Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το επιτοκιακό περιθώριο των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2024 στο 3,32%, αποτελώντας το 5ο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά τις Λετονία (3,78%), Λιθουανία (3,67%), Εσθονία (3,64%) και Σλοβενία (3,63%). Στον αντίποδα, πέριξ του 0,5% κυμαίνεται το επιτοκιακό περιθώριο σε Σλοβακία, Μάλτα, Κροατία, Βουλγαρία και Κύπρο, με τον ευρωπαικό μέσο όρο να βρίσκεται το ίδιο διάστημα στο 1,61%.
Αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με την ΤτΕ, τον περασμένο Ιούλιο το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,57%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,86%. Επομένως, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,29 εκατοστιαίες μονάδες.
Την ίδια στιγμή, τα έσοδα από τόκους ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα ανήλθαν στο 78,62%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης διαμορφώνεται στο 59,77%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών συνεχίζει να στηρίζεται κατά βάση στα επιτοκιακά έσοδα, τα οποία το α’ εξάμηνο του 2024 ξεπέρασαν τα τέσσερα δισ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών δε, συντείνουν στο ότι το συγκεκριμένο "κανάλι" θα εξακολουθήσει να αποδίδει… καρπούς και το 2024, ως απόρροια και της πιο αργής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Από τα επόμενα έτη, ωστόσο, οι πιέσεις θα είναι πιο έντονες, με τις τράπεζες να υπολογίζουν πως για κάθε μείωση επιτοκίων κατά 25 μ.β. τα έσοδά τους θα μειώνονται κατά 12 εκατ. ευρώ στην Alpha Bank, 25 εκατ. ευρώ στη Eurobank, 25 με 30 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς και 30 με 35 εκατ. ευρώ στην Εθνική Τράπεζα. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη δρομολογούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους, γεγονός που θα τις επιτρέψει να "απορροφήσουν" τις όποιες απώλειες εντέλει προκύψουν.
Την ίδια στιγμή, τα έσοδα από τόκους ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα ανήλθαν στο 78,62%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης διαμορφώνεται στο 59,77%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών συνεχίζει να στηρίζεται κατά βάση στα επιτοκιακά έσοδα, τα οποία το α’ εξάμηνο του 2024 ξεπέρασαν τα τέσσερα δισ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών δε, συντείνουν στο ότι το συγκεκριμένο "κανάλι" θα εξακολουθήσει να αποδίδει… καρπούς και το 2024, ως απόρροια και της πιο αργής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Από τα επόμενα έτη, ωστόσο, οι πιέσεις θα είναι πιο έντονες, με τις τράπεζες να υπολογίζουν πως για κάθε μείωση επιτοκίων κατά 25 μ.β. τα έσοδά τους θα μειώνονται κατά 12 εκατ. ευρώ στην Alpha Bank, 25 εκατ. ευρώ στη Eurobank, 25 με 30 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς και 30 με 35 εκατ. ευρώ στην Εθνική Τράπεζα. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη δρομολογούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους, γεγονός που θα τις επιτρέψει να "απορροφήσουν" τις όποιες απώλειες εντέλει προκύψουν.
Τέλος, αναφορικά με τα "κόκκινα" δάνεια, η Ελλάδα, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, με τη συμβολή και του "Ηρακλή", εξακολουθεί να διατηρεί την αρνητική "πρωτιά", διαθέτοντας το β’ τρίμηνο του 2024 δείκτη NPL 3,42%. Η απόσταση δε, τόσο από τη δεύτερη στη λίστα Ισπανία (2,79%), όσο και από το μέσο όρο της Ευρώπης (1,92%), μόνο αμελητέα δεν είναι, γεγονός που καταδεικνύει την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλουν οι εγχώριες τράπεζες για την περαιτέρω μείωση του επίμαχου στοκ. Σημειώνεται πως αυτό στα τέλη του περασμένου Ιουνίου "άγγιξε" τα 5,5 δισ. ευρώ (1,7 δισ. ευρώ η Alpha Bank, 1,2 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα, και από 1,3 δισ. ευρώ οι Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς), με τα σχέδια των διοικήσεων να προβλέπουν διάφορες λύσεις, μεταξύ των οποίων μεμονωμένες πωλήσεις, αλλά και τιτλοποιήσεις χαρτοφυλακίων, αξιοποιώντας τον τρίτο και τελευταίο γύρο λειτουργίας του "Ηρακλή".
Υψηλό, πάντως, παραμένει και το ποσοστό των δανείων που βρίσκονται στην "πορτοκαλί" ζώνη, που έχουν, δηλαδή, εμφανίσει πρόβλημα στην εξυπηρέτησή τους, χωρίς, ωστόσο, να έχουν χαρακτηριστεί ως "κόκκινα". Σύμφωνα με τα στοιχεία, αυτά το β’ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκαν σε 8,88%, μειωμένα σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2023 (10,75%), αλλά σχεδόν διπλάσια εν συγκρίσει με άλλες χώρες, όπως, για παράδειγμα, την Κύπρο ή την Κροατία.
Πηγή: capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου