Η ζωή και το έργο του διακεκριμένου επιστήμονα, που τάραξε τα νερά με την παραίτησή του από την Google. Πώς μία ιδέα ενός συμμαθητή του τον έκανε έναν από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες των καιρών μας. Από δημοσίευμα στην "Καθημερινή" ορισμένα αποσπασματα στη συνέχεια:
«Ο Τζέφρι Εβερεστ Χίντον είναι διεθνώς διακεκριμένος για την εργασία του σε τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, ειδικά για το πώς μπορούν να σχεδιαστούν για να μαθαίνουν χωρίς τη βοήθεια ενός ανθρώπινου δασκάλου. Αυτό μπορεί να είναι η αρχή για αυτόνομες έξυπνες μηχανές που μοιάζουν με τον εγκέφαλο». Κάπως έτσι είχε υποδεχθεί η Βασιλική Εταιρεία τον Τζέφρι Χίντον στις περίφημες τάξεις της, ήδη από το 1998.
Ο ίδιος, έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι δεκαετιών, έκανε αυτό που έβαζε τις «μηχανές» του να κάνουν: έμαθε από την εμπειρία, έγινε φορέας της βαθιάς μάθησης (deep learning) που ο ίδιος ανέπτυξε και αποφάσισε να μιλήσει ελεύθερα γι’ αυτήν. Ο Τζέφρι Χίντον τάραξε τα παγκόσμια νερά με την απόφασή του να παραιτηθεί από την Google, όπου επί μία δεκαετία ανέπτυσσε εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) για την εταιρεία, και να μιλήσει ανοιχτά για τους κινδύνους που εγκυμονεί το «βαφτιστήρι» του.
Ο λεγόμενος «νονός της ΑΙ» γεννήθηκε το 1947 στο Ουίμπλεντον του Λονδίνου. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει για δύο επιλογές στη ζωή: είτε θα γίνεις επιστήμονας είτε χαμένο κορμί. Μεγάλωσε, έτσι κι αλλιώς, σε μια οικογενειακή παράδοση επιστημόνων. (...)
Το μεγάλο ταξίδι, βέβαια, στα νευρωνικά δίκτυα, στο πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πώς αυτό μπορεί να έχει άλλες, εξω-ανθρώπινες εφαρμογές, ξεκίνησε στο ιδιωτικό λύκειο Clifton College όπου φοιτούσε, όταν ένας συμμαθητής του τον εντυπωσίασε λέγοντάς του ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος ενδέχεται να λειτουργεί όπως ένα ολόγραμμα: απροσμέτρητα τμήματα πληροφορίας διασκορπισμένα σε μία τεράστια βάση δεδομένων, όπως γράφει το Wired. Είμαστε στα 1960 και ο Τζέφρι Χίντον –μαγεμένος και γοητευμένος– αποφασίζει να ξεκινήσει να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία του εγκεφάλου. Οπως θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξονες, first things first. «Ενθουσιάστηκα πολύ με αυτή την ιδέα», έχει πει ο ίδιος. «Ηταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πώς μπορεί να λειτουργεί ο εγκέφαλος». (...)
Η δεύτερη επιστημονική του ενηλικίωση, ύστερα από τη λυκειακή αποκάλυψη ενός νέου δρόμου κατανόησης του ανθρώπινου εγκεφάλου, έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου, σύμφωνα με το Wired, ξεκινά τη δική του σταυροφορία: να μιμηθεί τον εγκέφαλο χρησιμοποιώντας το υλισμικό και το λογισμικό των υπολογιστών, με στόχο τη «βαθιά μάθηση», δηλαδή τη μάθηση των υπολογιστών μέσω της εμπειρίας – κοντολογίς, όπως ακριβώς και ο άνθρωπος.
«Ενθουσιάζομαι ιδιαίτερα όταν ανακαλύπτουμε έναν τρόπο να κάνουμε καλύτερα τα νευρωνικά δίκτυα – και όταν αυτό σχετίζεται στενά με τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου», έχει πει ο ίδιος, που είχε ήδη αρχίσει να εξετάζει εάν στον ανθρώπινο εγκέφαλο κάθε μνήμη θα μπορούσε να απλώνεται σε ένα νευρωνικό δίκτυο και όχι μόνο σε ένα συγκεκριμένο σημείο – η λυκειακή αποκάλυψη παρέμεινε για μια ζωή παρούσα στην επιστημονική του πολιτεία. (...)
Από εκεί και πέρα, είχε αρχίσει η μεγάλη πορεία προς την κατάκτηση της «βαθιάς μάθησης». Εκεί, όπως γράφει η ιστοσελίδα του Βραβείου Τούρινγκ, ο Τζέφρι Χίντον πραγματοποίησε έρευνα με δεκάδες διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς συνεργάτες, πολλοί από τους οποίους συνέχισαν διακεκριμένη, αυτόνομη σταδιοδρομία. Εξάλλου, μοιράστηκε το Βραβείο Τούρινγκ με έναν από αυτούς, τον Γιαν ΛεΚιν. Από το 2004 έως το 2013 ήταν διευθυντής του προγράμματος «Νευρωνικός Υπολογισμός και Προσαρμοστική Αντίληψη» που χρηματοδοτήθηκε από το CIFAR. (...)
«Ο Τζέφρι Εβερεστ Χίντον είναι διεθνώς διακεκριμένος για την εργασία του σε τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, ειδικά για το πώς μπορούν να σχεδιαστούν για να μαθαίνουν χωρίς τη βοήθεια ενός ανθρώπινου δασκάλου. Αυτό μπορεί να είναι η αρχή για αυτόνομες έξυπνες μηχανές που μοιάζουν με τον εγκέφαλο». Κάπως έτσι είχε υποδεχθεί η Βασιλική Εταιρεία τον Τζέφρι Χίντον στις περίφημες τάξεις της, ήδη από το 1998.
Ο ίδιος, έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι δεκαετιών, έκανε αυτό που έβαζε τις «μηχανές» του να κάνουν: έμαθε από την εμπειρία, έγινε φορέας της βαθιάς μάθησης (deep learning) που ο ίδιος ανέπτυξε και αποφάσισε να μιλήσει ελεύθερα γι’ αυτήν. Ο Τζέφρι Χίντον τάραξε τα παγκόσμια νερά με την απόφασή του να παραιτηθεί από την Google, όπου επί μία δεκαετία ανέπτυσσε εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) για την εταιρεία, και να μιλήσει ανοιχτά για τους κινδύνους που εγκυμονεί το «βαφτιστήρι» του.
Ο λεγόμενος «νονός της ΑΙ» γεννήθηκε το 1947 στο Ουίμπλεντον του Λονδίνου. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει για δύο επιλογές στη ζωή: είτε θα γίνεις επιστήμονας είτε χαμένο κορμί. Μεγάλωσε, έτσι κι αλλιώς, σε μια οικογενειακή παράδοση επιστημόνων. (...)
Το μεγάλο ταξίδι, βέβαια, στα νευρωνικά δίκτυα, στο πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πώς αυτό μπορεί να έχει άλλες, εξω-ανθρώπινες εφαρμογές, ξεκίνησε στο ιδιωτικό λύκειο Clifton College όπου φοιτούσε, όταν ένας συμμαθητής του τον εντυπωσίασε λέγοντάς του ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος ενδέχεται να λειτουργεί όπως ένα ολόγραμμα: απροσμέτρητα τμήματα πληροφορίας διασκορπισμένα σε μία τεράστια βάση δεδομένων, όπως γράφει το Wired. Είμαστε στα 1960 και ο Τζέφρι Χίντον –μαγεμένος και γοητευμένος– αποφασίζει να ξεκινήσει να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία του εγκεφάλου. Οπως θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξονες, first things first. «Ενθουσιάστηκα πολύ με αυτή την ιδέα», έχει πει ο ίδιος. «Ηταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πώς μπορεί να λειτουργεί ο εγκέφαλος». (...)
Η δεύτερη επιστημονική του ενηλικίωση, ύστερα από τη λυκειακή αποκάλυψη ενός νέου δρόμου κατανόησης του ανθρώπινου εγκεφάλου, έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου, σύμφωνα με το Wired, ξεκινά τη δική του σταυροφορία: να μιμηθεί τον εγκέφαλο χρησιμοποιώντας το υλισμικό και το λογισμικό των υπολογιστών, με στόχο τη «βαθιά μάθηση», δηλαδή τη μάθηση των υπολογιστών μέσω της εμπειρίας – κοντολογίς, όπως ακριβώς και ο άνθρωπος.
«Ενθουσιάζομαι ιδιαίτερα όταν ανακαλύπτουμε έναν τρόπο να κάνουμε καλύτερα τα νευρωνικά δίκτυα – και όταν αυτό σχετίζεται στενά με τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου», έχει πει ο ίδιος, που είχε ήδη αρχίσει να εξετάζει εάν στον ανθρώπινο εγκέφαλο κάθε μνήμη θα μπορούσε να απλώνεται σε ένα νευρωνικό δίκτυο και όχι μόνο σε ένα συγκεκριμένο σημείο – η λυκειακή αποκάλυψη παρέμεινε για μια ζωή παρούσα στην επιστημονική του πολιτεία. (...)
Από εκεί και πέρα, είχε αρχίσει η μεγάλη πορεία προς την κατάκτηση της «βαθιάς μάθησης». Εκεί, όπως γράφει η ιστοσελίδα του Βραβείου Τούρινγκ, ο Τζέφρι Χίντον πραγματοποίησε έρευνα με δεκάδες διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς συνεργάτες, πολλοί από τους οποίους συνέχισαν διακεκριμένη, αυτόνομη σταδιοδρομία. Εξάλλου, μοιράστηκε το Βραβείο Τούρινγκ με έναν από αυτούς, τον Γιαν ΛεΚιν. Από το 2004 έως το 2013 ήταν διευθυντής του προγράμματος «Νευρωνικός Υπολογισμός και Προσαρμοστική Αντίληψη» που χρηματοδοτήθηκε από το CIFAR. (...)
Η ώρα της Google: Ενας «τρελός», από το περιθώριο, στο κέντρο
Είχε, όμως, φτάσει η ώρα της μερικής μετατόπισής του από τον ακαδημαϊκό χώρο στην πρακτική εφαρμογή των ανακαλύψεών του για τις νέες δυνατότητες ταξινόμησης αντικειμένων και αναγνώρισης ομιλίας. Εξάλλου, το 2004, με ένα μικρό ποσό χρηματοδότησης από το CIFAR και την υποστήριξη των ΛεΚιν και Γιόσουα Μπέντζιο, ίδρυσε το πρόγραμμα «Νευρωνικός Υπολογισμός και Προσαρμοστική Αντίληψη», μια ομάδα επιστημόνων υπολογιστών, βιολόγων, ηλεκτρολόγων μηχανικών, νευροεπιστημόνων, φυσικών και ψυχολόγων.
Οπως γράφει το Wired, επιλέγοντας αυτούς τους ερευνητές, ο Χίντον είχε στόχο να δημιουργήσει μιαν ομάδα στοχαστών παγκόσμιας κλάσης αφοσιωμένων στη δημιουργία υπολογιστικών συστημάτων που μιμούνται τη νοημοσύνη – ή τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε γι’ αυτήν, αλλά και για το πώς ο εγκέφαλος «κοσκινίζει» μια πληθώρα οπτικές, ακουστικές και γραπτές ενδείξεις για να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στο περιβάλλον της. Ο Χίντον πίστευε ότι η δημιουργία μιας τέτοιας ομάδας θα τόνωνε την καινοτομία στην τεχνητή νοημοσύνη και ίσως ακόμα και να άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο ο υπόλοιπος κόσμος την αντιμετώπιζε.
Φάνηκε να έχει δίκιο. Το 2012, με τους μαθητές του Αλεξ Κριζέφσκι και Ιλια Σουτσκέβερ, κερδίζει στο ImageNet, έναν διαγωνισμό αναγνώρισης εικόνας που περιλαμβάνει χίλιους διαφορετικούς τύπους αντικειμένων. Αυτό, ασφαλώς, δεν πέρασε απαρατήρητο από την Google και τον Andrew Ng, ο οποίος είχε ιδρύσει ένα πρότζεκτ «βαθιάς μάθησης» στον τεχνολογικό κολοσσό, κυρίως για να εξελίξει την αναγνώριση φωνητικών εντολών σε τηλέφωνα Android και την τότε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Google+, που καταργήθηκε το 2019. Το 2013, τελικά, ο Χίντον εντάχθηκε στην εταιρεία μαζί με άλλους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, καθώς η Google δαπάνησε 44 εκατ. δολάρια για να αποκτήσει την εταιρεία που ξεκίνησε ο Χίντον και οι δύο μαθητές του.
«Πάψαμε να είμαστε οι τρελοί του περιθωρίου. Γίναμε πλέον οι τρελοί του πυρήνα», όπως έχει πει ο ίδιος. (...)
Η παραίτηση από την Google, οι φόβοι και η… ελευθερία
Είχε, όμως, φτάσει η ώρα της μερικής μετατόπισής του από τον ακαδημαϊκό χώρο στην πρακτική εφαρμογή των ανακαλύψεών του για τις νέες δυνατότητες ταξινόμησης αντικειμένων και αναγνώρισης ομιλίας. Εξάλλου, το 2004, με ένα μικρό ποσό χρηματοδότησης από το CIFAR και την υποστήριξη των ΛεΚιν και Γιόσουα Μπέντζιο, ίδρυσε το πρόγραμμα «Νευρωνικός Υπολογισμός και Προσαρμοστική Αντίληψη», μια ομάδα επιστημόνων υπολογιστών, βιολόγων, ηλεκτρολόγων μηχανικών, νευροεπιστημόνων, φυσικών και ψυχολόγων.
Οπως γράφει το Wired, επιλέγοντας αυτούς τους ερευνητές, ο Χίντον είχε στόχο να δημιουργήσει μιαν ομάδα στοχαστών παγκόσμιας κλάσης αφοσιωμένων στη δημιουργία υπολογιστικών συστημάτων που μιμούνται τη νοημοσύνη – ή τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε γι’ αυτήν, αλλά και για το πώς ο εγκέφαλος «κοσκινίζει» μια πληθώρα οπτικές, ακουστικές και γραπτές ενδείξεις για να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στο περιβάλλον της. Ο Χίντον πίστευε ότι η δημιουργία μιας τέτοιας ομάδας θα τόνωνε την καινοτομία στην τεχνητή νοημοσύνη και ίσως ακόμα και να άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο ο υπόλοιπος κόσμος την αντιμετώπιζε.
Φάνηκε να έχει δίκιο. Το 2012, με τους μαθητές του Αλεξ Κριζέφσκι και Ιλια Σουτσκέβερ, κερδίζει στο ImageNet, έναν διαγωνισμό αναγνώρισης εικόνας που περιλαμβάνει χίλιους διαφορετικούς τύπους αντικειμένων. Αυτό, ασφαλώς, δεν πέρασε απαρατήρητο από την Google και τον Andrew Ng, ο οποίος είχε ιδρύσει ένα πρότζεκτ «βαθιάς μάθησης» στον τεχνολογικό κολοσσό, κυρίως για να εξελίξει την αναγνώριση φωνητικών εντολών σε τηλέφωνα Android και την τότε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Google+, που καταργήθηκε το 2019. Το 2013, τελικά, ο Χίντον εντάχθηκε στην εταιρεία μαζί με άλλους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, καθώς η Google δαπάνησε 44 εκατ. δολάρια για να αποκτήσει την εταιρεία που ξεκίνησε ο Χίντον και οι δύο μαθητές του.
«Πάψαμε να είμαστε οι τρελοί του περιθωρίου. Γίναμε πλέον οι τρελοί του πυρήνα», όπως έχει πει ο ίδιος. (...)
Η παραίτηση από την Google, οι φόβοι και η… ελευθερία
Επειτα από αυτό το συναρπαστικό ταξίδι τόσων και τόσων δεκαετιών, έφτασε η 1η Μαΐου του 2023. Μέσω των New York Times, ο Τζέφρι Χίντον –ο επιστήμονας που έλαβε το Βραβείο Τούρινγκ το 2018 και το Μετάλλιο του Αδαμάντινου Ιωβηλαίου της βασίλισσας Ελισάβετ το 2012, ... – δημοσιοποιεί την απόφασή του να αποσυρθεί. Επικαλείται την ηλικία του («είμαι πλέον 76, πρέπει να αποσυρθώ») και τον φόβο του ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα πάρει επικίνδυνα μονοπάτια αν πέσει σε λάθος χέρια. (...)
Την περασμένη Δευτέρα, εντάχθηκε επίσημα σε μια πληθυνόμενη χορεία επικριτών που λένε ότι αυτές οι εταιρείες οδεύουν μαθηματικά σε επικίνδυνα μονοπάτια, με τις επιθετικές τους καμπάνιες για τη δημιουργία προϊόντων που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, την τεχνολογία που τροφοδοτεί δημοφιλή chatbots όπως το ChatGPT.
Σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ένα κομμάτι της ψυχής του μετανιώνει πλέον για το έργο της ζωής του. «Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη συνηθισμένη δικαιολογία: αν δεν το είχα κάνει εγώ, θα το έκανε κάποιος άλλος». (...)
Διαβάστε το ολόκληρο στο:
Τζέφρι Χίντον: Η πορεία του «νονού της ΑΙ» που μετάνιωσε για το έργο της ζωής του | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου