Σε μια εποχή όπου οι προκλήσεις στον τομέα της οικονομίας σε διεθνές, αλλά και σε εγχώριο επίπεδο, διαδέχονται η μία μετά την άλλη στη διάρκεια των τελευταίων ετών οι οικονομικές αναλύσεις αρμόδιων διευθύνσεων οργανισμών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων γίνονται πλέον αντικείμενο προσοχής όχι μόνον των κυβερνήσεων που χαράσσουν πολιτική και του επιχειρηματικού κόσμου αλλά και των απλών νοικοκυριών. Ποιο όμως είναι το «μυστικό» της επιτυχίας των οικονομικών αναλύσεων, ποιες οι βασικές πηγές που αντλούν ενημέρωση και ποιες οι μεγαλύτερες προκλήσεις στη διαδικασία εκπόνησης τους ειδικά στην σημερινή εποχή; Γιατί πλέον στις περισσότερες οικονομικές αναλύσεις βλέπουμε και εκτιμήσεις για ένα δυσμενές σενάριο;
Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα καθώς και σε μια σειρά άλλων επίκαιρων ζητημάτων δίνει ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής (Chief Economist) της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη:
«Συχνά λέμε ότι ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Υπάρχει άφθονη και χαοτική πληροφόρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, σε βαθμό μάλιστα που είναι πολύ δύσκολο να την απορροφήσουμε, να την αξιολογήσουμε και ως εκ τούτου να την αξιοποιήσουμε. Νομίζω, λοιπόν, ότι το μεγαλύτερο μυστικό μιας επιτυχημένης οικονομικής ανάλυσης είναι να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τις εξελίξεις που μας βομβαρδίζουν καθημερινά, συνδυάζοντας τον απλό λόγο και τη δομημένη και μοντέρνα παρουσίαση με αυστηρή επιστημονική ανάλυση. Για να το εκφράσω σε όρους θεωρίας πληροφοριών: επιχειρούμε να μειώσουμε την "εντροπία". Να βοηθήσουμε, με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να κατανοήσουν σε βάθος το μάκρο- και μίκρο-οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται, και τους σχεδιαστές πολιτικής να ερμηνεύσουν τα οικονομικά δεδομένα αυτού του περιβάλλοντος προτού επιχειρήσουν να το αλλάξουν», αναφέρει ο κ.Καπόπουλος.
«Οι προϋποθέσεις βέβαια για μία επιτυχή οικονομική ανάλυση είναι η ποιότητα των πηγών άντλησης των οικονομικών δεδομένων και πληροφοριών, η συγκρότηση μιας ικανής ομάδας εργασίας με ισχυρό θεωρητικό και εμπειρικό υπόβαθρο και η ύπαρξη πνεύματος συνεργασίας, αλλά με μεγάλα περιθώρια διαξιφισμού στον χώρο των ιδεών, ώστε να καταστεί πραγματικά γόνιμο. Όλα αυτά συνιστούν σημαντικές προκλήσεις για την εκπόνηση ερευνητικών εργασιών (...)
Το δυσμενές σενάριο στις οικονομικές εκτιμήσεις και η σημασία του
Έχοντας πλέον την εμπειρία των τελευταίων ετών όπου διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα έχουν προκύψει μια σειρά από έκτακτα καθοριστικά γεγονότα (οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία) το επόμενο ερώτημα στο κύριο Καπόπουλο σχετίζεται με την ύπαρξη ή όχι ενός δυσμενούς σεναρίου σε κάθε οικονομική εκτίμηση.
«Πράγματι, πολλά χρόνια τώρα όλοι αισθανόμαστε ότι η νέα κανονικότητα είναι το τέλος της βεβαιότητας. Η ανάγκη, λοιπόν, διαμόρφωσης μιας επιχειρηματικής στρατηγικής σε έναν ευμετάβλητο κόσμο, μας υποχρεώνει να αναλύουμε τις επιπτώσεις περισσότερων σεναρίων για την πορεία μεγεθών όπως ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας, ο πληθωρισμός τιμών, το ποσοστό ανεργίας ή οι τιμές των ακινήτων. Ως αποτέλεσμα, το παραδοσιακό βασικό σενάριο, αυτό δηλαδή που συγκεντρώνει στατιστικά τη μεγαλύτερη πιθανότητα υλοποίησης εντός του διαστήματος εμπιστοσύνης του, ολοένα και συχνότερα συνοδεύεται από εναλλακτικά δυσμενή σενάρια, έτσι ώστε να εξετάζεται η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα κάθε επενδυτικού σχεδίου σε διαφορετικές συνθήκες. Οι ελληνικές τράπεζες ήδη υποβάλλονται αρκετά συχνά σε ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα γνωστά "stress tests"... αναφέρει.
Στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα θίγεται μεν, αλλά δεν είναι στο επίκεντρο
Μιλώντας για την ελληνική οικονομία, τις αντοχές της και την πορεία στη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών ο κ. Καπόπουλος αναφέρει: «Δεν θα έλεγα ωστόσο πως ήταν πάντα τόσο ανθεκτική όσο εμφανίζεται σήμερα. Οι δύο προηγούμενες κρίσεις της τελευταίας 15ετίας έπληξαν την ελληνική οικονομία στα σημεία στα οποία ήταν ευάλωτη. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 βρήκε τη χώρα με τεράστια δίδυμα ελλείματα - εμπορικό και δημοσιονομικό - και υψηλό δημόσιο χρέος, απότοκο του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης. Το σοκ την οδήγησε σε μία άνευ προηγούμενου κρίση δανεισμού, η οποία, σε συνδυασμό με τα απαραίτητα μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης, προκάλεσαν μία παρατεταμένη οικονομική ύφεση και αποεπένδυση. Η πανδημική κρίση έπληξε την ελληνική οικονομία σε μία ακόμη αχίλλειο πτέρνα της, την υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό. Η ύφεση ήταν απότομη και βαθιά, αλλά όχι μακράς διάρκειας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις τη βίωσαν λιγότερο επώδυνα, καθώς η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και η ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες επέτρεψαν στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει γενναία μέτρα περιορισμού των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα.
Στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα θίγεται μεν, αλλά δεν είναι στο επίκεντρο. Διαμορφώνονται, βέβαια, δυσχερέστερες συνθήκες για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι αυξανόμενες τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού αυξάνουν το κόστος παραγωγής, ενώ εξασθενίζουν την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών, και στην προσπάθεια στήριξής τους, επιβαρύνεται για τρίτη συνεχή χρονιά το δημόσιο ταμείο. Παράλληλα, η συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών πιθανόν να επηρεάσει αρνητικά το 2023 τις ταξιδιωτικές εισπράξεις της Ελλάδας.
Υπάρχουν, ωστόσο, παράγοντες που ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και περιορίζουν σε κάποιον βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά: πρώτον, η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία, υπερβαίνει το 1/4. Δεύτερον, ο πιο ενεργοβόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι οι μεταφορές, που καταναλώνουν πρωτίστως πετρέλαιο και παράγωγα πετρελαίου. Επίσης, το ποσοστό κατανάλωσης φυσικού αερίου επί της συνολικής ποσότητας ενέργειας είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ η Ελλάδα έχει επαρκείς υποδομές για χρήση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης στην πραγματική οικονομία, η κυβέρνηση έχει λάβει μια σειρά από μέτρα μετριασμού της» (...)
«Συχνά λέμε ότι ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Υπάρχει άφθονη και χαοτική πληροφόρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, σε βαθμό μάλιστα που είναι πολύ δύσκολο να την απορροφήσουμε, να την αξιολογήσουμε και ως εκ τούτου να την αξιοποιήσουμε. Νομίζω, λοιπόν, ότι το μεγαλύτερο μυστικό μιας επιτυχημένης οικονομικής ανάλυσης είναι να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τις εξελίξεις που μας βομβαρδίζουν καθημερινά, συνδυάζοντας τον απλό λόγο και τη δομημένη και μοντέρνα παρουσίαση με αυστηρή επιστημονική ανάλυση. Για να το εκφράσω σε όρους θεωρίας πληροφοριών: επιχειρούμε να μειώσουμε την "εντροπία". Να βοηθήσουμε, με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να κατανοήσουν σε βάθος το μάκρο- και μίκρο-οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται, και τους σχεδιαστές πολιτικής να ερμηνεύσουν τα οικονομικά δεδομένα αυτού του περιβάλλοντος προτού επιχειρήσουν να το αλλάξουν», αναφέρει ο κ.Καπόπουλος.
«Οι προϋποθέσεις βέβαια για μία επιτυχή οικονομική ανάλυση είναι η ποιότητα των πηγών άντλησης των οικονομικών δεδομένων και πληροφοριών, η συγκρότηση μιας ικανής ομάδας εργασίας με ισχυρό θεωρητικό και εμπειρικό υπόβαθρο και η ύπαρξη πνεύματος συνεργασίας, αλλά με μεγάλα περιθώρια διαξιφισμού στον χώρο των ιδεών, ώστε να καταστεί πραγματικά γόνιμο. Όλα αυτά συνιστούν σημαντικές προκλήσεις για την εκπόνηση ερευνητικών εργασιών (...)
Το δυσμενές σενάριο στις οικονομικές εκτιμήσεις και η σημασία του
Έχοντας πλέον την εμπειρία των τελευταίων ετών όπου διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα έχουν προκύψει μια σειρά από έκτακτα καθοριστικά γεγονότα (οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία) το επόμενο ερώτημα στο κύριο Καπόπουλο σχετίζεται με την ύπαρξη ή όχι ενός δυσμενούς σεναρίου σε κάθε οικονομική εκτίμηση.
«Πράγματι, πολλά χρόνια τώρα όλοι αισθανόμαστε ότι η νέα κανονικότητα είναι το τέλος της βεβαιότητας. Η ανάγκη, λοιπόν, διαμόρφωσης μιας επιχειρηματικής στρατηγικής σε έναν ευμετάβλητο κόσμο, μας υποχρεώνει να αναλύουμε τις επιπτώσεις περισσότερων σεναρίων για την πορεία μεγεθών όπως ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας, ο πληθωρισμός τιμών, το ποσοστό ανεργίας ή οι τιμές των ακινήτων. Ως αποτέλεσμα, το παραδοσιακό βασικό σενάριο, αυτό δηλαδή που συγκεντρώνει στατιστικά τη μεγαλύτερη πιθανότητα υλοποίησης εντός του διαστήματος εμπιστοσύνης του, ολοένα και συχνότερα συνοδεύεται από εναλλακτικά δυσμενή σενάρια, έτσι ώστε να εξετάζεται η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα κάθε επενδυτικού σχεδίου σε διαφορετικές συνθήκες. Οι ελληνικές τράπεζες ήδη υποβάλλονται αρκετά συχνά σε ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα γνωστά "stress tests"... αναφέρει.
Στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα θίγεται μεν, αλλά δεν είναι στο επίκεντρο
Μιλώντας για την ελληνική οικονομία, τις αντοχές της και την πορεία στη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών ο κ. Καπόπουλος αναφέρει: «Δεν θα έλεγα ωστόσο πως ήταν πάντα τόσο ανθεκτική όσο εμφανίζεται σήμερα. Οι δύο προηγούμενες κρίσεις της τελευταίας 15ετίας έπληξαν την ελληνική οικονομία στα σημεία στα οποία ήταν ευάλωτη. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 βρήκε τη χώρα με τεράστια δίδυμα ελλείματα - εμπορικό και δημοσιονομικό - και υψηλό δημόσιο χρέος, απότοκο του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης. Το σοκ την οδήγησε σε μία άνευ προηγούμενου κρίση δανεισμού, η οποία, σε συνδυασμό με τα απαραίτητα μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης, προκάλεσαν μία παρατεταμένη οικονομική ύφεση και αποεπένδυση. Η πανδημική κρίση έπληξε την ελληνική οικονομία σε μία ακόμη αχίλλειο πτέρνα της, την υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό. Η ύφεση ήταν απότομη και βαθιά, αλλά όχι μακράς διάρκειας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις τη βίωσαν λιγότερο επώδυνα, καθώς η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και η ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες επέτρεψαν στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει γενναία μέτρα περιορισμού των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα.
Στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα θίγεται μεν, αλλά δεν είναι στο επίκεντρο. Διαμορφώνονται, βέβαια, δυσχερέστερες συνθήκες για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι αυξανόμενες τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού αυξάνουν το κόστος παραγωγής, ενώ εξασθενίζουν την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών, και στην προσπάθεια στήριξής τους, επιβαρύνεται για τρίτη συνεχή χρονιά το δημόσιο ταμείο. Παράλληλα, η συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών πιθανόν να επηρεάσει αρνητικά το 2023 τις ταξιδιωτικές εισπράξεις της Ελλάδας.
Υπάρχουν, ωστόσο, παράγοντες που ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και περιορίζουν σε κάποιον βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά: πρώτον, η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία, υπερβαίνει το 1/4. Δεύτερον, ο πιο ενεργοβόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι οι μεταφορές, που καταναλώνουν πρωτίστως πετρέλαιο και παράγωγα πετρελαίου. Επίσης, το ποσοστό κατανάλωσης φυσικού αερίου επί της συνολικής ποσότητας ενέργειας είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ η Ελλάδα έχει επαρκείς υποδομές για χρήση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης στην πραγματική οικονομία, η κυβέρνηση έχει λάβει μια σειρά από μέτρα μετριασμού της» (...)
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου