Σύμφωνα με ρεπορτά της Καθημερινής, οι προσπάθειες από πλευράς του οµίλου του Χρηµατιστηρίου για να κερδηθεί και πάλι το στάτους της ανεπτυγµένης αγοράς από την κατηγορία των αναδυόµενων αγορών που βρίσκεται σήµερα, και στην οποία είχε υποβαθµιστεί το 2013 και το 2015 από τους οίκους (index providers) MSCI και FTSE, λόγω της κρίσης χρέους, έχουν επιταχυνθεί το τελευταίο διάστηµα. Η διοίκηση του Χ.Α. είναι σε συνεχή επαφή µε τους οίκους ώστε να επικοινωνήσει σωστά την εικόνα και την αποτίµηση της ελληνικής αγοράς, µε το πρώτο σηµαντικό τεστ να αναµένεται τον Απρίλιο και µε ένα δεύτερο έως τον Σεπτέµβριο. Αυτές είναι οι ηµεροµηνίες όπου MSCI και FTSE θα πραγµατοποιήσουν την αξιολόγησή τους κατά πόσο η ελληνική αγορά µετοχών πληροί τα κριτήρια αναβάθµισης, ενώ τον Ιούνιο (MSCI) και τον Σεπτέµβριο (FTSE) θα ανακοινώσουν τις αποφάσεις τους.
Σύµφωνα µε εκτιµήσεις, καθώς η Ελλάδα αναμένεται να ανακτήσει την επενδυτική βαθµίδα προς τα τέλη του 2023, η αναβάθµιση του Χ.Α. είναι εφικτή εντός του 2024. Αλλωστε, αποτελεί βασικό πυλώνα της Εθνικής Στρατηγικής για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρουσιάστηκε σε σχετική εκδήλωση την περασµένη εβδοµάδα.
Αν και έχει διανυθεί σηµαντικός δρόµος προς την ανάκτηση αυτού του οροσήµου, υπάρχουν ακόµη αρκετές προκλήσεις και εκκρεµότητες. Το γεγονός ότι τα τελευταία 25 χρόνια µόνο τρεις αγορές κατάφεραν να αναβαθµιστούν από την κατηγορία των αναδυόµενων στις ανεπτυγµένες –η Ελλάδα το 2001, το Ισραήλ του 2010 και η Πορτογαλία το 1997– δείχνει τη δυσκολία επίτευξης αυτού του στόχου.
Οπως τόνισε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της εθνικής στρατηγικής για την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς, ο Κωνσταντίνος Αϋφαντόπουλος, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στην Iolcus Investments, «η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία µε το Χ.Α., θα πρέπει να θέσει ως στόχο την αναβάθµιση στις ανεπτυγµένες αγορές µαζί µε τον υφιστάµενο στόχο της ανάκτησης της επενδυτικής βαθµίδας». Αυτή η εξέλιξη έχει σηµαντικά οφέλη, όπως η βελτίωση της «φήµης» του Χ.Α. και της Ελλάδας διεθνώς, η ενίσχυση των διασυνοριακών επενδύσεων, η χαµηλότερη µεταβλητότητα της αγοράς και οι υψηλότερες αποτιµήσεις των µετοχών, που σηµαίνει χαµηλότερο κόστος κεφαλαίου για τις ελληνικές εισηγµένες.
Τα τρία κριτήρια
Οι οίκοι θέτουν κάποια κριτήρια για να µπορέσει µία αγορά να περάσει στην κορυφαία αυτή κατηγορία, µε την Ελλάδα να έχει ακόµα κάποια «κουτάκια» να… τσεκάρει σε αυτό το πλαίσιο.
Το πρώτο κριτήριο αφορά τη βιωσιµότητα της οικονοµικής ανάπτυξης της χώρας: Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδηµα πρέπει να είναι 25% πάνω από το όριο της Παγκόσµιας Τράπεζας για τις χώρες υψηλού εισοδήµατος (στα 13.000 δολ.) για τρεις συνεχόµενες χρονιές. Αυτό το κριτήριο η Ελλάδα το ικανοποιεί.
Το δεύτερο κριτήριο αφορά την προσβασιµότητα της αγοράς: Να είναι ανοιχτή σε ξένη ιδιοκτησία µετοχών, να υπάρχει ευκολία ροής κεφαλαίου, αποτελεσµατικότητα του λειτουργικού πλαισίου, διαθεσιµότητα επενδυτικών εργαλείων και σταθερότητα του θεσµικού πλαισίου. Η Ελλάδα έχει έδαφος να καλύψει ακόµα, ειδικά στο λειτουργικό πλαίσιο του δανεισµού µετοχών και του short selling.
Τελευταίο αλλά πολύ σηµαντικό κριτήριο είναι η αγορά να πληροί συγκεκριµένες απαιτήσεις µεγέθους και ρευστότητας. Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, η ετήσια µέση αξία συναλλαγών (δείκτης ATVR) θα πρέπει να διαµορφώνεται στο 20% τουλάχιστον, κάτι που η ελληνική αγορά το ικανοποιεί.
Οσον αφορά το µέγεθος, πρέπει τουλάχιστον πέντε εισηγµένες να πληρούν τα κριτήρια συνολικής κεφαλαιοποίησης και κεφαλαιοποίησης των µετοχών που είναι σε ελεύθερη διασπορά (free float). Αυτά τοποθετούνται, από την MSCI για παράδειγµα, στα 4,278 δισ. δολ. και στα 2,139 δισ. δολ. αντίστοιχα. Η Ελλάδα δεν πληροί αυτό το ποσοτικό κριτήριο. Τέσσερις εισηγµένες το ικανοποιούν, σύµφωνα µε τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Αϋφαντόπουλος, οι Coca-Cola, ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, και Eurobank, ενώ η Εθνική Τράπεζα κινείται οριακά γύρω από αυτό.
Συνεπώς, πρέπει να πειστεί η MSCI ότι η αναβάθµιση θα είναι µη αναστρέψιµη και όχι στο όριο, άρα η Ελλάδα πρέπει να υπερβεί τις απαιτήσεις εισόδου.
Αυτό µπορεί να γίνει µέσω της αύξησης των µετοχών σε ελεύθερη διασπορά, το οποίο µπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγµα, µε την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, η οποία θα «απελευθερώσει» µετοχές στην αγορά. Επίσης, µια εισαγωγή-ορόσηµο, όπως αυτή του ∆ιεθνούς Αερολιµένα Αθηνών, εκτός του ότι θα σηµατοδοτήσει την επιστροφή του Χ.Α. ως ελκυστικού επενδυτικού προορισµού, θα αυξήσει τον αριθµό των εισηγµένων που πληρούν τα κριτήρια µεγέθους.
Πηγή: moneyreview.gr
Τα τρία κριτήρια
Οι οίκοι θέτουν κάποια κριτήρια για να µπορέσει µία αγορά να περάσει στην κορυφαία αυτή κατηγορία, µε την Ελλάδα να έχει ακόµα κάποια «κουτάκια» να… τσεκάρει σε αυτό το πλαίσιο.
Το πρώτο κριτήριο αφορά τη βιωσιµότητα της οικονοµικής ανάπτυξης της χώρας: Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδηµα πρέπει να είναι 25% πάνω από το όριο της Παγκόσµιας Τράπεζας για τις χώρες υψηλού εισοδήµατος (στα 13.000 δολ.) για τρεις συνεχόµενες χρονιές. Αυτό το κριτήριο η Ελλάδα το ικανοποιεί.
Το δεύτερο κριτήριο αφορά την προσβασιµότητα της αγοράς: Να είναι ανοιχτή σε ξένη ιδιοκτησία µετοχών, να υπάρχει ευκολία ροής κεφαλαίου, αποτελεσµατικότητα του λειτουργικού πλαισίου, διαθεσιµότητα επενδυτικών εργαλείων και σταθερότητα του θεσµικού πλαισίου. Η Ελλάδα έχει έδαφος να καλύψει ακόµα, ειδικά στο λειτουργικό πλαίσιο του δανεισµού µετοχών και του short selling.
Τελευταίο αλλά πολύ σηµαντικό κριτήριο είναι η αγορά να πληροί συγκεκριµένες απαιτήσεις µεγέθους και ρευστότητας. Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, η ετήσια µέση αξία συναλλαγών (δείκτης ATVR) θα πρέπει να διαµορφώνεται στο 20% τουλάχιστον, κάτι που η ελληνική αγορά το ικανοποιεί.
Οσον αφορά το µέγεθος, πρέπει τουλάχιστον πέντε εισηγµένες να πληρούν τα κριτήρια συνολικής κεφαλαιοποίησης και κεφαλαιοποίησης των µετοχών που είναι σε ελεύθερη διασπορά (free float). Αυτά τοποθετούνται, από την MSCI για παράδειγµα, στα 4,278 δισ. δολ. και στα 2,139 δισ. δολ. αντίστοιχα. Η Ελλάδα δεν πληροί αυτό το ποσοτικό κριτήριο. Τέσσερις εισηγµένες το ικανοποιούν, σύµφωνα µε τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Αϋφαντόπουλος, οι Coca-Cola, ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, και Eurobank, ενώ η Εθνική Τράπεζα κινείται οριακά γύρω από αυτό.
Συνεπώς, πρέπει να πειστεί η MSCI ότι η αναβάθµιση θα είναι µη αναστρέψιµη και όχι στο όριο, άρα η Ελλάδα πρέπει να υπερβεί τις απαιτήσεις εισόδου.
Αυτό µπορεί να γίνει µέσω της αύξησης των µετοχών σε ελεύθερη διασπορά, το οποίο µπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγµα, µε την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, η οποία θα «απελευθερώσει» µετοχές στην αγορά. Επίσης, µια εισαγωγή-ορόσηµο, όπως αυτή του ∆ιεθνούς Αερολιµένα Αθηνών, εκτός του ότι θα σηµατοδοτήσει την επιστροφή του Χ.Α. ως ελκυστικού επενδυτικού προορισµού, θα αυξήσει τον αριθµό των εισηγµένων που πληρούν τα κριτήρια µεγέθους.
Πηγή: moneyreview.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου