Ενας φύλακας χορεύει ζεϊμπέκικο, ένας κλητήρας δέχεται ευχές για την ονομαστική του εορτή κερνώντας ουίσκι-κόλα, ένας υπάλληλος με τη σημαία του Παναθηναϊκού στην πλάτη είναι σκυμμένος πάνω από ένα μπρίκι, ένας αποθηκάριος κάνει πετάλι εν ώρα εργασίας.
Η μια εικόνα πιο σουρεάλ από την άλλη και όλες απαθανατίζουν δημόσιους υπαλλήλους στην καθημερινότητά τους. «Κατέβαινα στο γκαράζ του υπουργείου και είδα την πόρτα μιας αποθήκης μισάνοιχτη. Ο κύριος Πέτρος, ένας κλητήρας, είχε ανέβει στο ποδήλατο και έκανε γυμναστική (φωτογραφία επάνω αριστερά). Σήκωσα τη μηχανή και τον φωτογράφισα», θυμάται ο Μιχάλης Πατσούρας.
Δημόσιος υπάλληλος και ο ίδιος για μια δεκαετία στο παλαιό υπουργείο Εμπορίου στην Κάνιγγος, ήρθε στην Αθήνα από το Διδυμότειχο –όπου έμενε η οικογένειά του, εκείνη την περίοδο– για να σπουδάσει φωτογραφία. Ενας θείος που ήταν τότε «στα μέσα και στα έξω» τον τοποθέτησε στο υπουργείο, στη θέση του τεχνικού μηχανημάτων.
«Δεν ήμουν ποτέ στο γραφείο μου, γύριζα σε όλους τους ορόφους, επισκευάζοντας μικρά και μεγαλύτερα μηχανήματα, γραφομηχανές, φωτοαντιγραφικά. Πολλές φορές περνούσα ώρες μαζί με κάποιους συναδέλφους μέχρι να ολοκληρώσω τη δουλειά μου. Κάποιοι γνώριζαν ότι τους “έκλεινα” μέσα στο κάδρο μου, υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι που δεν με πρόσεχαν. Απορροφημένοι στη δουλειά τους ή στις συζητήσεις τους, μου έδιναν “θέμα”. Δεν φωτογράφιζα όμως συστηματικά, μπορεί να περνούσαν και δύο μήνες πριν από την επόμενη λήψη».
«Δεν ήμουν ποτέ στο γραφείο μου, γύριζα σε όλους τους ορόφους, επισκευάζοντας μικρά και μεγαλύτερα μηχανήματα, γραφομηχανές, φωτοαντιγραφικά. Πολλές φορές περνούσα ώρες μαζί με κάποιους συναδέλφους μέχρι να ολοκληρώσω τη δουλειά μου. Κάποιοι γνώριζαν ότι τους “έκλεινα” μέσα στο κάδρο μου, υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι που δεν με πρόσεχαν. Απορροφημένοι στη δουλειά τους ή στις συζητήσεις τους, μου έδιναν “θέμα”. Δεν φωτογράφιζα όμως συστηματικά, μπορεί να περνούσαν και δύο μήνες πριν από την επόμενη λήψη».
Εντυπωσιασμένος από τη φωτογραφία ντοκουμέντου που διδασκόταν στη σχολή, ο κ. Πατσούρας προσπάθησε να καταγράψει τη δική του πραγματικότητα. Οι φωτογραφίες του (γύρω στις 150) εκτείνονται χρονικά από το 1993 έως το 2000, και ανάλογα με το πώς βλέπει κανείς το ελληνικό Δημόσιο, μπορεί να αποφασίσει αν αυτές αφορούν αποκλειστικά το παρελθόν ή αν περικλείουν και στιγμές της σύγχρονης πραγματικότητας.
Θα μπορούσε να έχει αποδοθεί αυτή η ατμόσφαιρα με έγχρωμο φιλμ; Θα τις συσχετίζαμε, ίσως, πιο εύκολα με όσα ζούμε ακόμη και τώρα; «Το ασπρόμαυρο μου ταίριαζε περισσότερο, γιατί γκρίζο και μουντό ήταν όλο αυτό που ζήσαμε εκεί», υποστηρίζει ο φωτογράφος.
Ξεφτισμένοι τοίχοι, πληθώρα σφραγίδων, χωρίσματα με νοβοπάν, υπάλληλοι κρυμμένοι πίσω από στοίβες χαρτιών, φάκελοι, σκονισμένα αρχεία, κουρασμένα βλέμματα, άνθρωποι αποκαμωμένοι από την πλήξη. «Βγάζοντας αυτά τα πορτρέτα δεν προσπάθησα να χαρακτηρίσω ή να κουνήσω το δάχτυλο σε κανέναν. Γι’ αυτό και άργησα πολύ να δείξω το υλικό, γιατί θα ήταν πολύ εύκολο αλλά και άδικο να στοχοποιηθούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι.
Ο άνθρωπος προσαρμόζεται στις συνθήκες. Ολοι ρέπουμε προς την ευκολία, το βόλεμα. Αυτός που κάνει αίτηση για να προσληφθεί στο Δημόσιο δεν αντιλαμβάνεται πως προσπαθεί να ενσωματωθεί σε μια υπεράριθμη υπηρεσία. Δεν καταλαβαίνει πως θα ενισχύσει με την παρουσία του ένα δυσλειτουργικό, βαθιά προβληματικό σύστημα. Κανείς δεν φαντάζεται πως θα βαλτώσει, πως η μια μέρα θα διαδέχεται την άλλη, χωρίς καμία έκπληξη. Και αυτό το πράγμα σε τρώει»...
Το 2000 αποφάσισε να φύγει. «Με εντολή κάποιου γραμματέα είχα “γυρίσει” από τεχνικός σε διοικητικός υπάλληλος. Μοιραζόμουν το γραφείο με άλλες πέντε γυναίκες και στην ουσία ήμουν χωρίς αντικείμενο. Κάθε έγγραφο έπρεπε να έχει όλων μας την υπογραφή, αν ένας έλειπε, η υπόθεση έμενε σε εκκρεμότητα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου να κυλάει έτσι, αποφάσισα να παραιτηθώ και να ζήσω από τη φωτογραφία».
Κοιτώντας το υλικό του, συνειδητοποίησε ότι είχε μια ιστορία, μόνο που της έλειπε η αρχή και το τέλος. «Η αρχή ήταν η κεντρική είσοδος του υπουργείου και για το τέλος κράτησα δύο εκδοχές: στη μία, δύο υπάλληλοι με χαρτοφύλακες και συντονισμένο βηματισμό εξέρχονται από το κτίριο και στην άλλη εικόνα όλοι οι υπάλληλοι βγαίνουν άτακτα προς τα έξω». Πώς το κανονίσατε αυτό; «Τότε δεχόμασταν, συχνά, τηλεφωνήματα για βόμβα. Το τηλέφωνο χτυπούσε, συνήθως, γύρω στις 12 το μεσημέρι. Μέχρι να εξέλθουν όλοι, να έρθουν οι αστυνομικοί με τα σκυλιά για να κάνουν έρευνα στους χώρους, η ώρα είχε πάει τρεις, είχε φτάσει η ώρα να σχολάσουμε».
η κεντρική είσοδος του υπουργείου
Το «07.00-15.00», το βολικό ωράριο που σου επέτρεπε να μεγαλώσεις και τα παιδιά σου, όπως μας έλεγαν οι μανάδες μας, ο πόθος τόσων Ελλήνων, έδωσε και τον τίτλο στην έκθεση που παρουσιάζεται στο πλαίσιο της Photobiennale της Θεσσαλονίκης. «Επιλέξαμε 33 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με γνώμονα την υπερβολή», εξηγεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Photometria Festival και επιμελητής της έκθεσης, Παναγιώτης Παππάς. «Υπάρχει φυσικά η γραφειοκρατία, αυτή η απίστευτη χαρτούρα, αλλά περισσότερο θελήσαμε να αναδείξουμε τη σουρεαλιστική πλευρά του Δημοσίου».
Και τελικά το ποδήλατο πώς βρέθηκε μέσα στο υπουργείο; «Ξέρετε, παλιά στα υπουργεία, οι υπουργοί συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν το γραφείο σαν το σπίτι τους. Αλλαζαν την επίπλωση, τις κουρτίνες, τα χαλιά, ένας είχε ζητήσει και όργανο γυμναστικής», αναφέρει ο κύριος Πατσούρας. «Στον επόμενο ανασχηματισμό, το ποδήλατο βρέθηκε στην αποθήκη μαζί με τον κύριο Πέτρο. Μπορεί να είναι εκεί ακόμη».
Εως τις 19/11, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, η έκθεση παρουσιάζεται στο πλαίσιο της PhotoBiennale. Συνδιοργάνωση με το Photometria International Photography Festival.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου