνουν με πάθος οι Αθηναίοι. Ο επιχειρηματίας δεν έχει πολλά γλυκά στη... φαρέτρα του, αλλά -στην αρχή τουλάχιστον- δεν είναι και απαραίτητο. Το κατάστημά του διαθέτει παρισινή ατμόσφαιρα και παγωτό. Φαίνεται πως αυτά είναι αρκετά. Λέγεται ότι η ημερήσια είσπραξη του καταστήματος φτάνει τις 400 δραχμές, ενώ τις γιορτές ξεπερνά τις 1.000, ποσά αστρονομικά για την εποχή! Αυτό του επιτρέπει να ταξιδεύει τακτικά στην Ευρώπη και να φέρνει στην Αθήνα νέες συνταγές. Εικάζεται ότι είναι αυτός που έφερε και την πρώτη χειροκίνητη μηχανή παρασκευής σοκολάτας.
Ο ερχομός των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην παρασκευή παγωτού. Μικρά παρασκευαστήρια ξεφυτρώνουν στις μεγάλες πόλεις και στους δρόμους κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι παγωτατζήδες με τα τροχήλατα παγο-ψυγεία. Οι Μικρασιάτες ζαχαροπλάστες φέρνουν την τέχνη τους και απογειώνουν την παγωμένη λιχουδιά, συστήνοντας στην Ελλάδα τον «ντοντουρμά». Στην πραγματικότητα, dondurma αποκαλείται στα τουρκικά το παγωτό. Αλλά εκεί, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η παρασκευή του βασίζεται στο παχύ βουβαλίσιο γάλα, που κάνει το παγωτό ακόμα πιο εύγεστο και κυρίως, μαστιχωτό. Έτσι, ο «ντοντουρμάς» καθιερώνεται ως το ανατολίτικο είδος παγωτού, που γίνεται δεκτό στην Ελλάδα μετά... βαΐων και κλάδων... Δεκαετίες αργότερα, οι παρασκευαστές, εμπνεόμενοι από την υφή και τη γεύση του ντοντουρμά, θα παρουσιάσουν στην αγορά το παγωτό καϊμάκι.
Το 1934, η Ελλάδα αποκτά τη δική της μονάδα προϊόντων γάλακτος και παγωτού. Τα αδέλφια Σουραπά, από τα Βέρβενα της Αρκαδίας, μετανάστες στο Σικάγο, έχοντας αποκτήσει κάποια σχετική οικονομική επιφάνεια, επιστρέφουν στον τόπο τους, όπου η διακίνηση του φρέσκου γάλακτος είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των πλανόδιων πωλητών και των γαλακτοκομείων. Έτσι, αποφασίζουν να στήσουν την Εθνική Βιομηχανία Γάλακτος (ΕΒΓΑ) και μάλιστα στον Βοτανικό που σφύζει από βουστάσια, για βρίσκονται κοντά στην πρώτη ύλη. Φωτογραφία αριστερά: Διαφημιστική καταχώριση της ΕΒΓΑ στον ημερήσιο Τύπο (1959), από την el.wikipedia.org.
Το 1936, η εταιρεία παρουσιάζει στους Έλληνες το παγωτό «ξυλάκι», το παγωτό σε κύπελλο και το χωνάκι με σοκολάτα και αμύγδαλο. Το «ξυλάκι» είναι αυτό που της χαρίζει την πρώτη της ευρεσιτεχνία. Το πρώτο τυποποιημένο παγωτό στην Ελλάδα και μάλιστα με την έγκριση του Γενικού Χημείου του Κράτους, που πιστοποιεί την ποιότητα. Την ίδια χρονιά το όνομα της εταιρείας αλλάζει από «Εθνική» σε «Ελληνική Βιομηχανία Γάλακτος», διατηρώντας το αρκτικόλεξο ΕΒΓΑ και καταφέρνοντας να καθιερώσει τα παγωτά της σε κάθε ελληνική γειτονιά, όπου «ξεπηδούν» τα πρατήριά της. Μόνο τη δεκαετία του 1950 στις ελληνικές μεγαλουπόλεις ανοίγουν 900 πρατήρια, υπό τον θρυλικό πλέον τίτλο «Η ΕΒΓΑ της γειτονιάς».
Το 1954, στον... τρελό χορό του παγωτού θα μπει και ο Γιώργος Τσινάβος, μικρο-ζαχαροπλάστης από τις Σέρρες, ο οποίος, στην επιχείρησή του υπό την επωνυμία «Κρι Κρι», παράγει και διαθέτει παγωτά και είδη ζαχαροπλαστικής. Οι πρώτες διανομές του παγωμένου προϊόντος του γίνονται με τους γνωστούς πλέον πλανόδιους πωλητές και τα ειδικά χειροκίνητα καροτσάκια που χρησιμοποιούν ως ψυκτικό μέσο τον πάγο και το αλάτι. Το παγωτό που πιστώνεται στον βορειοελλαδίτη και ταξιδεύει τη φήμη του αρκετά μακριά από τα όρια των Σερρών, είναι το «κασσάτο», που παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα.
Στα χρόνια που ακολουθούν και αυτή η επιχείρηση -όπως η ΕΒΓΑ και αργότερα η ΑΓΝΟ και η ΔΕΛΤΑ και αρκετές ακόμα με αιχμή το παγωτό- θα πορευτεί σε ένδοξους δρόμους και θα θεριέψει.
Έλληνας ο πατέρας του μαλακού παγωτού
Κι όσο στην Ελλάδα η αγορά του παγωτού ανοίγει, στις ΗΠΑ ένας δαιμόνιος Έλληνας εφευρίσκει και καθιερώνει νέο είδος παγωμένης λιχουδιάς και ξετρελαίνει τους Αμερικανούς! Ο Αθανάσιος Θωμάς Καρβέλας (Tom Carvel) -γόνος μεταναστών, που έφτασαν στη Νέα Υόρκη, το 1910, όταν εκείνος ήταν μόλις 4 χρόνων- έχει ανακαλύψει το «παγωτό μηχανής» ή αλλιώς «μαλακό παγωτό» (soft ice cream) και κάνει χρυσές δουλειές.
Όλα ξεκίνησαν το 1932, όταν ο πολυτεχνίτης και πολυμήχανος Θωμάς, αναζητώντας την τύχη του, αγόρασε ένα μεταχειρισμένο φορτηγό, προκειμένου να πουλάει παγωτό από την καρότσα. Ο Τομ είναι παρών σε κάθε γιορτή και κάθε αργία. Τον τρώνε τα χιλιόμετρα, αλλά δεν τον νοιάζει. Το παγωτό είναι πλέον η αγαπημένη λιχουδιά των Αμερικανών και οι δουλειές πάνε καλά. Στις 30 Μαΐου του 1934, ξημερώνει για τις ΗΠΑ η Ημέρα Εθνικής Μνήμης κι εκείνος γεμίζει το ψυγείο του με προϊόν και ξεχύνεται στους δρόμους. Αλλά ένα λάστιχο ακινητοποιεί το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Η ώρα περνά χωρίς πηγή τροφοδοσίας ενέργειας, ώστε να λειτουργεί το ψυγείο, και ο νεαρός τρέχει με απόγνωση σε ένα κοντινό εργαστήρι κεραμικής, προκειμένου να βρει τρόπο να σώσει το εμπόρευμα, που έχει αρχίσει να λιώνει. Όταν επιστρέφει, βλέπει ενθουσιασμένους πελάτες γύρω από το φορτηγό του να γεύονται το παράξενο «μαλακό παγωτό». Ο δαιμόνιος νεαρός αισθάνεται ότι μόλις άνοιξαν οι ουρανοί και βρέχουν χρήμα... Εκείνη την ημέρα, ο Τομ ξεπουλά κάνοντας είσπραξη 3.500 δολαρίων! Αλλά είναι μόνο η αρχή.
Το 1936 αγοράζει το εργαστήρι κεραμικής από το οποίο προσπάθησε να προμηθευτεί ηλεκτρικό ρεύμα, το μετατρέπει σε σταθερό σημείο πώλησης παγωτού "Carvel" (το πρώτο της τεράστιας αλυσίδας, που ακολούθησε) και πραγματοποιεί και κατοχυρώνει την ιδέα του να δημιουργήσει τη μηχανή, που θα διατηρεί το παγωτό σε μαλακή υφή.
Οι δουλειές έχουν ανοίξει, η πελατεία σχηματίζει ουρές έξω από το κατάστημα του Τομ, αλλά για εκείνον αυτό δεν είναι αρκετό. Σκεπτόμενος πώς μπορεί να αυξήσει την τιμή του προϊόντος του χωρίς να προκαλέσει δυσφορία στους πελάτες του, αποφασίζει να εφαρμόσει μία καινοτόμα, αλλά κατοπινά δημοφιλή, εμπορική τακτική. Είναι το «1+1». «Αγοράζοντας ένα, κερδίζετε ένα ακόμη». Έτσι ο πελάτης έχει την ψευδαίσθηση ότι αγοράζει κάτι φθηνότερο και απολαμβάνει διπλά...
Μετά τον πόλεμο, η ανάπτυξη της επιχείρησης του Carvel είναι ραγδαία. Παράγει και πουλά τις μηχανές τού «soft ice cream» σε επίδοξους νέους επιχειρηματίες ανά την Αμερική, τους επισκέπτεται και τους εκπαιδεύει στο πώς θα τις λειτουργούν και εισπράττει ποσοστά από τις πωλήσεις. Ο δαιμόνιος επιχειρηματίας είναι ο εμπνευστής του «franchise»! Το 1974 κατοχυρώνει το brand name της αλυσίδας του και ιδρύει σχολή, στην οποία εκπαιδεύει νέους υπαλλήλους. Ένας κοφτερός νους, αυτή τη φορά με ελληνικό αίμα στις φλέβες του, αποδεικνύει στους Αμερικανούς την ακριβή ερμηνεία της δικής τους ρήσης... «Sky's the limit» (ο ουρανός είναι το όριο).
Στα τέλη πια του 20ου αι. το παγωτό είναι προϊόν για όλα τα βαλάντια, που προσφέρεται σε πάμπολλες μορφές και γεύσεις. Επάνω του έχουν στηθεί θηριώδεις βιομηχανίες και επενδυθεί τεράστια κεφάλαια ανά τον κόσμο, γιατί, όπως λίγες λιχουδιές στο παγκόσμιο τραπέζι, απολαμβάνει το προνόμιο να αγαπιέται και να καταναλώνεται με πάθος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου