21 Μαρτίου 2019

Ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, το ένοχο μυστικό της Ευρώπης

Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες αποτελούν καταφύγιο για το «μαύρο» χρήμα, που προέρχεται από εμπόριο ναρκωτικών έως και από τρομοκρατικές οργανώσεις, αποτελεί ένα βρώμικο μυστικό της Ευρώπης, το οποίο ξεσκεπάζεται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Ισως φαντάζει παράδοξο ότι η αποκάλυψη των στοιχείων γίνεται από τις αμερικανικές αρχές, ενώ η Ευρώπη κινείται νωχελικά προς την επίλυση του προβλήματος.

Τα σκάνδαλα που ξεσπούν το ένα μετά το άλλο τα τελευταία χρόνια αποδεικνύουν τις τεράστιες διαστάσεις του προβλήματος. Σε πρόστιμο ύψους 1,9 δισ. δολαρίων καταδικάστηκε το 2012 η βρετανική HSBC για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που προέρχεται από εμπορία ναρκωτικών, τρομοκρατικές ομάδες και συναλλαγές με χώρες που έχουν δεχθεί οικονομικές κυρώσεις από την Ουάσιγκτον, όπως για παράδειγμα το Ιράν. Για αντίστοιχες συναλλαγές με το Ιράν, την Κούβα και το Σουδάν η γαλλική BNP Paribas, η όγδοη μεγαλύτερη τράπεζα παγκοσμίως, τιμωρήθηκε το 2014 με πρόστιμο σχεδόν 9 δισ. δολαρίων, ενώ το 2015 για τον ίδιο λόγο η γερμανική Commerzbank πλήρωσε στις αμερικανικές αρχές πρόστιμο 1,45 δισ. δολαρίων. Το πιο πρόσφατο και ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήρθε στο φως το 2018, όταν η Danske Bank της Δανίας κατηγορήθηκε για ξέπλυμα 230 δισ. δολαρίων.

Τα σκάνδαλα στα οποία εμπλέκονται οι μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης αποτελούν απόδειξη της προθυμίας τους να δεχθούν το «μαύρο» χρήμα. Εξ ου και το ότι οι πιο πρόσφατες κατηγορίες πως 1 τρισ. δολάρια έχει διοχετευθεί στην Ευρώπη από τη Ρωσία εντυπωσίασε μόνο ελάχιστους. 


Συγκεκριμένα, ο Μπιλ Μπράουντερ, χρηματοοικονομικός σύμβουλος που είχε παλαιότερα υποβάλει καταγγελία κατά της Danske Bank, κατηγόρησε τη σουηδική Swedbank για ξέπλυμα 176 εκατ. δολαρίων. Ο ίδιος θεωρεί ότι τα 230 δισ. δολάρια που ξέπλυνε η Danske Bank αποτελούν μόνο «το ένα τέταρτο κεφαλαίου που υπολογίζεται πως διέφυγε» από τη Ρωσία.

Η διοχέτευση του παράνομου πλούτου σε Ευρώπη και Αμερική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θείο δώρο για τη Δύση, αφού αύξησε τη ζήτηση ακινήτων σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Μόντε Κάρλο. Δίνεται έτσι μια πολύ απλή εξήγηση στην αδράνεια της Ευρώπης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Ενώπιον του τεράστιου προβλήματος, η Ευρώπη αντιδρά με τεράστια καθυστέρηση. Ελλείψει κοινού ευρωπαϊκού συντονισμού η κάθε χώρα προσπαθεί με τα δικά της μέσα να προλάβει την επανάληψη αντίστοιχων σκανδάλων. Εντέλει, μόνο η απόπειρα δολοφονίας του πρώην Ρώσου κατασκόπου Σεργκέι Σκριπάλ το 2018 ήταν η αφορμή που ώθησε ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κυρίως τη βρετανική, να λάβουν αυστηρά μέτρα, και αυτά όχι για πολύ. Η υπόθεση Σκριπάλ, ο οποίος ενεργούσε ως διπλός πράκτορας για τη Βρετανία, οδήγησε στην εκδίωξη 100 Ρώσων διπλωματών από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και εντέλει αποτέλεσε αφορμή για τους Ευρωπαίους να γίνουν επιφυλακτικοί απέναντι στον ρωσικό πλούτο.

Αντίστοιχες προσπάθειες έγιναν και από το γαλλικό κράτος, καθώς τον Φεβρουάριο του 2019 επιβλήθηκε στην ελβετική UBS πρόστιμο ύψους 5,1 δισ. δολαρίων, το υψηλότερο που έχει επιβληθεί στην ιστορία της χώρας, για την ανάμειξή της σε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Η UBS εφεσίβαλε την απόφαση, σύμφωνα με το Bloomberg Businessweek. 

Στη Γερμανία, η ρυθμιστική τραπεζική αρχή (BaFin) όρισε επόπτη τον Σεπτέμβριο του 2018, ώστε να ελέγχει την Deutsche Bank, η οποία προσπαθεί να εκκαθαρίσει τους ύποπτους λογαριασμούς. Τον Νοέμβριο του 2018, 170 υπάλληλοι από τις γερμανικές αρχές δίωξης οικονομικού εγκλήματος εισέβαλαν στα κεντρικά γραφεία της τράπεζας προκειμένου να συγκεντρώσουν στοιχεία για το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος.

Παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών να αντιμετωπίσουν το γιγαντιαίο πρόβλημα, τα μέτρα που λαμβάνουν δεν είναι αρκετά. Το ενδεχόμενο να αντιμετωπιστεί το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος στην Ευρώπη είναι τουλάχιστον απίθανο, όσο τα μέτρα που λαμβάνονται μοιάζουν με την πρόταση της Κομισιόν να αναλάβει την αντιμετώπιση του προβλήματος τμήμα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής με προσωπικό μόλις 12 ατόμων. Ορισμένα κυβερνητικά στελέχη διαφωνούν, ενώ η αύξηση των λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη ελαττώνει τις πιθανότητες να εγκριθεί μια κοινή πολιτική αντιμετώπισης του ζητήματος.

Πηγή: kathimerini.gr (δημοσιεύτηκε στις 16.03.2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου