Προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες ωθούν την κυβέρνηση, για την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, να επιλέξει την λεγόμενη "καθαρή έξοδο από το μνημόνιο" έναντι της υπαγωγής της Ελλάδας σε “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”, παρ' ότι εκτιμάται ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού της.
Δυο αποσπάσματα από σχετικά δημοσιεύματα στη συνέχεια:
Μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ήταν υπέρτατος στόχος για την κυβέρνηση. Τώρα πλέον, υπεράνω όλων έχει τεθεί ο στόχος της καθαρής εξόδου από το μνημόνιο και εν ονόματι αυτού ρισκάρει τα οφέλη από τη συμμετοχή στο QE.
Και τούτο διότι για την ένταξη στο QE η ΕΚΤ απαιτεί αφενός βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους και αφετέρου αυτό που η κυβέρνηση θεωρεί «κόκκινο πανί»: την ένταξη της χώρας σε ένα πρόγραμμα με αυστηρούς όρους, όπως αυτό της προληπτικής γραμμής ECCL, που θα της επιτρέψει να διατηρήσει το γνωστό μας πλέον waiver, δηλαδή να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, σύμφωνα με τους οίκους αξιολόγησης.
Η ιταλική κρίση, που κλόνισε τις αγορές το τελευταίο διάστημα και εκτίναξε στα ύψη το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να γυρίσει την πλάτη στο QE. Το κόστος μιας ενδεχόμενης μη ένταξης σ’ αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν εκτιμήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι σε περίπτωση ένταξης, τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου θα υποχωρούσαν αμέσως κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες...
Μια μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου, εξάλλου, είναι βέβαιο ότι θα είχε ευεργετικές επιδράσεις και στα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων, συμπαρασύροντας την οικονομία σε ενάρετο κύκλο. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, το QE θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού των τραπεζών, όχι μόνο χάρη στην άμεση επίδραση της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, για τον δανεισμό τους, αλλά και μέσω των ρέπος, στη διατραπεζική αγορά, όπου τα ομόλογα χρησιμοποιούνται ως collateral (εγγύηση).
Στουρνάρας: Προληπτικό πρόγραμμα στήριξης για την Ελλάδα μετά το μνημόνιο
Την υπαγωγή της Ελλάδας σε “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης” μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, είχε εισηγηθεί ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, στην Ενδιάμεση Εκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική που δημοσιεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2017.
«Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της ΕΕ, όπως είναι ήδη γνωστό, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρις ότου η Ελλάδα αποπληρώσει το 75% των επίσημων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσον θα υπάρχει, και υπό ποιους όρους, ένα ενδεχόμενο “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών.
Η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους.
Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις. Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες».
Πηγή: bankofgreece.gr
Σχετικές αναρτήσεις:
Στουρνάρας: Προληπτικό πρόγραμμα στήριξης για την Ελλάδα μετά το μνημόνιο (21.12.2017)
Κυβερνητικές αντιδράσεις στο «προληπτικό πρόγραμμα στήριξης» του Γ. Στουρνάρα (22.12.2017)
Οχι στη φθηνή ρευστότητα για χάρη της καθαρής εξόδου
από την kathimerini.gr
Και τούτο διότι για την ένταξη στο QE η ΕΚΤ απαιτεί αφενός βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους και αφετέρου αυτό που η κυβέρνηση θεωρεί «κόκκινο πανί»: την ένταξη της χώρας σε ένα πρόγραμμα με αυστηρούς όρους, όπως αυτό της προληπτικής γραμμής ECCL, που θα της επιτρέψει να διατηρήσει το γνωστό μας πλέον waiver, δηλαδή να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, σύμφωνα με τους οίκους αξιολόγησης.
Μια μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου, εξάλλου, είναι βέβαιο ότι θα είχε ευεργετικές επιδράσεις και στα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων, συμπαρασύροντας την οικονομία σε ενάρετο κύκλο. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, το QE θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού των τραπεζών, όχι μόνο χάρη στην άμεση επίδραση της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, για τον δανεισμό τους, αλλά και μέσω των ρέπος, στη διατραπεζική αγορά, όπου τα ομόλογα χρησιμοποιούνται ως collateral (εγγύηση).
Ο Φραντσέσκο Ντρούντι, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΚΤ στις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, είχε αναφέρει πρόσφατα και ακόμη δύο επιχειρήματα υπέρ ενός προληπτικού προγράμματος: τη σταθεροποίηση των καταθέσεων και τη γρηγορότερη άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, που λειτουργεί ευεργετικά για την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το βέβαιο είναι ότι η ΕΚΤ θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει το waiver και να την εντάξει στο QE. Μπορεί, όπως υποστηρίζουν αρμόδιες πηγές, να το κάνει ακόμη και χωρίς την ECCL, αν θεωρήσει ότι οι περιορισμοί που θα θέτει η μεταμνημονιακή εποπτεία θα είναι ισοδύναμοι με αυτούς της προληπτικής γραμμής και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της βιωσιμότητας του χρέους της... Το περιεχόμενο του πλαισίου αυτού αναμένεται να προσδιοριστεί στο επόμενο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, αν και όλες οι ενδείξεις, και κυρίως η στάση της Γερμανίας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι οι όροι θα είναι σχεδόν μνημονιακοί.
Το βέβαιο είναι ότι η ΕΚΤ θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει το waiver και να την εντάξει στο QE. Μπορεί, όπως υποστηρίζουν αρμόδιες πηγές, να το κάνει ακόμη και χωρίς την ECCL, αν θεωρήσει ότι οι περιορισμοί που θα θέτει η μεταμνημονιακή εποπτεία θα είναι ισοδύναμοι με αυτούς της προληπτικής γραμμής και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της βιωσιμότητας του χρέους της... Το περιεχόμενο του πλαισίου αυτού αναμένεται να προσδιοριστεί στο επόμενο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, αν και όλες οι ενδείξεις, και κυρίως η στάση της Γερμανίας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι οι όροι θα είναι σχεδόν μνημονιακοί.
Σε αυτή την περίπτωση, το ερώτημα για την Ελλάδα θα είναι γιατί –δεδομένου ότι θα έχει αποδεχθεί αυτούς τους όρους– δεν παίρνει και το όφελος, την ασφάλεια που δίνει η ύπαρξη μιας προληπτικής γραμμής, και προτιμά να δοκιμάσει την τύχη της στις αγορές. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που αφορά τις πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προηγείται όλων είναι η διαπίστωση της βιωσιμότητας του χρέους. Η EΚΤ θα κάνει τη δική της ανάλυση, αλλά όλοι συμφωνούν ότι δεν υπάρχει περίπτωση αυτή να πάει κόντρα στην ανάλυση του ΔΝΤ...
Πηγή: kathimerini.gr (29.5.2018)
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προηγείται όλων είναι η διαπίστωση της βιωσιμότητας του χρέους. Η EΚΤ θα κάνει τη δική της ανάλυση, αλλά όλοι συμφωνούν ότι δεν υπάρχει περίπτωση αυτή να πάει κόντρα στην ανάλυση του ΔΝΤ...
Πηγή: kathimerini.gr (29.5.2018)
Την υπαγωγή της Ελλάδας σε “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης” μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, είχε εισηγηθεί ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, στην Ενδιάμεση Εκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική που δημοσιεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2017.
Στην έκθεση αυτή ο κ. Στουρνάρας, μεταξύ πολλών άλλων, σημείωνε:
«Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της ΕΕ, όπως είναι ήδη γνωστό, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρις ότου η Ελλάδα αποπληρώσει το 75% των επίσημων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσον θα υπάρχει, και υπό ποιους όρους, ένα ενδεχόμενο “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών.
Η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους.
Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις. Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες».
Πηγή: bankofgreece.gr
Σχετικές αναρτήσεις:
Στουρνάρας: Προληπτικό πρόγραμμα στήριξης για την Ελλάδα μετά το μνημόνιο (21.12.2017)
Κυβερνητικές αντιδράσεις στο «προληπτικό πρόγραμμα στήριξης» του Γ. Στουρνάρα (22.12.2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου