Μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση για τo ελαιόλαδο, που αποτελεί με διαφορά το πιο εμβληματικό προϊόν της μεσσηνιακής γης, της Βιβίς Κωνσταντινίδου στην Καθημερινή με τίτλο "Ελιά: Γνωρίζοντας τον «χρυσό» της μεσσηνιακής γης".
Κάποια αποσπάσματα:
Φημισμένο στα πέρατα του κόσμου, το μεσσηνιακό ελαιόλαδο δεν έχει κερδίσει τυχαία τη διεθνή αναγνώριση. Με το μεγαλύτερο μέρος της έκτασής τους να καλύπτεται από κάμπο, χαμηλά βουνά και λόφους, η Μεσσηνία μαζί με τη γειτονική Λακωνία ήταν τόποι που ευνοούσαν την ελαιοκαλλιέργεια και την ανέπτυξαν από τα πανάρχαια χρόνια.
Από τους παλαιότερους παραδοσιακούς ελαιώνες της Ελλάδας είναι ο Μεσσηνιακός, με περίπου 15 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, κυρίως κορωνέικης ποικιλίας για την παραγωγή ελαιολάδου. Η μικρόκαρπη κορωνέικη ποικιλία απαντάται σε όλη την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα δε στην ομώνυμη περιοχή της Μεσσηνίας. «Παράγει σταθερά εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο, ενώ παράλληλα εμφανίζει πολύ μεγάλη αντοχή σε εχθρούς και ασθένειες, κάτι που συνέβαλε σημαντικά στην ανώτερη ποιότητα των ελαιολάδων της, ιδιαίτερα παλαιότερα που δεν υπήρχαν οι σημερινές μέθοδοι φυτοπροστασίας», επισημαίνει ο γεωπόνος Γιώργος Κωστελένος (...)
Κάθε φθινόπωρο οι απέραντοι ελαιώνες της Μεσσηνίας στρώνονται με λιόπανα, για να ξεκινήσει η μεγάλη γιορτή του λιομαζώματος.
Η «Μάνα Ελιά», το υπεραιωνόβιο ελαιόδεντρο-σύμβολο της Καλαμάτας, είναι ένα σπάνιο φυσικό μνημείο με περίμετρο κορμού σχεδόν 9 μέτρα και ηλικία που κυμαίνεται από 800 έως 1.733 έτη.
Στο Τροφοπωλείο 51 στην πόλη της Καλαμάτας, ο ιδιοκτήτης, Γιώργος Κουτέλας, έχει οργανώσει έναν χώρο γευσιγνωσίας εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου για τους πελάτες και εξηγεί τα πάντα για την κορωνέικη ποικιλία: «Ένα κορωνέικο ελαιόλαδο που προέρχεται από παραθαλάσσια κτήματα της Μεσσηνίας θα έχει άλλο αρωματικό και γευστικό προφίλ από ένα λάδι προερχόμενο από την αντίστοιχη ορεινή, εξαιτίας των διαφορών στο έδαφος και στο μικροκλίμα», εξηγεί.
Όπως όλα τα ελαιόλαδα, το κορωνέικο χαρακτηρίζεται από τρία θεμελιώδη στοιχεία: το φρουτώδες, το πικρό και το πικάντικο. Με ποιους τρόπους, όμως, μπορούμε να παντρέψουμε γευστικά το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο της κορωνέικης ποικιλίας; Ο Γιώργος Κουτέλας δίνει έναν μίνι πρακτικό οδηγό για αρχάριους:
Ένα άγουρο ελαιόλαδο από πράσινες ελιές δίνει έντονο φρουτώδες και πικρό και πικάντικο προφίλ και συνδυάζεται με ήπιες γεύσεις, που θα αναδείξουν αυτά τα στοιχεία: βραστά λαχανικά, πράσινες σαλάτες, ψητά λευκά κρέατα, φάβα, σούπες λαχανικών. Σε όλα αυτά, το ελαιόλαδο πρέπει να προστεθεί σχεδόν ωμό, στο τελείωμα του μαγειρέματος.
Ένα ελαιόλαδο από ημιώριμες ελιές, με χρώμα μισό μαύρο-μισό πράσινο, χαρακτηρίζεται από μέτριο φρουτώδες και πικάντικο στοιχείο και συνδυάζεται ιδανικά με ψητό χοιρινό, βραστά όσπρια, κυνήγι, σαλάτα με ντομάτες ή/και αγγούρι, μανιτάρια ψητά, δηλαδή με τροφές όχι «επίπεδες», με γευστικό τόνο, που ζητούν ελαιόλαδο με μέτρια τα τρία χαρακτηριστικά του, ώστε να έρθει η επιθυμητή πολυπλοκότητα.
Το ελαιόλαδο από ώριμες, μαύρες ελιές, με χαμηλό το τρίπτυχο φρουτώδες-πικρό-πικάντικο, συνδυάζεται με τροφές ιδιαίτερης γεύσης, που ζητούν μια εξαίρετη λιπαρή ουσία, που ωστόσο δεν θα καλύψει τον δικό τους χαρακτήρα: ψητά φρέσκα ψάρια, σπαράγγια. (...)
Πηγή: kathimerini.gr (Φωτογραφίες: Πηνελόπη Θωμαΐδη / Hans Lucas)
Διαβάστε το ολόκληρο στο:
Ελιά: Γνωρίζοντας τον «χρυσό» της μεσσηνιακής γης | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)
Σχετική ανάρτηση: Μάζεμα ελιάς και παραγωγή ελαιολάδου σε ένα χωριό της Μεσσηνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου