Η αποτροπή της χρόνιας φθοράς του οργανισμού προϋποθέτει συνδυασμό τακτικής σωματικής άσκησης και υγιεινής διατροφής
Ντάνι Μπλουμ / The New York Times
Η υγιεινή διατροφή και η τακτική σωματική άσκηση δεν αρκούν καθεμία από μόνη της για να αποτραπεί η χρόνια φθορά του οργανισμού. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση British Journal of Sports Medicine.
Όπως αποδεικνύεται, οι βλάβες που προκαλεί η ανθυγιεινή διατροφή στον οργανισμό δεν είναι δυνατό να εξισορροπηθούν με γυμναστική, αλλά ούτε η καλή διατροφή μπορεί να αποτρέψει τις βλάβες που προκαλεί η καθιστική ζωή.
Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της μελέτης, «άρθρα, τίτλοι εντυπωσιασμού, παραπλανητικές διαφημίσεις για γυμναστήρια και σωματικές ασκήσεις προσπαθούν να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι όσοι ασκούνται μπορούν να τρώνε ό,τι θέλουν».
Η διεθνής ερευνητική ομάδα ανέλυσε στοιχεία περίπου 350.000 ατόμων, τα οποία βρίσκονταν στην τράπεζα δεδομένων BioBank UΚ και περιλάμβαναν πληροφορίες για τις συνήθειες και την εξέλιξη της υγείας τους εντός μιας δεκαετίας. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν τα 57 χρόνια και κατά την έναρξη της μελέτης ήταν υγιείς, δηλαδή δεν είχαν διαγνωστεί με καρκίνο, καρδιαγγειακά νοσήματα ή χρόνιο πόνο.
Οι ειδικοί διαχώρισαν τους εθελοντές σε ομάδες αναλόγως της ποιότητας της διατροφής τους. Εκείνοι που έκαναν «υψηλής ποιότητας διατροφή» κατανάλωναν τουλάχιστον 4,5 μερίδες φρούτων και λαχανικών καθημερινά, δύο ή περισσότερες μερίδες ψαριού την εβδομάδα, λιγότερο από δύο μερίδες κατεργασμένου κρέατος και το πολύ πέντε μερίδες κόκκινου κρέατος στο ίδιο χρονικό διάστημα. Δεν ελήφθη υπόψη αν κατανάλωναν αναψυκτικά ή επιδόρπια.
Το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητάς τους μετρήθηκε με βάση διαφορετικό ερωτηματολόγιο: για πόσα λεπτά ημερησίως βάδιζαν ή έκαναν κάποια άλλη μέτριας έντασης άσκηση, όπως μεταφορά βαρών ή ποδήλατο με σταθερό ρυθμό, και κατά πόσον η έντονη φυσική δραστηριότητά τους διαρκούσε για περισσότερο από δέκα λεπτά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, εκείνοι που είχαν καλύτερο επίπεδο φυσικής άσκησης και ταυτόχρονα καλύτερη διατροφή παρουσίαζαν τον μικρότερο κίνδυνο θανάτου. Εκείνοι που τακτικά γυμνάζονταν εντατικά, τόσο ώστε να ιδρώσουν, διέτρεχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια. Ακόμα και 10 έως 75 λεπτά έντονης άσκησης την εβδομάδα έκαναν πραγματική διαφορά.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε ολοκληρωτικά στη φυσική άσκηση προκειμένου να διατηρηθούμε σε καλή υγεία. Όπως διαπιστώθηκε, όσοι ακολουθούσαν μια ιδιαίτερα θρεπτική διατροφή δεν κατέγραφαν ιδιαίτερη μείωση του κινδύνου θανάτου εφόσον δεν ασκούνταν ταυτόχρονα.
Όπως επισημαίνει η δρ Ταμάνα Σινχ, επικεφαλής του Κέντρου Αθλητικής Καρδιολογίας στην Κλινική του Κλίβελαντ, «τα συμπεράσματα της έρευνας δεν σημαίνουν ότι μετά την άσκηση δεν μπορούμε να κεράσουμε κάτι νόστιμο τον εαυτό μας. Αν επιλέγουμε σωστά τι τρώμε και πώς κινούμαστε, τότε ήδη κάνουμε αρκετά για την υγεία μας». H δρ Σινχ είναι μαραθωνοδρόμος. Παραδέχεται, όμως, πως ούτε η ίδια μπορεί να αντισταθεί σε ένα νόστιμο αλλά ανθυγιεινό σνακ μετά την ολοκλήρωση του δρόμου.
Η δρ Μέλοντι Ντινγκ, συντάκτρια της έρευνας και αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, τονίζει ότι «η μελέτη δείχνει πως πρέπει να ακολουθούμε μια ολιστική προσέγγιση της υγείας, αντί να σκεφτόμαστε πόσα χιλιόμετρα πρέπει να τρέξουμε για να κάψουμε τις θερμίδες του μπισκότου που φάγαμε. Χρειάζεται να αλλάξουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι μεταξύ όλων εκείνων που συμβάλλουν στην καλή μας υγεία δεν πρέπει να μπαίνουν διαζευκτικά».
Πηγή: kathimerini.gr
Όπως αποδεικνύεται, οι βλάβες που προκαλεί η ανθυγιεινή διατροφή στον οργανισμό δεν είναι δυνατό να εξισορροπηθούν με γυμναστική, αλλά ούτε η καλή διατροφή μπορεί να αποτρέψει τις βλάβες που προκαλεί η καθιστική ζωή.
Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της μελέτης, «άρθρα, τίτλοι εντυπωσιασμού, παραπλανητικές διαφημίσεις για γυμναστήρια και σωματικές ασκήσεις προσπαθούν να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι όσοι ασκούνται μπορούν να τρώνε ό,τι θέλουν».
Η διεθνής ερευνητική ομάδα ανέλυσε στοιχεία περίπου 350.000 ατόμων, τα οποία βρίσκονταν στην τράπεζα δεδομένων BioBank UΚ και περιλάμβαναν πληροφορίες για τις συνήθειες και την εξέλιξη της υγείας τους εντός μιας δεκαετίας. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν τα 57 χρόνια και κατά την έναρξη της μελέτης ήταν υγιείς, δηλαδή δεν είχαν διαγνωστεί με καρκίνο, καρδιαγγειακά νοσήματα ή χρόνιο πόνο.
Οι ειδικοί διαχώρισαν τους εθελοντές σε ομάδες αναλόγως της ποιότητας της διατροφής τους. Εκείνοι που έκαναν «υψηλής ποιότητας διατροφή» κατανάλωναν τουλάχιστον 4,5 μερίδες φρούτων και λαχανικών καθημερινά, δύο ή περισσότερες μερίδες ψαριού την εβδομάδα, λιγότερο από δύο μερίδες κατεργασμένου κρέατος και το πολύ πέντε μερίδες κόκκινου κρέατος στο ίδιο χρονικό διάστημα. Δεν ελήφθη υπόψη αν κατανάλωναν αναψυκτικά ή επιδόρπια.
Το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητάς τους μετρήθηκε με βάση διαφορετικό ερωτηματολόγιο: για πόσα λεπτά ημερησίως βάδιζαν ή έκαναν κάποια άλλη μέτριας έντασης άσκηση, όπως μεταφορά βαρών ή ποδήλατο με σταθερό ρυθμό, και κατά πόσον η έντονη φυσική δραστηριότητά τους διαρκούσε για περισσότερο από δέκα λεπτά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, εκείνοι που είχαν καλύτερο επίπεδο φυσικής άσκησης και ταυτόχρονα καλύτερη διατροφή παρουσίαζαν τον μικρότερο κίνδυνο θανάτου. Εκείνοι που τακτικά γυμνάζονταν εντατικά, τόσο ώστε να ιδρώσουν, διέτρεχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια. Ακόμα και 10 έως 75 λεπτά έντονης άσκησης την εβδομάδα έκαναν πραγματική διαφορά.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε ολοκληρωτικά στη φυσική άσκηση προκειμένου να διατηρηθούμε σε καλή υγεία. Όπως διαπιστώθηκε, όσοι ακολουθούσαν μια ιδιαίτερα θρεπτική διατροφή δεν κατέγραφαν ιδιαίτερη μείωση του κινδύνου θανάτου εφόσον δεν ασκούνταν ταυτόχρονα.
Όπως επισημαίνει η δρ Ταμάνα Σινχ, επικεφαλής του Κέντρου Αθλητικής Καρδιολογίας στην Κλινική του Κλίβελαντ, «τα συμπεράσματα της έρευνας δεν σημαίνουν ότι μετά την άσκηση δεν μπορούμε να κεράσουμε κάτι νόστιμο τον εαυτό μας. Αν επιλέγουμε σωστά τι τρώμε και πώς κινούμαστε, τότε ήδη κάνουμε αρκετά για την υγεία μας». H δρ Σινχ είναι μαραθωνοδρόμος. Παραδέχεται, όμως, πως ούτε η ίδια μπορεί να αντισταθεί σε ένα νόστιμο αλλά ανθυγιεινό σνακ μετά την ολοκλήρωση του δρόμου.
Η δρ Μέλοντι Ντινγκ, συντάκτρια της έρευνας και αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, τονίζει ότι «η μελέτη δείχνει πως πρέπει να ακολουθούμε μια ολιστική προσέγγιση της υγείας, αντί να σκεφτόμαστε πόσα χιλιόμετρα πρέπει να τρέξουμε για να κάψουμε τις θερμίδες του μπισκότου που φάγαμε. Χρειάζεται να αλλάξουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι μεταξύ όλων εκείνων που συμβάλλουν στην καλή μας υγεία δεν πρέπει να μπαίνουν διαζευκτικά».
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου