Στην ανατροπή της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και προς την οικονομία γενικότερα και τις σχετικές επιπτώσεις, αναφέρεται ο Κώστας Μαυρίδης (Διδάκτωρ Χρηματοοικονομικής) σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του, το οποίο δημοσιεύεται στις 18 και 19 Μαΐου 2013 στον κυπριακό τύπο.
Αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια αυτούσιο το άρθρο, όπως μας το έστειλαν από την Κύπρο:
Εμπιστοσύνη, Οικονομία και Μέλλον
Αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια αυτούσιο το άρθρο, όπως μας το έστειλαν από την Κύπρο:
Εμπιστοσύνη, Οικονομία και Μέλλον
του Κώστα Μαυρίδη
Η ανατροπή της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα και κατ΄επέκταση προς την οικονομία είναι γεγονός. Και δεν νοείται σύγχρονη οικονομία χωρίς σταθερό καταθετικό σύστημα. Ωστόσο, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι όντως μακροπρόθεσμη και δύσκολη διεργασία, που ξεκινά όμως με μικρά βήματα π.χ. στα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα καυτά θέματα και στα προτεινόμενα μέτρα. Πάντως, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα με αισιόδοξες εμφανίσεις «παπαγάλων» στα ΜΜΕ, δεν αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη.
Η διαχείριση της κρίσης στην Ισλανδία, που προηγήθηκε 4-5 χρόνια της κυπριακής, υπήρξε διαφορετική και εξαρχής μπορούσε η Κύπρος να αντλήσει μαθήματα. Έστω και τώρα, υπάρχει συσσωρευμένη επιστημονική γνώση βασισμένη πρωτίστως στην εμπειρία, που τα θεωρητικά αντεπιχειρήματα αδυνατούν να ανατρέψουν. Η Κύπρος μπορεί να αντλήσει μαθήματα από την ισλανδική εμπειρία εάν υπάρχει θέληση. Πλέον το υποδεικνύουν και ξένοι. Ο G. Johnsen, Μέλος της Ειδικής Επιτροπής Έρευνας της Ισλανδίας, περιγράφει (29 Απριλίου 2013) σε άρθρο του «Το Ισλανδικό μάθημα ανόρθωσης για την Κύπρο». Η τιμωρία των ενόχων και υπευθύνων με ανάδειξη των ευθυνών (προσωπικών ή άλλωσπως) είναι σημαντικό για λόγους αποκατάστασης της δικαιοσύνης και ηθικής τάξης. Επιπλέον, μόνο μια πλήρης, διεισδυτική και διεξοδική έρευνα μπορεί να θεμελιώσει το νέο σύστημα οικονομίας και εξουσίας με εμπιστοσύνη. Ιδιαίτερα, προσθέτουμε, μετά την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο κυπριακό συγκρότημα εξουσίας με κορωνίδα εξουσίας το τραπεζικό σύστημα.
Δυστυχώς, όταν επιχειρούμε να δώσουμε κατεύθυνση με πρακτικές εισηγήσεις, παρεμβάλλεται ένας αξεπέραστος «τοίχος» σε ένα συγκρότημα εξουσίας που έχει το τραπεζικό σύστημα στην κορυφή. Μετά από όσα επισυνέβησαν, η κυπριακή κοινωνία επωμίστηκε ένα τεράστιο φορτίο από τις πιο «δυνατές» τράπεζες, εκείνες με τη μεγαλύτερη επιρροή και διαπλοκή στην εξουσία (εκάστοτε Κυβέρνηση, κόμματα, εποπτικούς θεσμούς, ΜΜΕ, επιστημονικό τομέα κ.ά.). Ωστόσο, τα μέτρα και η συζήτηση επικεντρώνονται απευθείας ή πλαγίως υπέρ των τραπεζών παρά με κριτήριο το κοινωνικό συμφέρον. Είναι τυχαίο που αρκετοί σημερινοί προβεβλημένοι υποχρεώθηκαν - με αρκετή καθυστέρηση και επειδή αυτό επέβαλλαν σκοπιμότητες - να αποδεκτούν φραστικά ότι οι τράπεζες έχουν κύρια ευθύνη;
Περιοριζόμαστε στο θέμα των επιτοκίων. Οι παρεμβάσεις των Αρχών στρέφονται στη μείωση του καταθετικού επιτοκίου, που είναι κόστος για τις τράπεζες με την … ευχή ότι οι τράπεζες -λόγω «καλής διάθεσης»- θα μετακυλήσουν τη μείωση στα δανειστικά επιτόκια. Μια παρέμβαση για μείωση του δανειστικού επιτοκίου (έμμεσα ή μέσω ρύθμισης ανώτατου επιτρεπόμενου συνολικού επιτοκίου δανεισμού π.χ. 7%), αφήνοντας ελεύθερα στις τράπεζες τον καθορισμό επιτοκίου καταθέσεων, προσφέρει πλεονεκτήματα στη σημερινή πραγματικότητα: άμεσο και πολλαπλασιαστικό όφελος για την κοινωνία που δυσπραγεί, διαφάνεια και πρακτική εφαρμογή, μειώνει τις καταχρηστικές χρεώσεις που συγκαλυμμένα προστίθενται στο υποτιθέμενο επιτόκιο κ.ά. Σημαντικό πλεονέκτημα είναι και το πλαίσιο βεβαιότητας όπου θα μπορούν να λειτουργούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που μόνο του είναι επαρκές πλεονέκτημα στην παρούσα αβέβαιη φάση. Η σταθερότητα που δημιουργείται δημιουργεί μεγάλη πρόσθετη αξία. Φυσικά, υπάρχουν μειονεκτήματα. Όμως, το ζητούμενο είναι το σωστό με βάση την πραγματικότητα και όχι τις θεωρητικές/ιδεολογικές προσεγγίσεις. Το καλύτερο επιτυχημένο παράδειγμα ήταν η Κύπρος που μετά το 1974 η έκτατη κατάσταση επέβαλε έκτακτες ρυθμίσεις και νομοθετικές παρεμβάσεις.
Ιδέες και προτάσεις υπάρχουν. Το πρόβλημα είναι κατά πόσον υπάρχει διάθεση αλλαγής φιλοσοφίας και απελευθέρωσης από δεσμά. Η επικρατούσα προσέγγιση βασίζεται σε θεωρίες, και ανεξαρτήτως προθέσεων, καταλήγει πρακτικά στην υπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και όχι του ευρύτερου κοινωνικού. Το δανειστικό επιτόκιο ήταν απλά παράδειγμα. Μια αλλαγή προσέγγισης θα αναδείξει πολλά άλλα π.χ. παράνομες και καταχρηστικές πρόνοιες/πρακτικές τραπεζών, ανάγκη για εξωδικαστική ρύθμιση διαφορών (υπέβαλα τεκμηριωμένο σημείωμα πριν 10 περίπου χρόνια!) κ.ά. Το βαθμό που ο παρεμβαλλόμενος «τοίχος» είναι αποτέλεσμα λανθασμένης φιλοσοφίας, άγνοιας ή διαπλοκής, μπορεί καθένας να κρίνει. Παρεμπιπτόντως, στην Ισλανδία δημιούργησαν κρατικές τράπεζες κρίνοντας ότι αυτό υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον για διαχείριση των πτωχευμένων τραπεζών. Στην Κύπρο που ήδη υπήρχε κρατική τράπεζα, όλα αυτά παραγνωρίστηκαν και ούτε καν συζητούνται.
Κώστας Μαυρίδης
Η ανατροπή της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα και κατ΄επέκταση προς την οικονομία είναι γεγονός. Και δεν νοείται σύγχρονη οικονομία χωρίς σταθερό καταθετικό σύστημα. Ωστόσο, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι όντως μακροπρόθεσμη και δύσκολη διεργασία, που ξεκινά όμως με μικρά βήματα π.χ. στα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα καυτά θέματα και στα προτεινόμενα μέτρα. Πάντως, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα με αισιόδοξες εμφανίσεις «παπαγάλων» στα ΜΜΕ, δεν αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη.
Η διαχείριση της κρίσης στην Ισλανδία, που προηγήθηκε 4-5 χρόνια της κυπριακής, υπήρξε διαφορετική και εξαρχής μπορούσε η Κύπρος να αντλήσει μαθήματα. Έστω και τώρα, υπάρχει συσσωρευμένη επιστημονική γνώση βασισμένη πρωτίστως στην εμπειρία, που τα θεωρητικά αντεπιχειρήματα αδυνατούν να ανατρέψουν. Η Κύπρος μπορεί να αντλήσει μαθήματα από την ισλανδική εμπειρία εάν υπάρχει θέληση. Πλέον το υποδεικνύουν και ξένοι. Ο G. Johnsen, Μέλος της Ειδικής Επιτροπής Έρευνας της Ισλανδίας, περιγράφει (29 Απριλίου 2013) σε άρθρο του «Το Ισλανδικό μάθημα ανόρθωσης για την Κύπρο». Η τιμωρία των ενόχων και υπευθύνων με ανάδειξη των ευθυνών (προσωπικών ή άλλωσπως) είναι σημαντικό για λόγους αποκατάστασης της δικαιοσύνης και ηθικής τάξης. Επιπλέον, μόνο μια πλήρης, διεισδυτική και διεξοδική έρευνα μπορεί να θεμελιώσει το νέο σύστημα οικονομίας και εξουσίας με εμπιστοσύνη. Ιδιαίτερα, προσθέτουμε, μετά την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο κυπριακό συγκρότημα εξουσίας με κορωνίδα εξουσίας το τραπεζικό σύστημα.
Δυστυχώς, όταν επιχειρούμε να δώσουμε κατεύθυνση με πρακτικές εισηγήσεις, παρεμβάλλεται ένας αξεπέραστος «τοίχος» σε ένα συγκρότημα εξουσίας που έχει το τραπεζικό σύστημα στην κορυφή. Μετά από όσα επισυνέβησαν, η κυπριακή κοινωνία επωμίστηκε ένα τεράστιο φορτίο από τις πιο «δυνατές» τράπεζες, εκείνες με τη μεγαλύτερη επιρροή και διαπλοκή στην εξουσία (εκάστοτε Κυβέρνηση, κόμματα, εποπτικούς θεσμούς, ΜΜΕ, επιστημονικό τομέα κ.ά.). Ωστόσο, τα μέτρα και η συζήτηση επικεντρώνονται απευθείας ή πλαγίως υπέρ των τραπεζών παρά με κριτήριο το κοινωνικό συμφέρον. Είναι τυχαίο που αρκετοί σημερινοί προβεβλημένοι υποχρεώθηκαν - με αρκετή καθυστέρηση και επειδή αυτό επέβαλλαν σκοπιμότητες - να αποδεκτούν φραστικά ότι οι τράπεζες έχουν κύρια ευθύνη;
Περιοριζόμαστε στο θέμα των επιτοκίων. Οι παρεμβάσεις των Αρχών στρέφονται στη μείωση του καταθετικού επιτοκίου, που είναι κόστος για τις τράπεζες με την … ευχή ότι οι τράπεζες -λόγω «καλής διάθεσης»- θα μετακυλήσουν τη μείωση στα δανειστικά επιτόκια. Μια παρέμβαση για μείωση του δανειστικού επιτοκίου (έμμεσα ή μέσω ρύθμισης ανώτατου επιτρεπόμενου συνολικού επιτοκίου δανεισμού π.χ. 7%), αφήνοντας ελεύθερα στις τράπεζες τον καθορισμό επιτοκίου καταθέσεων, προσφέρει πλεονεκτήματα στη σημερινή πραγματικότητα: άμεσο και πολλαπλασιαστικό όφελος για την κοινωνία που δυσπραγεί, διαφάνεια και πρακτική εφαρμογή, μειώνει τις καταχρηστικές χρεώσεις που συγκαλυμμένα προστίθενται στο υποτιθέμενο επιτόκιο κ.ά. Σημαντικό πλεονέκτημα είναι και το πλαίσιο βεβαιότητας όπου θα μπορούν να λειτουργούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που μόνο του είναι επαρκές πλεονέκτημα στην παρούσα αβέβαιη φάση. Η σταθερότητα που δημιουργείται δημιουργεί μεγάλη πρόσθετη αξία. Φυσικά, υπάρχουν μειονεκτήματα. Όμως, το ζητούμενο είναι το σωστό με βάση την πραγματικότητα και όχι τις θεωρητικές/ιδεολογικές προσεγγίσεις. Το καλύτερο επιτυχημένο παράδειγμα ήταν η Κύπρος που μετά το 1974 η έκτατη κατάσταση επέβαλε έκτακτες ρυθμίσεις και νομοθετικές παρεμβάσεις.
Ιδέες και προτάσεις υπάρχουν. Το πρόβλημα είναι κατά πόσον υπάρχει διάθεση αλλαγής φιλοσοφίας και απελευθέρωσης από δεσμά. Η επικρατούσα προσέγγιση βασίζεται σε θεωρίες, και ανεξαρτήτως προθέσεων, καταλήγει πρακτικά στην υπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και όχι του ευρύτερου κοινωνικού. Το δανειστικό επιτόκιο ήταν απλά παράδειγμα. Μια αλλαγή προσέγγισης θα αναδείξει πολλά άλλα π.χ. παράνομες και καταχρηστικές πρόνοιες/πρακτικές τραπεζών, ανάγκη για εξωδικαστική ρύθμιση διαφορών (υπέβαλα τεκμηριωμένο σημείωμα πριν 10 περίπου χρόνια!) κ.ά. Το βαθμό που ο παρεμβαλλόμενος «τοίχος» είναι αποτέλεσμα λανθασμένης φιλοσοφίας, άγνοιας ή διαπλοκής, μπορεί καθένας να κρίνει. Παρεμπιπτόντως, στην Ισλανδία δημιούργησαν κρατικές τράπεζες κρίνοντας ότι αυτό υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον για διαχείριση των πτωχευμένων τραπεζών. Στην Κύπρο που ήδη υπήρχε κρατική τράπεζα, όλα αυτά παραγνωρίστηκαν και ούτε καν συζητούνται.
Κώστας Μαυρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου