Ένα σύντομο ιστορικό της Σπιναλόγκας, με βάση ένα δημοσίευμα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ που υπογράφει η Τόνια Μανιατέα, στη συνέχεια (απόσπασμα):
Σπιναλόγκα - το ασάλευτο καράβι με την κίτρινη σημαία της καραντίνας
Ανατολή 13ης Οκτωβρίου 1904. Στο ψηλότερο κτήριο της νήσου Καλυδώνας, στον κόλπο της Ελούντας, υψώνεται κίτρινο μπαϊράκι. Στα πλοία, με αυτή τη χλωμή σημαία, κρεμασμένη στο κορυφαίο κατάρτι, ο καπετάνιος προειδοποιεί τα παραπλέοντα σκάφη ότι το δικό του βρίσκεται σε κατάσταση καραντίνας. Εδώ, όμως, η περίπτωση είναι διαφορετική. Ένα ασάλευτο πλοίο καταμεσής του απέραντου γαλάζιου, ένα ολόκληρο νησί, είναι ο τόπος της καραντίνας και πρέπει να γίνει σαφές ότι απαγορεύεται στο οποιοδήποτε πλεούμενο να προσεγγίσει. Εδώ, για τον επόμενο μισό αιώνα και βάλε, θα γεννιέται και θα πεθαίνει η ζωή, χωρίς να τολμάει να ξεμυτήσει...
Στην πορεία των χρόνων, παρά το αρχαιοελληνικό όνομά του «Καλυδών» και τον περίφημο ελληνικό μύθο του καλυδώνιου κάπρου, το νησάκι στο έμπα του λασιθιώτικου κόλπου θα μείνει γνωστό με την ενετική του ονομασία και έναν καθόλου ελκυστικό χαρακτηρισμό: «Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών».
Η νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα, πάντως, πρωτοαπαντάται επισήμως τον 14ο αι. Η νόσος είναι ακόμα αταυτοποίητη, αλλά τα αποκρουστικά δείγματά της στην όψη των πασχόντων, την καθιστούν «κίνδυνο θάνατο». Στην αρχή, οι πάσχοντες είναι υποχρεωμένοι να φωνάζουν για να προειδοποιούν τους υγιείς, μετά εξαναγκάζονται να φορούν κουδούνια για να γίνονται αντιληπτοί. Η αρρώστια καταβάλλει το σώμα τους, το στίγμα διαλύει και την ψυχή τους. Όπου απαντώνται χανσενικοί, εκτοπίζονται σε περιοχές απομονωμένες, μακριά από τις υγιείς τοπικές κοινωνίες. (...)
Στο μεταξύ, από τα μέσα του 19ου αι. στη Σπιναλόγκα, όπου στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατοχής εξορίζονταν, βασανίζονταν και θανατώνονταν Χριστιανοί, έχουν φτιάξει τα σπιτικά και τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 Οθωμανοί. Έχουν στήσει εκεί κραταιές επιχειρήσεις, πολλοί ασχολούνται με τη ναυτιλία και το εμπόριο και πηγαινοέρχονται στις μεγαλουπόλεις του κόσμου για τις συναλλαγές τους... Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια της αυτονομίας της η Κρητική Πολιτεία, προσπαθώντας να απαλλαχθεί από το μουσουλμανικό στοιχείο, εκτοπίζει από τη Σπιναλόγκα τους Οθωμανούς. Κάποιοι λίγοι που έχουν απομείνει αρνούνται να αποχωρήσουν.
Την ιδέα για την εγκατάσταση των χανσενικών σε «κάποιο νησί» ρίχνουν στο τραπέζι οι διάσημοι γιατροί της εποχής... Μόνο που η δημιουργία εγκαταστάσεων σε κάποιο από τα νησιά θα στοιχίσει ακριβά. Γιατί, λοιπόν, να μην αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες δομές στη Σπιναλόγκα και να εξυπηρετηθεί και μία εθνική υπόθεση; (...)
Έτσι, πριν από 119 χρόνια (για την ακρίβεια στις 30 Μαΐου του 1903), δημοσιεύεται ο νόμος 463 της Κρητικής Πολιτείας «περί εγκαταστάσεως στη Σπιναλόγκα των εν Κρήτη λεπρών». Οι λόγοι που στηρίζουν την απόφαση, έτσι όπως αναφέρονται στο σχετικό έγγραφο του γραφείου του Συμβουλίου του Ηγεμόνος της Κρητικής Πολιτείας, είναι οι εξής τέσσερις: α. η πλήρης απομόνωση των ασθενών από τους υγιείς, β. η αποτελεσματική φύλαξή τους, γ. η απαλλοτρίωση και η εκμετάλλευση των περιουσιών της οθωμανικής κοινότητας και δ. η δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης και το χαμηλό κόστος του εγχειρήματος.
Επίσημο όνομα του λεπροκομείου «Νοσηλευτήριον Λεπρών ο Άγιος Παντελεήμων»... Αρχικά στο λεπροκομείο οδηγούνται οι φτωχοί πάσχοντες, οι αναλφάβητοι, οι απόκληροι της κρητικής κοινωνίας...
Η αλήθεια είναι ότι το νησί μόνο για απομόνωση ασθενών δεν ενδείκνυται. Τρεχούμενο νερό δεν υπάρχει, είναι ένας ξερότοπος, βράχος στη μέση της θάλασσας, που και η τσουκνίδα δύσκολα πιάνει ρίζα... Δεν είναι μόνο οι πόνοι της λέπρας, που τους βασανίζουν. Η καθημερινότητά τους είναι χειρότερη κι από την αρρώστια τους. Το μόνο που προσφέρει το νησί είναι αλόη. Διαπιστώνουν ότι όταν βράζουν το φυτό και το τοποθετούν ως επίθεμα στις πληγές τους, τους ανακουφίζει. Κατά τα λοιπά, ένας εφιάλτης είναι η ζωή τους. Γιατί εφιάλτης είναι κι η αρρώστια τους. Να πεθαίνεις σιγά σιγά, να γεμίζεις έλκη, να παραμορφώνεσαι, να νεκρώνουν τα άκρα σου, να χάνεις κομμάτια σου, να αδυνατίζεις, να καταρρέεις...
Τα χρόνια περνούν και στην κοινότητα της Σπιναλόγκας άλλοι «φεύγουν» κι άλλοι έρχονται... Το 1913 η Κρήτη ενσωματώνεται στην Ελλάδα. Το λεπροκομείο προσαρμόζεται στην εθνική πολιτική υγείας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αλλά και πάλι, ως το 1920 η ιατρική και νοσοκομειακή πρόνοια στηρίζεται κυρίως στη φιλανθρωπία και στο μεταξύ, με φαρμακερά άρθρα ο τοπικός Τύπος καταγγέλλει απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στην απομονωμένη κοινότητα των χανσενικών... «Η απόφασις της αντιπροσωπείας του κρητικού λαού έρριψε τριακόσια ανθρώπινα πλάσματα ακριβώς όπως οι οδοκαθαρισταί ρίπτωσιν εκάστην πρωίαν τα σκουπίδια έξω της πόλεως...» περιγράφει σε επιφυλλίδα της εφημερίδας «Ελπίς», στο φύλο της 28ης Απριλίου του 1921 ο γιατρός Ν. Κεφαλογιάννης, σχολιάζοντας απερίφραστα ότι το ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τόσο το φιλανθρωπικό όσο και το επιστημονικό του έργο.
Το 1927, σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο, ο νομάρχης Αναγνωστάκης του Λασιθίου αναζητεί στη... «φαντασία του Δάντη» την ιδανική περιγραφή της ζωής των ανθρώπων στον βράχο της Σπιναλόγκας. «Ξηρός και απότομος βράχος εν τη θαλάσση, περιτειχισμένος με ολίγας κατοικίας ως τρώγλας, δεν δύναται να εξυπηρετήσει έστω και κατ΄ ελάχιστον τας ανάγκας τοιούτου ιδρύματος. Και ως ειρκτήν καταδίκην και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής» περιγράφει χαρακτηριστικά.
Οι πληροφορίες ως προς τη μολυσματικότητα της νόσου είναι ακόμη συγκεχυμένες και μπροστά στο αξίωμα «ο φόβος φυλάει τα έρμα», οι καταγγέλλοντες το ίδρυμα ως κολαστήριο αλλά ταυτόχρονα επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την απομόνωση των ασθενών, καλούν την κεντρική ελληνική διοίκηση να επιληφθεί του θέματος, ώστε οι ασθενείς να μη φύγουν νωρίτερα απ΄ ό,τι η μοίρα της νόσου τους έχει προδιαγράψει...
Στη μελέτη του με τίτλο «Ζωές και θάνατοι ενός κρητικού λεπρού» ο Γαλλο - ελβετός αρχιτέκτονας και εθνολόγος Μορίς Μπορν, βρίσκεται το 1967 στην Πλάκα να συνομιλεί με αποθεραπευθέντες για τη ζωή τους στο λεπροκομείο. Κάποιος από τους συνομιλητές του τού εξομολογείται: «Ο θάνατος! Στη Σπιναλόγκα όλοι βάδιζαν προς τον θάνατο γιατί δεν υπήρχε το πνεύμα της δημιουργίας. Γι αυτό και συνήθιζαν διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους. Εμάς μας απασχολούσε κυρίως η προετοιμασία του θανάτου. Γι αυτό λέγαμε: αυτός πέθανε, ξεκουράστηκε...» (...)
Η αλήθεια είναι ότι για πολύ καιρό μετά τη δρομολόγηση της θεραπείας, ο κόσμος έτρεμε ακόμα και το φάντασμα της νόσου. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό στην πρεμιέρα της πρώτης περί τη Σπιναλόγκα κινηματογραφικής ταινίας, υπό τον τίτλο «Το νησί της σιωπής», που σκηνοθέτησε το 1957 η Λίλα Κουρκουλάκου και τον επόμενο χρόνο εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Η πρεμιέρα θα γινόταν σε σινεμά της Κοκκινιάς με τη σκηνοθέτη παρούσα. Ωστόσο, στα πρώτα λεπτά, το κοινό, απρόθυμο για προβληματισμό ή και φοβούμενο μεταδοτικότητα της νόσου δια της... μεγάλης οθόνης, εγκατέλειψε την αίθουσα. Πολύ πριν τελειώσει η προβολή, ο κινηματογράφος είχε αδειάσει!
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σχετικές αναρτήσεις:
Σπιναλόγκα: Tο πρώτο σε επισκεψιμότητα νησάκι της Κρήτης (1.7.2018)
Σπιναλόγκα: Στην τελική ευθεία για τον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς (14.1.2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου