Έχετε προσέξει ότι οι άνθρωποι, αμέσως μετά τη μέση ηλικία, αλλάζουν χαρακτήρα; Τους βλέπεις αρχικά να καμαρώνουν, για όσα μέχρι τότε θεωρούν ότι πέτυχαν στη ζωή τους, για να βαρύνουν όμως στη συνέχεια και να γίνουν ξεροκέφαλοι, επίμονοι και απαιτητικοί, ώσπου να καταλήξουν εριστικοί, γκρινιάρηδες και με το παραμικρό να θυμώνουν.
Μια
φιλοσοφημένη απάντηση στο γιατί, μας δίνει ο Αίσωπος, στο μύθο που ακολουθεί:
Το άλογο, το βόδι, ο σκύλος και ο άνθρωπος
Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα που θα τον κατοικούσαν, όρισε, στο καθένα από αυτά, πόσα χρόνια θα ζούσε.
Σ’ όλα, όπως στη θαλασσινή χελώνα λόγου χάριν, όρισε να ζει ως τριακόσια χρόνια, σ΄ άλλα, σαν το κοράκι για παράδειγμα, εκατό, στον ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια, στις πεταλούδες μόλις τρεις μέρες.
Κι επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από το Δία και τότε άρχιζαν να ζούνε, κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε ορίσει.
Μετά τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ’ αυτόν έδωσε και κάτι, που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.
- "Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω"; Ρώτησε ο άνθρωπος.
- "Σαράντα"! του απάντησε ο Δίας.
- "Καλά"! είπε ο άνθρωπος.
Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως τα σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι, λόγου χάρη, ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας.
Όταν ήρθε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη, όλα γύρω του ήτανε όμορφα, αλλά, τις νύχτες έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα, όπως τα άλλα ζώα, για να προφυλάσσεται, σκέφτηκε κάτι να φτιάξει. Μάζεψε φύλλα, τα έραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρησιμοποίησε προβιές από αγρίμια.
Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούνε κανένα δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος, όμως, είχε το σπίτι του, κι έτσι είχε όσο ίσκιο και δροσιά ήθελε.
Ήρθε και ο χειμώνας και άρχισαν οι βροχές, τα κρύα και τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινόταν μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου.
Ένα βράδυ, που έκανε κρύο δυνατό, κάποιος χτύπησε την πόρτα του.
- "Ποιος είναι"; Ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.
- "Είμαι εγώ, το άλογο", ακούστηκε απ’ έξω μια φωνή. "Πάρε με μαζί σου άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω".
- "Μου χαρίζεις και δέκα χρόνια από τη ζωή σου, για να σε πάρω";
- "Σου χαρίζω"! υποσχέθηκε το άλογο.
Κι ο άνθρωπος το πήρε στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει.
Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.
- "Πάρε με άνθρωπε να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω"! Τον παρακάλεσε.
- "Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις και δέκα χρόνια από τη ζωή σου", είπε ο άνθρωπος.
- "Μ’ όλη μου την καρδιά", απάντησε το βόδι.
Κι ο άνθρωπος το πήρε στο σπίτι του και το έστρωσε στη δουλειά.
Το τρίτο βράδυ ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.
- "Πάρε με άνθρωπε στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω", του είπε.
- "Εσύ για δουλεία δεν κάνεις", αποκρίθηκε ο άνθρωπος. "Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου, όταν θα λείπω, φτάνει να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου".
- "Σου τα χαρίζω"! Φώναξε ο σκύλος πρόθυμα.
Κι ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει κι εκείνος το φύλαγε πιστά.
Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια.
Μόνο που, όταν τελείωσε τα σαράντα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν και εκείνο. Στα δέκα του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, στα τελευταία δέκα χρόνια, που τα είχε πάρει από το σκύλο, έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.
Γι’ αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: είναι γιατί ζούνε τα χρόνια, του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου.
Το άλογο, το βόδι, ο σκύλος και ο άνθρωπος
Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα που θα τον κατοικούσαν, όρισε, στο καθένα από αυτά, πόσα χρόνια θα ζούσε.
Σ’ όλα, όπως στη θαλασσινή χελώνα λόγου χάριν, όρισε να ζει ως τριακόσια χρόνια, σ΄ άλλα, σαν το κοράκι για παράδειγμα, εκατό, στον ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια, στις πεταλούδες μόλις τρεις μέρες.
Κι επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από το Δία και τότε άρχιζαν να ζούνε, κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε ορίσει.
Μετά τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ’ αυτόν έδωσε και κάτι, που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.
- "Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω"; Ρώτησε ο άνθρωπος.
- "Σαράντα"! του απάντησε ο Δίας.
- "Καλά"! είπε ο άνθρωπος.
Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως τα σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι, λόγου χάρη, ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας.
Όταν ήρθε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη, όλα γύρω του ήτανε όμορφα, αλλά, τις νύχτες έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα, όπως τα άλλα ζώα, για να προφυλάσσεται, σκέφτηκε κάτι να φτιάξει. Μάζεψε φύλλα, τα έραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρησιμοποίησε προβιές από αγρίμια.
Έπειτα είδε πως τα πουλιά χτίζανε φωλιά, και σκέφτηκε να φτιάξει κι αυτός μια, αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω. Με το λογικό, λοιπόν, που του είχε χαρίσει ο Δίας, έφτιαξε ένα σπίτι με σκέπη, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα, που του χρησίμευαν για να βλέπει τι γίνεται έξω, χωρίς να αναγκάζεται να βγαίνει από το σπίτι του.
Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούνε κανένα δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος, όμως, είχε το σπίτι του, κι έτσι είχε όσο ίσκιο και δροσιά ήθελε.
Ήρθε και ο χειμώνας και άρχισαν οι βροχές, τα κρύα και τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινόταν μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου.
Ένα βράδυ, που έκανε κρύο δυνατό, κάποιος χτύπησε την πόρτα του.
- "Ποιος είναι"; Ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.
- "Είμαι εγώ, το άλογο", ακούστηκε απ’ έξω μια φωνή. "Πάρε με μαζί σου άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω".
- "Μου χαρίζεις και δέκα χρόνια από τη ζωή σου, για να σε πάρω";
- "Σου χαρίζω"! υποσχέθηκε το άλογο.
Κι ο άνθρωπος το πήρε στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει.
Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.
- "Πάρε με άνθρωπε να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω"! Τον παρακάλεσε.
- "Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις και δέκα χρόνια από τη ζωή σου", είπε ο άνθρωπος.
- "Μ’ όλη μου την καρδιά", απάντησε το βόδι.
Κι ο άνθρωπος το πήρε στο σπίτι του και το έστρωσε στη δουλειά.
Το τρίτο βράδυ ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.
- "Πάρε με άνθρωπε στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω", του είπε.
- "Εσύ για δουλεία δεν κάνεις", αποκρίθηκε ο άνθρωπος. "Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου, όταν θα λείπω, φτάνει να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου".
- "Σου τα χαρίζω"! Φώναξε ο σκύλος πρόθυμα.
Κι ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει κι εκείνος το φύλαγε πιστά.
Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια.
Μόνο που, όταν τελείωσε τα σαράντα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν και εκείνο. Στα δέκα του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, στα τελευταία δέκα χρόνια, που τα είχε πάρει από το σκύλο, έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.
Γι’ αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: είναι γιατί ζούνε τα χρόνια, του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου